Του Γιώργου Τσακίρη
Όταν στις 8
Ιουλίου του 2014 η Γερμανία κέρδιζε την Βραζιλία «μέσα στο σπίτι της» με 7-1
και προκρίθηκε με τον εντυπωσιακό αυτό τρόπο στον τελικό του Μουντιάλ, η
πρόεδρος της χώρας Ντ. Ρούσεφ σίγουρα είχε πολύ περισσότερα πράγματα για ν’
ανησυχεί.
H οικονομία
της Βραζιλίας είχε συρρικνωθεί κατά 0,6% το δεύτερο τρίμηνο σε σχέση με το
προηγούμενο. Επρόκειτο για την δεύτερη διαδοχική τριμηνιαία πτώση του ΑΕΠ, κάτι
που σήμαινε ότι η οικονομία βρισκόταν τεχνικά σε ύφεση.
Λίγα μόλις
χρόνια πριν, η μεγάλη διεθνής ζήτηση για τα προϊόντα της σε εποχές υψηλών
τιμών, η χαλαρή νομισματική πολιτική στις ΗΠΑ και ο εντοπισμός πλούσιων
κοιτασμάτων πετρελαίου στην επικράτειά της, είχαν συμβάλει ώστε η Βραζιλία να γνωρίσει
μία καλπάζουσα ανάπτυξη. Η ανεξάντλητη
ζήτηση για το σιδηρομετάλλευμα και τη σόγια της από την ιλιγγιωδώς
αναπτυσσόμενη Κίνα, σε μια εποχή υψηλών τιμών των εμπορευμάτων, είχε οδηγήσει
την οικονομία της Βραζιλίας σε μια δυναμική ανάπτυξη της τάξης του 4% ετησίως
από το 2002 μέχρι και το 2008. Ήταν, άλλωστε, η εποχή που ο τότε πρόεδρος της
αμερικανικής FED Αλαν Γκρίνσπαν, είχε επιλέξει την πολιτική των χαμηλών επιτοκίων,
οδηγώντας τεράστιες ροές κεφαλαίων στη Βραζιλία. Μεσολάβησε, όμως, η αντιστροφή
της συγκυρίας, με τις τιμές των εμπορευμάτων να έχουν μειωθεί στις διεθνείς
αγορές, καθώς επίσης και η ζήτηση από
την επιβραδυνόμενη οικονομία της Κίνας, ενώ μία αύξηση των επιτοκίων στις ΗΠΑ
είχε αντιστρέψει τις ροές των κεφαλαίων που εγκατέλειπαν πλέον τη Βραζιλία.
Σήμερα η
οικονομία της Βραζιλίας βρίσκεται κυριολεκτικά μεταξύ «σφύρας και άκμονος»,
εγκλωβισμένη ανάμεσα σε έναν καλπάζοντα πληθωρισμό και μια οικονομία στα
πρόθυρα της ύφεσης.
Την ίδια
στιγμή, με τις εκτιμήσεις να μιλούν για συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 1,1% μέσα στο
τρέχον έτος, η κεντρική τράπεζα της χώρας επιχειρεί να τιθασεύσει τον
πληθωρισμό που καλπάζει σε επίπεδα άνω του 8% και να κρατήσει τους επενδυτές
αυξάνοντας διαρκώς τα επιτόκια φέρνοντάς τα στα επίπεδα του Δεκεμβρίου του
2008. Ταυτόχρονα η κυβέρνηση προσπαθεί
να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα 1,2% και να αποφύγει μια ακόμη υποβάθμιση του
χρέους της χώρας (η Standard & Poor’s την έχει ήδη υποβαθμίσει πέρυσι σε
μια βαθμίδα πάνω από τα ομόλογα «σκουπίδια») υιοθετώντας μια πολιτική λιτότητας
με περικοπές στα επιδόματα ανεργίας και στις συντάξεις, που κάθε άλλο παρά
ανάπτυξη αναμένεται να φέρουν.
Η «παραπαίουσα»
αυτή οικονομική πολιτική, γίνεται αισθητή από τους κατοίκους της
χώρας. Πριν από τρία χρόνια, το 57% των Βραζιλιάνων θεωρούσαν την
οικονομία τους σε καλή υγεία, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της παγκόσμιας
δημοσκόπηση της Ipsos Mori. Τα τελευταία στοιχεία για τον Ιούλιο του τρέχοντος
έτους όμως, δείχνουν ότι το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί πλέον στο 12%.
Η αίσθηση
αυτή γίνονται ισχυρές προσπάθειες να ανατραπεί, τόσο μέσω της συμμετοχής της
χώρας στην ομάδα των BRICS, όσο και με άμεσες ξένες επενδύσεις, την
πρωτοκαθεδρία των οποίων κατέχει η Κίνα.
Φαίνεται ότι
έχει «κυλήσει αρκετό νερό στο αυλάκι» από τις αρχές του 2011 όταν κάποια σύννεφα
είχαν αρχίσει να σχηματίζονται στις σχέσεις των δύο κρατών καθώς, μπορεί μεν η
Κίνα να είχε γίνει η χώρα με τις περισσότερες άμεσες επενδύσεις στη μεγαλύτερη
οικονομία της Λατινικής Αμερικής, ταυτόχρονα όμως και με τις φτηνότερες
εξαγωγές προϊόντων στην Βραζιλία, κυρίως λόγω της υποβάθμισης της αξίας του
Γουάν (παραβιάζοντας τους όρους ανταγωνιστικότητας), πλήττονταν η εσωτερική
βιομηχανία της Βραζιλίας. Κάτι που είχε οδηγήσει τον Guido Mantega, τον Υπουργό
Οικονομικών τότε της Βραζιλίας, να δηλώσει ότι ήταν πιθανή η επανεξέταση της
περίπτωσης ανατίμησης του ρεάλ Βραζιλίας.
Η αλήθεια
είναι ότι, εδώ και χρόνια, γενικά η Λατινική Αμερική δεν έχει στραμμένο το
βλέμμα της στον Βορρά αλλά στην άλλη πλευρά του Ειρηνικού.
Η περιοδεία
τον περασμένο Μάιο του κινέζου πρωθυπουργού Λι Κεκιάνγκ σε Βραζιλία, Περού,
Κολομβία και Χιλή (τέσσερις χώρες στις οποίες το 2014 αντιστοιχούσε το 57% του
όγκου των συναλλαγών Κίνας-Λατινικής Αμερικής) έγινε με σκοπό να καταδείξει ότι
ο ασιατικός γίγαντας, παίζοντας στην παγκόσμια σκακιέρα σαν μια μεγάλη
οικονομική δύναμη, έχει καταστεί όχι μόνο σημαντικός εμπορικός εταίρος αλλά κι ένας
από τους βασικούς μοχλούς για την ανάπτυξη της περιοχής (να θυμίσουμε εδώ ότι
την κατασκευή της ανταγωνιστικής προς αυτήν του Παναμά διώρυγα της Νικαράγουα
στην Κεντρική Αμερική, έχει αναλάβει κινεζική κατασκευαστική εταιρία).
Ταυτόχρονα όμως εξασφαλίζει πολύτιμες πρώτες ύλες έναντι ζεστού και πολλού
χρήματος.
Η περιοδεία
εκείνη ήρθε ως συνέχεια του «ιστορικού ανοίγματος» του προέδρου Σι Ζινπίνγκ,
που τον περασμένο Ιανουάριο φιλοξένησε στο Πεκίνο την πρώτη συνάντηση του
Φόρουμ Κίνας - CELAC (Κοινότητα Κρατών Λατινικής Αμερικής και Καραϊβικής).
Άλλωστε το Πεκίνο είχε εκφράσει την πρόθεση να χρηματοδοτήσει έργα υποδομής στη
Βραζιλία από το καλοκαίρι του 2014, όταν ο Κινέζος πρόεδρος μετέβη στη
Φορταλέζα για τη συνάντηση των χωρών BRICS. Τότε είχαν γίνει αναφορές για επενδύσεις
ύψους 50 δισ. δολαρίων που σχεδίαζε να υλοποιήσει η Κίνα μόνο στη Βραζιλία, με
το σημαντικότερο (και φαραωνικό) έργο υποδομής που επρόκειτο να χρηματοδοτηθεί,
να είναι μια σιδηροδρομική γραμμή που θα συνδέει την ακτή της Βραζιλίας στον
Ατλαντικό με την ακτή του Περού στον Ειρηνικό.
Δεν έχουν
περάσει πολλά χρόνια άλλωστε από τότε που διαβάζαμε τίτλους όπως
«η Κίνα αγοράζει τον κόσμο» ή ο «ασιατικός δράκος δείχνει τα δόντια
του».
Η Κίνα, είχε
όντως μια φανταστική περίοδο ανάπτυξης. Τα τελευταία 30 χρόνια ήταν
εντυπωσιακά, αν και πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι Κινέζοι ξεκίνησαν από ένα
πολύ χαμηλό σημείο. Στην αρχή η επίτευξη ανάπτυξης ήταν εύκολη. Ήταν δύσκολο
για την Κίνα να τα πάει χειρότερα.
Ήταν τότε
που η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη κρατούσε σταθερά το τιμόνι της
παγκόσμιας ανάκαμψης, με ρυθμούς άνω του 8-10%, εξασφάλιζε τεράστιες εισροές
χρήματος και προχωρούσε η ίδια σε εντυπωσιακές επενδύσεις, ιδιαίτερα στη
δοκιμαζόμενη και διψασμένη για κεφάλαια Ευρώπη. Ένα «θαύμα», που σήμερα αμφισβητείται
έντονα.
Ο
μετασχηματισμός της κινεζικής οικονομίας, τον οποίο το Stratfor έχει προβλέψει
και αναλύσει εδώ και χρόνια, προσελκύει τώρα το ενδιαφέρον των ΜΜΕ.
Με τη συντριπτική πλειοψηφία των επενδυτών -94%- να εκτιμά ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος
για την παγκόσμια οικονομία προέρχεται από την Κίνα, σύμφωνα με έρευνα της
αμερικανικής εφημερίδας Wall Street Journal, και με δεδομένη την εξαιρετικά
περιορισμένη συμμετοχή ξένων επενδυτών στις κινεζικές αγορές, η ελεύθερη πτώση
των κινεζικών χρηματιστηρίων πριν λίγο καιρό, μπορεί να πλήξει τις επιχειρήσεις
και την κατανάλωση, επιτείνοντας την επιβράδυνση της δεύτερης οικονομίας στον
κόσμο.
Όπως
επισημαίνει η BNP Paribas, η πτώση των κινεζικών μετοχών «συνεπάγεται μείωση
του πλούτου των καταναλωτών αλλά και της εμπιστοσύνης και επομένως πτώση της
κατανάλωσης». Στην περίπτωση αυτή θα πληγεί η κινεζική οικονομία, που ενδέχεται
να αναπτυχθεί φέτος με ρυθμό κάτω από 7%.
Σύμφωνα δε με το
Bloomberg , τα ανεξόφλητα δάνεια για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά
διαμορφώθηκαν σε επίπεδα ρεκόρ 207% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος στο
τέλος Ιουνίου, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από το 125% του 2008.
Τον ίδιο
μήνα, ο διαχειριστής του ταμείου της BlackRock σημειώνει ότι υπήρχαν
μόνο τέσσερις άλλες περιπτώσεις πιστωτικής επέκτασης τέτοιου μεγέθους παρόμοιες
με αυτή που παρατηρείται στην Κίνα τα τελευταία 50 χρόνια. Όλες οδήγησαν σε τραπεζική
κρίση.
Σειρά πήρε ο
νομπελίστας οικονομολόγος Paul Krugman. «Τα σημάδια είναι πλέον ξεκάθαρα»,
γράφει σε άρθρο του στους New York Times. «Η Κίνα αντιμετωπίζει μεγάλα
προβλήματα. Δεν πρόκειται για κάποιο ανεπαίσθητο πισωγύρισμα, αλλά για κάτι πιο
θεμελιώδες. Ολόκληρο το μοντέλο παραγωγής της χώρας, το οικονομικό σύστημα που
οδήγησε σε τρεις δεκαετίες απίστευτης ανάπτυξης, έφθασε στα όριά του.»
Εν τω
μεταξύ, η Goldman Sachs «έκοψε» την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη της
χώρας στο 7,4%.
Η αλήθεια
είναι ότι ένας βασικός παράγοντας που έκρυβε την εξασθένιση της οικονομίας της
χώρας, είναι τα «κινέζικα στατιστικά» τα οποία -σύμφωνα με τον Krugman-
είναι τα πλέον αναξιόπιστα. Η Κίνα είναι μια τεράστια χώρα σε έκταση και
πληθυσμό. Η συγκέντρωση πληροφοριών για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται θα
ήταν πολύ δύσκολο εγχείρημα, ακόμα και αν η χώρα είχε την πρόθεση να το
πραγματοποιήσει.
Με τους Νew
York Times, το Barrons και την Goldman Sachs να ανακοινώνουν σχεδόν ταυτόχρονα
ότι η οικονομική κατάσταση στην Κίνα είναι από απογοητευτική ως και στα πρόθυρα
της κατάρρευσης, αλλάζουν πολλά στον τρόπο που σκέφτεται η κοινή γνώμη για την
Κίνα. Η συζήτηση μετατοπίζεται πλέον από τις προβλέψεις για το πόσο γρήγορα η
χώρα θα ξεπεράσει τις ΗΠΑ, στον προβληματισμό για το μέγεθος των συνεπειών από
ένα κινεζικό κραχ.
Όταν μάλιστα
το Stratfor τονίζει ότι
«έχουμε περάσει από την αντίληψη πως δεν υπάρχει κάτι που οι Κινέζοι δεν
μπορούν να λύσουν, στη συνειδητοποίηση ότι η Κίνα βρίσκεται σε αδιέξοδο», μπορούμε
μάλλον να εικάσουμε με βεβαιότητα ότι «οι Κινέζοι έχουν παγιδευτεί». Αν
συνεχίσουν τον επιθετικό δανεισμό σε αποτυχημένες επιχειρήσεις, θα έχουν
πληθωρισμό. Το κόστος θα αυξηθεί και οι εξαγωγές της χώρας θα γίνουν λιγότερο
ανταγωνιστικές, την ώρα που ήδη υποχωρούν λόγω της ύφεσης στην Ευρώπη και της
αδυναμίας στις ΗΠΑ. Από την άλλη πλευρά, αν αφήσουν επιχειρήσεις να καταρρεύσουν
θα έχουν ανεργία. Και το Πεκίνο φοβάται την ανεργία και τις
κοινωνικές επιπτώσεις που απορρέουν από αυτήν.
Όλα δείχνουν
ότι δεν μπορούν να αποφύγουν τις συνέπειες της οικονομικής τους πραγματικότητας
και όσο πιο μακριά μεταθέτουν τη μέρα της κρίσης τόσο πιο δύσκολο θα είναι να
ανακάμψουν από αυτήν. Την έχουν ήδη αναβάλει πολύ περισσότερο από όσο θα
έπρεπε. Θα την ανέβαλλαν κι άλλο αν μπορούσαν να στηρίξουν αποτυχημένες
επιχειρήσεις με δάνεια. Δεν μπορούν να το κάνουν αυτό για πολύ ακόμα, αν δεν θέλουν
να έχουν το τέλος που είχε το σοβιετικό μοντέλο.
Το κλειδί,
σύμφωνα πάντα με το Stratfor, είναι να γίνει κατανοητό ότι αν η Κίνα δεν καταφέρει να
λύσει τα προβλήματά της χωρίς πολιτικές συνέπειες θα προσπαθήσει να επιμηκύνει
την οικονομική πτώση. Ο προφανής οικονομικός αντίκτυπος στον υπόλοιπο
κόσμο θα πλήξει τα βιομηχανικά αγαθά, όπως τα σιδηρομεταλλεύματα, βασικό εξαγωγικό προϊόν της … Βραζιλίας.
Στα τέλη του
περασμένου Μαΐου τώρα, στο συνέδριο του Ρωσικού Συμβουλίου Διεθνών Υποθέσεων
που διεξήχθη στη Μόσχα και το οποίο ήταν αφιερωμένο στις ρωσο-κινεζικές
σχέσεις, πολλά ελέχθησαν για την εμφάνιση ενός νέου τύπου συνεργασίας με το
Πεκίνο.
Σύμφωνα με
όσα συζητήθηκαν εκεί, στους στόχους των δύο χωρών είναι η δημιουργία Τράπεζας
ανάπτυξης και ένα νέο νόμισμα, με σκοπό τη δημιουργία μιας μεγάλης Ευρασίας που
θα περιλαμβάνει και ισχυρούς παίκτες, όπως την Ινδία, το Ιράν και άλλες χώρες.
Λίγους μήνες
μετά, τον Ιούλιο, σε δηλώσεις του στο RIA Novosti, ο πρέσβης της Κίνας στη Ρωσία Λι
Χουί ανέφερε ότι στόχος των δύο χωρών είναι η αύξηση του όγκου του διμερούς
εμπορίου στα 100 δισ. δολάρια το 2015.
«Ο όγκος του διμερούς εμπορίου κατά το
προηγούμενο έτος έφτασε τα 95,2 δισ. δολάρια. Φέτος θα εκτελέσουμε τις οδηγίες
του προέδρου μας και θα φτάσουμε τις εμπορικές συναλλαγές έως τα 100
δισεκατομμύρια. Και θα προσπαθήσουμε να επιτύχουμε αυτό τον
στόχο», ανέφερε ο Κινέζος πρέσβης.
Η δήλωση
πραγματοποιήθηκε μετά τη συμφωνία που υπεγράφη μεταξύ του Moscow Exchange
(MOEX) και την China Financial Futures Exchange (CFFEX) με στόχο να ενισχύσει
τους οικονομικούς δεσμούς ανάμεσα στη Μόσχα και το Πεκίνο.
Την ίδια
ακριβώς περίοδο τα διεθνή ΜΜΕ είχαν επικεντρώσει το παγκόσμιο ενδιαφέρον στην
ελεύθερη πτώση των μετοχών στα κινεζικά χρηματιστήρια, με τίτλους όπως «Θύελλα
στην Κίνα», «Τι κρύβει το κραχ στα κινεζικά χρηματιστήρια», «Συνεχίζεται ο
κατήφορος …» κ.α.
Είναι βέβαιο
ότι όλοι οι «παίκτες» της αγοράς γνωρίζουν πλέον ότι από τον περασμένο Μάιο η
Ρωσία έγινε η μεγαλύτερη προμηθεύτρια της Κίνας σε πετρέλαιο, υποσκελίζοντας τη
Σαουδική Αραβία, καθώς εντείνεται η μάχη για την κατοχύρωση μεριδίων στην αγορά
του δεύτερου μεγαλύτερου καταναλωτή πετρελαίου στον κόσμο.
Η Ρωσία
έγινε ο μεγαλύτερος προμηθευτής της Κίνας για πρώτη φορά από το 2005, καθώς
αναζητεί νέες αγορές μετά τις κυρώσεις που επέβαλε η Δύση εξαιτίας της διαμάχης
στην Ουκρανία. Η Σαουδική Αραβία έχασε την πρώτη θέση στην κινεζική αγορά για πρώτη
φορά, ύστερα από 13 μήνες και, όπως σχολιάζει ο Γκόρντον Κουάν, αναλυτής της
Nomura στο Χονγκ Κονγκ, «Αν θέλει η
Σαουδική Αραβία να ξανακερδίσει την πρώτη θέση, θα πρέπει να αποδεχτεί το
γιουάν για πληρωμές πετρελαίου αντί μόνο το δολάριο» όπως το αποδέχτηκε η Ρωσία.
Καθώς
βρίσκεται σε εξέλιξη η αλλαγή οικονομικού μοντέλου στην Κίνα, με τον ΟΟΣΑ (και
όχι μόνο) να προεξοφλεί περαιτέρω επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας, με τον
τομέα των υπηρεσιών να επωμίζεται σημαντικότερο ρόλο υποκαθιστώντας τις
επενδύσεις και την αγορά ακινήτων ως κύριο μοχλό της οικονομίας, ο Οργανισμός προβλέπει
πως θα βρεθούν άλλες αναδυόμενες οικονομίες, με τη Ρωσία και τη Βραζιλία να
ανακάμπτουν σε θετικούς -έστω και χαμηλούς- ρυθμούς ανάπτυξης το 2016.
Μόλις τον
Απρίλιο φέτος άλλωστε η Παγκόσμια Τράπεζα προχώρησε στην παραδοχή ότι «τα
χειρότερα πέρασαν για τη ρωσική οικονομία» συμφωνώντας με το σχόλιο του Ρώσου
προέδρου, Βλ. Πούτιν ότι η Ρωσία έχει καταφέρει να ξεπεράσει το χειρότερο από
τις σημερινές οικονομικές δυσκολίες της, εξαιτίας της δημοσιονομικής και
νομισματικής πολιτικής της κυβέρνησης.
Ωστόσο η
αντιπρόεδρος για την Ευρώπη και την Κεντρική Ασία της Παγκόσμιας Τράπεζας, Άσια
Τακ προειδοποίησε ότι η ύφεση δεν έχει τελειώσει ακόμα και η Ρωσία είναι πιθανό
να αντιμετωπίσει μια σειρά από οικονομικές προκλήσεις στο μέλλον.
Και είναι
αλήθεια. Αν κάποιος «χαράξει την επιφάνεια», είναι σαφές ότι σε άλλους
οικονομικούς δείκτες, η εικόνα είναι λιγότερο ευνοϊκή. Οι τιμές-πληθωρισμός
συνεχίζουν να αυξάνονται και η βιομηχανική παραγωγή, αν και ενισχύθηκε από την
εξασθένηση του ρουβλίου, παραμένει αναιμική. Οι επενδύσεις, το ποσοστό επί
του ΑΕΠ των οποίων είναι ήδη αρκετά χαμηλά, εξακολουθούν να μειώνονται
ταχύτατα. Στο σύνολό τους, οι δείκτες αυτοί της δραστηριότητας στην
πραγματική οικονομία ανάγκασαν τον Ρώσο πρωθυπουργό Ντ. Μεντβέντεφ κατά την
ετήσια ομιλία του στο κοινοβούλιο στις 21 Απριλίου να αναφέρει ότι το ΑΕΠ της
χώρας μειώθηκε κατά 2% το πρώτο τρίμηνο του έτους. Και μπορεί μεν ο κ. Μεντβέντεφ να
διαβεβαίωσε τον ρωσικό λαό ότι η οικονομική ομάδα του είχε τα πάντα υπό
έλεγχο, ότι η ύφεση θα είναι ήπια, και ότι η ανάπτυξη θα συνεχιστεί το 2016, έως
τις 21 Μαΐου όμως τα πράγματα φαίνονταν λιγότερο ρόδινα. Το υπουργείο
Οικονομικών ανέφερε ότι στο πρώτο τρίμηνο η μείωση του ΑΕΠ ήταν
μεταξύ 3,5 και 3,7%, ενώ μία εβδομάδα αργότερα, η κρατική αναπτυξιακή
τράπεζα της Ρωσίας, VEB, ανέφερε ότι το πρώτο τρίμηνο το ΑΕΠ της
Ρωσίας είχε μειωθεί κατά 4,3% !
Η αλήθεια
είναι ότι κατά τη διάρκεια του περασμένου χειμώνα ένας συνδυασμός ραγδαίας
πτώσης των τιμών του πετρελαίου, η αυξημένη γεωπολιτική αβεβαιότητα και οι τεράστιες
εκροές ιδιωτικών κεφαλαίων, αρκούσαν για να δημιουργήσουν μια απτή αίσθηση του
πανικού στη ρωσική οικονομία.
Σήμερα, η
ανάκαμψη για το ρούβλι έχει πλέον δώσει στη Ρωσία κάποια αίσθηση ανακούφισης
και συνέβαλε σε μια πιο αισιόδοξη ματιά για ευοίωνες οικονομικές προοπτικές. Έχει
στρέψει όμως την προσοχή μακριά από την ανάγκη να αντιμετωπιστεί ο αυξανόμενος
κατάλογος των σοβαρών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα.
Εάν δε στην
«εξίσωση» προσθέσει κανείς τις υποθέσεις α) της κατάστασης στην Ουκρανία με τη συμφωνία
Μινσκ ΙΙ να παραμένει εύθραυστη αλλά τουλάχιστον να φαίνεται ότι έχει συμβάλει
στην πρόληψη από την περαιτέρω κλιμάκωση της σύγκρουσης στη νοτιοανατολική
Ουκρανία, και β) ότι οι τιμές του πετρελαίου είναι πιθανό να μειωθούν και πάλι,
μετά μάλιστα την συμφωνία της Τεχεράνης και των έξι μεγάλων δυνάμεων για τα
πυρηνικά του Ιράν που (εν καιρώ) θα οδηγήσει στην άρση του εμπάργκο, κάτι
που θα προσθέσει σημαντικές ποσότητες πετρελαίου στην διεθνή αγορά (υπολογίζεται
ότι θα ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο βαρέλια την ημέρα με τις περσικές εξαγωγές
πετρελαίου να εκτιμάται ότι θα αυξηθούν μέσα σε ένα χρόνο κατά 60%), η
εμπιστοσύνη στη ρωσική οικονομία θα μπορούσε να εξατμιστεί το ίδιο γρήγορα, όσο
επέστρεψε κατά τους τελευταίους μήνες.
Με τους
φορείς λοιπόν χάραξης πολιτικής στη Ρωσία να γνωρίζουν ότι οι τιμές του
πετρελαίου επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από παράγοντες εκτός του ελέγχου της,
και με τον κίνδυνο η πολιτική απάντηση στην οικονομική ύφεση και τις
οικονομικές κυρώσεις της Δύσης να προκαλούν σκέψεις για την αύξηση του κρατικού
ελέγχου που θα κάνουν την οικονομία της χώρας πιο εσωστρεφή, εδώ και αρκετούς
μήνες η Ρωσία έχει στρέψει την προσοχή της στη μοναδική πραγματικά αναδυόμενη
και με άριστες προοπτικές ανάπτυξης χώρα-σύμμαχό της στην ομάδα των BRICS. Την Ινδία.
Τον
Δεκέμβριο ήδη του περασμένου έτους σε συνέντευξή του στο ινδικό ειδησεογραφικό
πρακτορείο PTI, ενόψει της επίσκεψης του στο Νέο Δελχί, ο Ρώσος πρόεδρος Βλ. Πούτιν
δήλωσε πως «η Ρωσία στα πλαίσια της ενίσχυσης της στρατηγικής συνεργασίας της
χώρας με την Ινδία στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας, έχει τη δυνατότητα να
οικοδομήσει και άλλες πυρηνικές μονάδες στην Ινδία».
Δήλωση που
ήρθε να επιβεβαιώσει ο πρωθυπουργός της Ινδίας Ν. Μόντι, όταν σε συνέντευξη
τύπου αμέσως μετά τη συνάντησή του με τον Ρώσο πρόεδρο, δήλωσε ότι «Έχουμε
περιγράψει ένα φιλόδοξο σχέδιο για την παραγωγή ηλεκτρισμού από πυρηνική
ενέργεια με τουλάχιστον 10 αντιδραστήρες ακόμη».
Είναι βέβαιο
ότι με τον Βλ. Πούτιν να αναζητά νέες αγορές για τους φυσικούς πόρους
της Ρωσίας, ο Ρώσος πρόεδρος θα επιδιώξει να ενισχύσει την «προνομιακή
στρατηγική σχέση» για περισσότερους ρωσικής κατασκευής αντιδραστήρες για πυρηνικούς
σταθμούς ενέργειας στην Ινδία.
Η Μόσχα
όμως επιδιώκει και την αύξηση των επενδύσεων από
την Ινδία σε ρωσικά έργα πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που
διερευνώνται στην Αρκτική.
Μόλις τον
περασμένο Ιούλιο άλλωστε ο πρέσβης της Ινδίας στη Ρωσία, κατά την διάρκεια του
οικονομικού φόρουμ της Αγ. Πετρούπολης, δήλωσε ότι η χώρα του είναι πρόθυμη να
επενδύσει στην παραγωγή άνθρακα και υδρογονανθράκων της Ρωσίας.
Σύμφωνα με
τον ίδιο, οι προτάσεις θα συγκεκριμενοποιηθούν αυτό το φθινόπωρο, ενώ οι δύο πλευρές συζητούν επίσης το
ενδεχόμενο να εμπορεύονται στο εξής με τα εθνικά τους νομίσματα, κάτι που
επιβεβαιώνει τη συμφωνία του περασμένου Δεκεμβρίου μεταξύ των δύο χωρών για την
αντικατάσταση του δολαρίου με το ρούβλι στις εμπορικές τους συναλλαγές.
Κι όλα αυτά
όταν τον Φεβρουάριο μόλις του 2014 ο ρυθμός ανάπτυξης της Ινδίας είχε μειωθεί
σχεδόν κατά το ήμισυ από το 2010, ο πληθωρισμός της παρέμενε σε υψηλά επίπεδα,
η διαφθορά αποτελούσε σοβαρό πρόβλημα και ο κύκλος των επενδύσεων είχε σχεδόν
καταρρεύσει. Ήταν λοιπόν φυσικό όταν οι ψηφοφόροι κλήθηκαν να προσδιορίσουν
ποια θέματα θα καθορίσουν την ψήφο τους στις κάλπες του Απριλίου του ίδιου
χρόνου, να τοποθετούν την οικονομική ανάπτυξη, τον πληθωρισμό και την διαφθορά
στην κορυφή της λίστας τους. Το BJP, με την καθαρά ινδουιστική εθνικιστική
ιδεολογία του και την καλή κυβερνητική ρητορική του και με ηγέτη τον
πρωθυπουργό τότε τού κρατιδίου Γκουτζαράτ, Ναρέντρα Μόντι, κέρδισε τις εκλογές.
Αυτό οφειλόταν ως επί το πλείστον στην χρεοκοπία των ιδεών της κυβέρνησης του
Κόμματος τού Κογκρέσου σχετικά με την αναζωογόνηση της οικονομίας, αλλά και
στις επιτυχημένες επιδόσεις τού Μόντι στο κρατίδιο Γκουτζαράτ.
Παρ’ ολ’
αυτά, όταν στην προεκλογική του εκστρατεία ο Μόντι είπε ότι θα φέρει σε εθνικό
επίπεδο το οικονομικό μοντέλο της
ελεύθερης αγοράς που εγκαθίδρυσε στο Γκουτζαράτ, η υπόσχεση αυτή είχε
αντιμετωπιστεί με σκεπτικισμό, για δύο λόγους. Πρώτον, ο Μόντι αντιμετώπιζε
πίεση από ορισμένες εκλογικές περιφέρειες στο πλαίσιο τού BJP, να κάνει πιο
ήπιο το δόγμα του υπέρ της ελεύθερης αγοράς κι αυτό γιατί, παρά το υπέρ τού
επιχειρείν προφίλ του, το BJP ήταν πάντα ένα ασυνήθιστο μείγμα οπαδών της
ελεύθερης αγοράς και συντηρητικών ινδουιστών που ενστερνίζονται την swadeshi
(αυτάρκεια). Δεύτερον, ενώ έτρεχε η προεκλογική εκστρατεία, ο ίδιος ο Μόντι
είχε πάρει συχνά πολιτικές θέσεις σε αντίθεση με το ιστορικό του στο
Γκουτζαράτ. Για παράδειγμα, η κριτική του προς την κυβέρνηση του Κογκρέσου για
την μεγάλης κλίμακας επέκταση των επιδοτήσεων των τροφίμων το 2013 δεν ήταν ότι
θα πρέπει να καταργηθούν, αλλά ότι δεν είναι αρκετά εκτεταμένες.
Η αλήθεια
είναι ότι κατά την τελευταία δεκαετία, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της
Ινδίας ήταν έντονα ανομοιογενής. Η πορεία αυτή συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στο να
κερδίσει με ευκολία την εξουσία ο Ν. Μόντι. Εάν όμως ο νέος πρωθυπουργός
επιδιώκει όντως να εκπληρώσει τα όσα υποσχέθηκε για την αναζωογόνηση της
Ινδίας, τότε θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις διαφορετικές μορφές ανισότητας, οι
οποίες εκπηγάζουν από τη γεωγραφική ιδιομορφία της χώρας του. Σύμφωνα με όσα
αποτυπώνει μελέτη της McKinsey τον Δεκέμβριο του 2014, έως το 2025 μόνον οκτώ
από τις 29 συνολικά πολιτείες της Ινδίας θα αρκούν για να καλύψουν το 52% της
συνεχώς αυξανόμενης οικονομικής ανάπτυξης. Εάν προσθέσουμε σε αυτό και τις
τέσσερις πόλεις-πολιτείες (από τις επτά συνολικά), οι οποίες έχουν και τις
καλύτερες επιδόσεις, τότε η αναλογία διευρύνεται στο 57%. Όλες μαζί αυτές οι
πολιτείες και οι πόλεις όμως, φιλοξενούν μόλις το 30% του πληθυσμού της Ινδίας,
ο οποίος υπερβαίνει το ένα δισεκατομμύριο.
Μέχρι το 2025, σύμφωνα πάντα με τη ΜcKinsey, αυτοί οι προνομιούχοι πολίτες θα
απολαμβάνουν αξιοζήλευτο επίπεδο ζωής. Οι πλουσιότερες περιοχές θα εμφανίσουν
ένα κατά κεφαλήν ΑΕΠ (με όρους αγοραστικής δύναμης) της τάξεως των 32.000
δολαρίων, όπως ισχύει σήμερα για την Ισπανία,. Η περιοχή της πρωτεύουσας του
Νέου Δελχί θα φθάσει τα σημερινά επίπεδα του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ρωσίας, το
οποίο σημαίνει εισόδημα 24.000 δολαρίων, ενώ οι κάτοικοι των πολιτειών της
Μαχαράστρας, της Γκουχάρατ, της Χαριάνας και της Κεράλας θα είναι το 2025
σχεδόν όσο πλούσιοι είναι σήμερα οι Βραζιλιάνοι των 14.000 δολαρίων. Οι
υπόλοιποι, οι οποίοι θα ανήκουν στην ίδια κατηγορία της υψηλής οικονομικής
ανάπτυξης, θα παρουσιάσουν κατά κεφαλήν ΑΕΠ της τάξεως των 10.000 δολαρίων,
σχεδόν ισοδύναμο με το σημερινό της Κίνας.
Το πρόβλημα
έγκειται στο ότι καμία από τις τεράστιες και πυκνοκατοικημένες πολιτείες στην
κεντρική και την ανατολική Ινδία δεν εμφανίζεται σε αυτές τις προβλέψεις των
υψηλών οικονομικών επιδόσεων.
Ιδού,
λοιπόν, ποια είναι η πρόκληση για τον Ναρέντρα Μόντι. Θεωρητικά σε μία
δημοσιονομική και νομισματική ένωση, όπως η Ινδία, οι πλουσιότερες πολιτείες
μπορούν εμπράκτως να επιδοτήσουν τις φτωχότερες διαμέσου της διοχέτευσης εσόδων
για τη χρηματοδότηση των υποδομών, της εκπαίδευσης και της υγείας, καθώς και
της βιομηχανικής ανάπτυξης. Την ίδια στιγμή, οι μετανάστες θα μετακινηθούν προς
τις περιοχές όπου υπάρχει προσφορά εργασίας, αποκλιμακώνοντας τις πληθυσμιακές
πιέσεις στον τόπο καταγωγής τους και στέλνοντας εκεί εμβάσματα αναγκαία για την
τόνωση της τοπικής οικονομίας. Θεωρητικά ο κ. Μόντι μπορεί να υποχρεώσει τις
πολιτείες να μοιραστούν τα έσοδά τους.
Φαίνεται
όμως ότι η νέα κυβέρνηση της Ινδίας είχε πάρει πολύ σοβαρά την υπόθεση της
οικονομίας της χώρας στα χέρια της.
Τον Απρίλιο
μόλις του 2015, ένα χρόνο μετά τις εκλογές που είχε κερδίσει, τα δεδομένα του
Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου έκαναν λόγο για μία οικονομία η οποία
αναπτύσσεται ταχύτερα από εκείνη της Κίνας, καθώς και από οποιαδήποτε άλλη
μείζονα οικονομία στον κόσμο. Με αυτούς τους ρυθμούς, θα ξεπερνούσε σε μέγεθος
την οικονομία της Ρωσίας, ενώ το 2016 αναμένεται να φτάσει την οικονομία της
Βραζιλίας.
Η Ινδία φαίνεται
να τα πηγαίνει καλά εν μέσω μιας εύθραυστης περιόδου για την παγκόσμια
οικονομία. Ενώ οι περισσότερες αναδυόμενες οικονομίες παλεύουν να
αντισταθμίσουν το ισχυρό δολάριο και τις πτωτικές τιμές των εμπορευμάτων, η
ινδική οικονομία προχωράει μπροστά, κάτι που έκανε τη Moody’s να αναβαθμίσει
την αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας.
Το
οικονομικό αυτό «νέο θαύμα» έχει προκαλέσει ένθερμες δηλώσεις ακόμη και από
παραδοσιακά επιφυλακτικούς παράγοντες της αγοράς όπως ο Αμέρ Μπισάτ, γενικός
διευθυντής χαρτοφυλακίου σταθερού εισοδήματος αναδυόμενων αγορών στην BlackRock
, ο οποίος ανέφερε ότι «Έχει απελευθερωθεί το αναπτυξιακό δυναμικό της Ινδίας. Τα
επόμενα χρόνια θα είναι πολύ θετικά για τη χώρα», αλλά και ο Νικ Σμίθι,
επικεφαλής επενδυτικής στρατηγικής στην Emerging Global Advisors, με δηλώσεις
του τύπου «Η Ινδία παίρνει τη σκυτάλη της ηγεσίας των αναδυόμενων αγορών -και
ίσως και της παγκόσμιας ανάπτυξης- από την Κίνα. Στην Ινδία υπάρχει το δυναμικό
για μια επιτάχυνση της ανάπτυξης τη στιγμή που η ανάπτυξη επιβραδύνεται στον
υπόλοιπο κόσμο».
Στην ετήσια
έκθεσή του για την παγκόσμια οικονομία το ΔΝΤ, προέβλεψε ότι η Ινδία θα υπερβεί φέτος για πρώτη
φορά την Κίνα σε ανάπτυξη, ο Ινδός υπουργός Οικονομικών τολμά να προσβλέπει σε
διψήφιους ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ η Moody’s
επικροτεί τις επιλογές της κυβέρνησης Ν. Μόντι και συγκεκριμένα την
απελευθέρωση της τιμής της βενζίνης και την άρση της απαγόρευσης στην εξόρυξη σιδηρομεταλλεύματος, καθώς εκτιμά
πως θα ωφελήσει τους τομείς των διυλιστηρίων, των μετάλλων, του χάλυβα και τις
βιομηχανίες παραγωγής ενέργειας. Σε ότι αφορά το φθηνό πετρέλαιο, προεξοφλεί
πως θα μειωθεί το λειτουργικό κόστος τομέων όπως οι αυτοκινητοβιομηχανίες, η
μεταποίηση, οι υποδομές και η παραγωγή ενέργειας, έστω κι αν πρόκειται να
επιβαρύνει τα οικονομικά των ινδικών εταιρειών πετρελαίου και φυσικού αερίου
και των χημικών βιομηχανιών.
Too good to be true ?! Ίσως …
Μπορεί η Ινδία
να επιχαίρει για την επιταχυνόμενη ανάπτυξη της οικονομίας της σε σχέση με τους
μεγαλύτερους «γείτονές» της, η Κεντρική Στατιστική Υπηρεσία της χώρας όμως, τον
περασμένο Μάιο, αναθεώρησε απότομα την αύξηση του ΑΕΠ στο 6,6% από 7,5% της
προηγούμενης πρόβλεψης.
"Εκ
πρώτης όψεως, τα στοιχεία του ΑΕΠ για το τρίμηνο Ιανουαρίου-Μαρτίου δείχνουν
ότι η Ινδία είναι η μεγαλύτερη και ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία στον
κόσμο", δήλωσε ο Shilan Shah, Ινδός οικονομολόγος της Capital Economics.
«Στην
πραγματικότητα όμως, τα στοιχεία για το ΑΕΠ παραμένουν σε άγρια αντίθεση με
πολλούς άλλους δείκτες που δείχνουν μία συνεχιζόμενη υποτονικότητα της
οικονομίας».
Οι
οικονομολόγοι είχαν ήδη έναν σκληρό αγώνα «συμφιλίωσης» των τίτλων των αριθμών
με τη «μελαγχολική» εικόνα των εταιρικών κερδών, την αδύναμη βιομηχανική
δραστηριότητα και μία απατηλή ανάκαμψη των τραπεζικών πιστώσεων.
«Υπάρχουν
μεθοδολογικά ζητήματα», δήλωσε ο DK Joshi, επικεφαλής οικονομολόγος της Crisil,
για να συμπληρώσει «Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο υπάρχει μια διαφορά
μεταξύ των δεικτών όγκου και των δεικτών αξίας τα οποία χρησιμοποιούνται όλο
και περισσότερο για τον υπολογισμό του ΑΕΠ.»
Την εικόνα
ήρθε να περιπλέξει ο διοικητής της Αποθεματικής Τράπεζας της Ινδίας (RBI) Ραγκουράμ
Ρατζάν, ο οποίο χαίρει μεγάλης εκτίμησης τόσο στη χώρα όσο και στο εξωτερικό,
προκαλώντας την προσοχή όταν δήλωσε ότι η οικονομία της χώρας
παρουσίαζε ακόμη αργούς ρυθμούς στην ανάπτυξή της, αλλά και ο Πραντζούλ Μπαντάρι, επικεφαλής οικονομολόγος της Ινδίας
στην HSBC, ο οποίος ανέφερε ότι «περίπου το 60% της οικονομίας της χώρας δεν
δείχνει σημάδια βελτίωσης από την επιβράδυνση». Υπάρχουν λοιπόν κι εκείνοι που
πιστεύουν ότι η Ινδία δεν λειτουργεί «με πλήρη ατμό». Αυτό όμως μπορεί απλά να
σημαίνει ότι οι προοπτικές ακόμη μεγαλύτερης από την παρατηρούμενη (όποια κι αν
είναι) ανάπτυξη της οικονομίας, είναι στην πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερες.
Τι θα
μπορούσε να κάνει ο κ. Μόντι για να άρει τις όποιες αμφιβολίες ; Θα μπορούσε
(πχ) λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι ορισμένες από τις υστερούσες πολιτείες είναι
εγκλωβισμένες λόγω τοπογεωγραφίας (όπως αναφέρθηκε πιο πάνω) και δεν δελεάζουν το
επενδυτικό κοινό, βρίσκονται όμως στις γόνιμες πεδιάδες του Γκανγκέτικ και έχουν
ισχυρές αγροτικές οικονομίες, να άρει τις αντιρρήσεις της στις ξένες επενδύσεις
στο λιανεμπόριο των πολλαπλών εμπορικών σημάτων, ώστε νέες δραστηριότητες θα
συνέδεαν τους αγρότες των εν λόγω πολιτειών με τις σύγχρονες τροφοδοτικές
αλυσίδες και θα αύξαναν τα εισοδήματά τους.
Ένας
προβληματισμός που μάλλον θα ηχούσε ευχάριστα στα ώτα του προέδρου της Νότιας
Αφρικής Τζέικομπ Ζούμα.
«Οι αριθμοί
λένε ότι κάτι πρέπει να γίνει, και μάλιστα γρήγορα», λέει Πάλι Λεχόχλα, επικεφαλής
της στατιστικής υπηρεσίας της Νότιας Αφρικής.
Σύμφωνα με
στοιχεία που δημοσίευσε στις 26 Μαΐου, το ετήσιο ΑΕΠ αυξήθηκε μόνο κατά 1,3%
κατά τους πρώτους τρεις μήνες του τρέχοντος έτους σε σύγκριση με το 4,1% που
είχε επιτευχθεί το τέταρτο τρίμηνο του 2014.
Με την
ανεργία να παραμένει στα ύψη, τις συνεχιζόμενες ελλείψεις σε ηλεκτρική
ενέργεια, με τις διακοπές ρεύματος να βυθίζουν ολόκληρες γειτονιές στο σκοτάδι
αρκετές φορές την εβδομάδα, αλλά να προκαλούν και επιβράδυνση της οικονομίας, την
δημόσια επιχείρηση ηλεκτρισμού ΕSKOM να προτείνει προς την Ανεξάρτητη
Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (Nersa) την … αύξηση της τιμής του οικιακού ηλεκτρικού
ρεύματος από τον Αύγουστο κατά 25,3%, και την αδύναμη οικονομία να
υποδαυλίζει την κοινωνική αναταραχή και την δημόσια βία, τις απεργίες στα
μεταλλωρυχεία το 2014 σε συνδυασμό με τη διολίσθηση των τιμών των μετάλλων που οδήγησαν
το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να μειώσει τις προβλέψεις για τον ρυθμό
ανάπτυξης της Ν. Αφρικής στο 2,1% για το 2015 από 2,3% προηγουμένως, ήταν
φυσικό οι οίκοι αξιολόγησης να έχουν προειδοποιήσει ότι η Νότια Αφρική κινείται
επικίνδυνα κοντά στο καθεστώς χαρακτηρισμού των ομολόγων της σε junk
(σκουπίδια).
Μέχρι
στιγμής η κυβέρνηση του προέδρου Ζούμα έχει δείξει λίγα σημάδια ότι είναι σε
θέση να βελτιώσει την κατάσταση. Το κυβερνών κόμμα του Εθνικού Αφρικανικού
Κογκρέσου, έχει βυθιστεί σε εσωτερικές πολιτικές διαμάχες, αν μη τι άλλο για το
αν θα συνεχίσει την καπιταλιστική ή σοσιαλιστική οικονομία. Το
πολυδιαφημισμένο Εθνικό Σχέδιο Ανάπτυξης
της κυβέρνησης, μια στρατηγική φιλική προς την αγορά για την ενθάρρυνση των
επενδύσεων και της ανάπτυξης, αγνοείται σε μεγάλο βαθμό. Η αύξηση μόλις 2%
του ΑΕΠ που αναμένεται το 2015, φαντάζει ελάχιστη όταν η οικονομία χρειάζεται
να αναπτυχθεί κατά τουλάχιστον 5% ετησίως για τη μείωση της ανεργίας.
Μακρινό
όνειρο φαντάζει πλέον η εκτόξευση της οικονομίας της χώρας στα τέλη της
δεκαετίας του ‘90. Η πρωτόγνωρη οικονομική ανάπτυξη είχε βασισθεί κυρίως στις
εξαγωγές χρυσού και άλλων πολύτιμων μετάλλων, μιας πλούσιας σε ορυκτούς πόρους
χώρα.
Το 2011 η
χώρα έγινε μέλος στην ομάδα των BRICS, ενώ σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το
2012 η Νότια Αφρική ήταν η 28η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, με γνώμονα
το μέγεθος του ΑΕΠ. Με επενδύσεις σε γειτονικές χώρες, κυρίως στον ενεργειακό
τομέα, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην σύσταση της Αφρικανικής Ένωσης, η οποία
αντικατέστησε τον Οργανισμό Αφρικανικής Ενότητας.
Ο ολοένα και
αυξανόμενος περιφερειακός ρόλος της Νοτίου Αφρικής όμως, τροφοδοτεί την
καχυποψία ιδίως της Αγκόλας και της Νιγηρίας, οι οποίες είναι ανταγωνιστικές
δυνάμεις και αντιτίθενται σφοδρά σε τυχόν άσκηση ηγεμονίας από πλευράς της
Πρετόρια.
Πέραν τούτου
ο περιφερειακός ρόλος της Νοτίου Αφρικής υπονομεύεται από τα ίδια της τα
εσωτερικά προβλήματα. Η χώρα (όπως έχει ήδη αναφερθεί) μαστίζεται από μεγάλο
ποσοστό ανεργίας της τάξης του 25% περίπου αλλά και μεγάλες εισοδηματικές
διαφορές. Ο λαός βλέπει με δυσφορία τις αυξημένες δεσμεύσεις που έχει αναλάβει
στο εξωτερικό η χώρα, θεωρώντας τες ως κατασπατάληση πόρων.
Από πολλούς
θεωρείται δεδομένο ότι η δημοσιονομική πολιτική θα παραμείνει ελαφρώς
περιοριστική, καθώς η κυβέρνηση στοχεύει στη μείωση του ελλείμματος και τη σταθεροποίηση
του δημόσιου χρέους. Η παρούσα υποστηρικτική κατεύθυνση της νομισματικής
πολιτικής, θεωρείται ως κατάλληλη ώστε να περιορίσει την πλεονάζουσα παραγωγική
ικανότητα της οικονομίας με σκοπό τη συγκράτηση των πληθωριστικών
πιέσεων.
Παρά ταύτα,
εάν στα υψηλά επίπεδα της ανεργίας προσθέσει κανείς τα επίμονα υψηλά ποσοστά ανισότητας
κατανομής του πλούτου (με μία έκθεση της Boston Consulting Group, να τοποθετεί
τη Νότια Αφρική 138η από 149 χώρες για την ικανότητά του να μετατρέψει τον
πλούτο της χώρας στην ευημερία του λαού της), αυτό σημαίνει ότι απαιτούνται ευρείες διαρθρωτικές
μεταρρυθμίσεις ώστε να τονωθεί η δημιουργία απασχόλησης και η ανάπτυξη χωρίς
αποκλεισμούς.
Την ίδια στιγμή,
οι ιδιωτικές επιχειρηματικές επενδύσεις παραμένουν αδύναμες, αντανακλώντας την
αργή οικονομική ανάπτυξη και τη χαμηλή χρησιμοποίηση της παραγωγικής
ικανότητας, τις ρυθμιστικές αβεβαιότητες της αγοράς εργασίας, και τα σημεία
συμφόρησης των υποδομών, ενώ η κατασκευή κατοικιών καθυστερεί λόγω της αδύναμης
ζήτησης και των αυστηρότερων όρων δανεισμού. Κατά συνέπεια, οι επενδύσεις
από κρατικές επιχειρήσεις παραμένουν υψηλές, γεγονός που αντανακλά τις
προσπάθειες για την αντιμετώπιση της συμφόρησης στις υποδομές.
Κανείς
πάντως δεν μπορεί να παραβλέψει το γεγονός ότι σήμερα η Νότια Αφρική είναι από
τις πιο εξελιγμένες, ποικιλόμορφες και πολλά υποσχόμενες αναδυόμενες αγορές
παγκοσμίως. Η χώρα είναι η οικονομική ατμομηχανή της Αφρικής.
Πλούσια σε
πρώτες ύλες, όπως σε άνθρακα, χρυσό, διαμάντια, σιδηρομετάλλευμα, νικέλιο,
ουράνιο και χρώμιο, έχει τη μεγαλύτερη παραγωγή σε πλατίνα με το 70% της παγκόσμιας
παραγωγής να παράγεται εκεί. Πέραν του πρωτογενούς τομέα, η Νότια Αφρική
παρέχει και ένα … εκλεπτυσμένο
περιβάλλον υπηρεσιών, όπως οι χρηματοοικονομικές, οι τηλεπικοινωνίες και η
τεχνολογία, ενώ έχει προσελκύσει μεγάλο αριθμό πολυεθνικών.
Επιχειρήσεις όπως η Walmart και η Procter & Gamble έχουν ήδη προχωρήσει σε
σημαντικές επενδύσεις στη χώρα, με την πρώτη να εξαγοράζει το 51% της νοτιοαφρικανικής
εταιρείας Massmart το 2011 έναντι 2,4 δισ. Δολαρίων και την δεύτερη να
ανακοινώνει επένδυση 170 εκατ. ευρώ, για την κατασκευή εργοστασιακής μονάδας ως
κεντρικό σημείο εξυπηρέτησης καταναλωτών της στη νότια και ανατολική Αφρική το
2013.
Το
Χρηματιστήριο άλλωστε του Γιοχάνεσμπουργκ αποτελεί τη μοναδική οργανωμένη
χρηματιστηριακή αγορά της Νότιας Αφρικής. Είναι το 19ο, σε όρους
κεφαλαιοποίησης, χρηματιστήριο του κόσμου και το μεγαλύτερο από τα 22 χρηματιστήρια
της αφρικανικής ηπείρου με πολλές δεικτοβαρείς εταιρείες, όπως οι British
American Tobacco (BAT), SABMiller, GlencoreXstrata και BHP Billiton να αποτελούν
μεγάλο μερίδιο στη χρηματιστηριακή της αγορά.
Σήμερα η
χώρα αγωνίζεται ακόμη να ξεφύγει από τις συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής
κρίσης με τις μεταλλευτικές εταιρείες -ένας από τους βασικούς τομείς της
οικονομίας της Νότιας Αφρικής- να προβαίνουν σε απολύσεις ως απάντηση στην
πτώση των τιμών των εμπορευμάτων.
Η
ανομοιογένεια λοιπόν που χαρακτηρίζει την ομάδα των χωρών BRICS, την οποία
έχουν επισημάνει επανειλημμένως οικονομικοί και πολιτικοί αναλυτές
χαρακτηρίζοντας το εγχείρημά τους καταδικασμένο, πρόκειται να αναδυθεί μέσα στο
τρέχον και το επόμενο έτος σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ. Ο διεθνής
οργανισμός αναφερόμενος όχι μόνον στις BRICS αλλά γενικότερα στις αναδυόμενες οικονομίες,
στην έκθεσή του για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, προεξοφλεί
μεγάλες αποκλίσεις στους ρυθμούς ανάπτυξής τους. Επισημαίνει, παράλληλα, πως
πολλές αναδυόμενες οικονομίες θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες στην εξυπηρέτηση του
χρέους τους όταν αυτό είναι σε ξένο νόμισμα.
Παράλληλα,
δε θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι στο παγκόσμιο οικονομικό «παιχνίδι»
κινείται ένας ακόμη «παίκτης».
Τον Απρίλιο
φέτος πραγματοποιήθηκε στη Μαλαισία η Σύνοδος Κορυφής της ΑSEAN (Asociation
of Southeast Asian Nations, δηλαδή «Ενωση Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας»).
Ο πρωθυπουργός της Μαλαισίας, Ναζίμπ Ραζάκ, στην εναρκτήρια ομιλία του στη
Σύνοδο, είπε ανάμεσα σε άλλα : «Οι παγκόσμιοι επενδυτές έχουν από καιρό στραφεί
προς την Ινδία και την Κίνα. Αλλά η ASEAN μπορεί και θα έπρεπε να αναδειχθεί σε
«τρίτη δύναμη» στην περιοχή». Συμπλήρωσε δε : «Η δυναμική μας εξάλλου είναι
τεράστια. Έχουμε ήδη το τρίτο μεγαλύτερο εργατικό δυναμικό του κόσμου... Η
αναπτυσσόμενη μεσαία τάξη, μας κάνει μια από τις πιο ισχυρές και δυναμικές
περιοχές»
Στην εν λόγω
Σύνοδο Κορυφής συζητήθηκε ακόμη και η δημιουργία οικονομικής Κοινότητας της
ASEAN (Εconomic Community of Asean - ECO) κατά τα πρότυπα της ΕΟΚ, που
αναμένεται να ξεκινήσει στο τέλος του 2015.
Δε φαίνεται
να είναι τυχαίο το γεγονός ότι με την έναρξη της εν λόγω Συνόδου Κορυφής,
εμφανίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση να κάνει παρέμβαση για συνομιλίες με σκοπό μία συμφωνία
ελεύθερου εμπορίου με την ASEAN, μετά την κατάρρευση των συνομιλιών που είχαν
πραγματοποιηθεί για τον ίδιο σκοπό πριν από έξι χρόνια. Συνομιλίες όχι πλέον μέσω
του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, αλλά απευθείας με τα κράτη-μέλη της ASEAN.
Τα κράτη-μέλη
της ASEAN ( συμμετέχουν οι χώρες Βιετνάμ, Ινδονησία, Καμπότζη, Λάος, Μαλαισία,
Μπρουνέι, Μιανμάρ, Σιγκαπούρη, Ταϊλάνδη, Φιλιππίνες), αφενός μεν κατανοούν ότι
ως Οικονομική Ένωση έχουν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν μεγαλύτερα μερίδια
αυτής αγοράς ή να παρέμβουν με μεγαλύτερη δυναμική στην παγκόσμια αγορά, αλλά
επειδή έχουν αναπτύξει και ιδιαίτερες διμερείς οικονομικές σχέσεις, πρωταρχικά
με την Κίνα, αυτό γίνεται κρίκος στην εκδήλωση αντιθέσεων μεταξύ τους, που
δυσκολεύουν την οικονομική ενοποίηση, αλλά και την ενιαία στάση απέναντι στην
Κίνα. Θυμίζουμε, π.χ., τον προγραμματισμό του τεράστιου έργου του νέου «δρόμου
του μεταξιού» από την Κίνα έως την Ευρώπη και την Αφρική, επομένως και τις
προοπτικές σύναψης ξεχωριστών συμφωνιών με τα κράτη - μέλη της ASEAN.
Με την
Τράπεζας των BRICS ήδη σε λειτουργία από τον περασμένο Ιούλιο στη Σαγκάη, την
πρόθεση δημιουργίας από τα κράτη μέλη του δικού τους οίκου πιστοληπτικής
αξιολόγησης, με σκοπό να καταργήσουν το μονοπώλιο των τριών μεγάλων οίκων («Fitch»,
«Moody's» και «Standard & Poor's»), τους οποίους κατηγορούν ότι κρίνουν με
πολιτικά κριτήρια (με την πρωτοβουλία ν’ ανήκει κυρίως στον κινεζικό οίκο «Dagong»,
που, σύμφωνα με το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων «Sputnik», έχει στενή συνεργασία
με Ρώσους εμπειρογνώμονες), τις πρωτοβουλίες της Κίνας για τη δημιουργία της
Ασιατικής Αναπτυξιακής Τράπεζας Επενδύσεων & Υποδομών (την ΑΙΙΒ η οποία έχει ήδη
προσελκύσει 57 χώρες και κόντρα σε ΔΝΤ και Παγκόσμια Τράπεζα), τις Γερμανία,
Γαλλία, και Βρετανία να έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον συμμετοχής στην ΑΙΙΒ (παρά
τις παρεμβάσεις των ΗΠΑ να μη συμμετάσχουν), την Ινδία να παρεμβαίνει έντονα
στην περιοχή ως ισχυρή οικονομία, την Ιαπωνία (παραδοσιακή σύμμαχο των ΗΠΑ) να
ανακοινώνει ότι θα διαθέσει κεφάλαια ύψους 110 δισ. δολαρίων για επενδυτικά
προγράμματα στην Ασία με χρονοδιάγραμμα πενταετίας (ποσό που υπερκαλύπτει τα
100 δισ. δολάρια της ΑΙΙΒ), είναι βέβαιο ότι ένας «υπόγειος παγκόσμιος οικονομικός πόλεμος» βρίσκεται σε εξέλιξη.
Ένας
«πραγματικός πόλεμος» όπου το πεδίο αντιπαράθεσης, ή των «μαχών» αν προτιμάτε, να
είναι τα διεθνή χρηματιστήρια και οι προσπάθειες επίτευξης διεθνών εμπορικών
συμφωνιών και τα «όπλα» που χρησιμοποιούνται να είναι τα κρατικά ομόλογα, οι
μετοχές και τα παράγωγα, οι νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές των
κρατών, αλλά και τα διάφορα επενδυτικά funds που «καραδοκούν» για να
εκμεταλλευθούν οποιαδήποτε ευκαιρία για γρήγορο και εύκολο κέρδος.
Μέσα σε αυτό
τον κόσμο ζούμε, κι όσο πιο γρήγορα το συνειδητοποιήσουμε, τόσο το καλύτερο για
όλους.
http://georgetsakiris.blogspot.gr/
Πηγές :
Βραζιλία
Ινδία
Ρωσσία