Ο Μέντης Μποσταντζόγλου (Χρύσανθος
Βοσταντζόγλου, 1918 - 13 Δεκεμβρίου 1995), γνωστός περισσότερο
με το ψευδώνυμο Μποστ, ήταν Έλληνας σκιτσογράφος και
γελοιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός και ζωγράφος.
Ο ιστορικός κλάδος των Μποσταντζόγλου πρωτοπαρουσιάζεται στα
βάθη της Μέσης Ανατολής. Πρόγονός του υπήρξεν ο περίφημος λόγιος Θεόδωρος
Ιωάννου Μποσταντζόγλου.
Οι δυο γιοί
του Κώστας και Γιάννης είναι σήμερα διακεκριμένοι στον χώρο της γραφιστικής
και την υποκριτικής αντίστοιχα. Το έργο του περιλαμβάνει πολιτικές
γελοιογραφίες και χρονογραφήματα, εικονογραφήσεις βιβλίων και περιοδικών, δέκα
θεατρικά έργα και πολλές ζωγραφικές συνθέσεις. Για ένα διάστημα δούλεψε στη
διαφήμιση όπου οι έντυπες καταχωρίσεις του για τη RENAULT (Ντοφίν εστί
φιλοσοφείν), Flow Coat/Dupont (βάφεν ζι γκουντ πιλοτ?) ακόμα και οι πιλότοι της
Λουφτβάφε βάφουν με βαφές Φλόου Κοτ.), άφησαν κυριολεκτικά εποχή με την τόλμη
και τη διαφορετικότητά τους.
Η σάτιρα του στοχεύει κυρίως τον μικροαστό Έλληνα των
μεταπολεμικών δεκαετιών, τον καθωσπρεπισμό, την ημιμάθεια και το νεοπλουτισμό,
την ξενομανία, τις έντονες ταξικές αντιθέσεις της μεταπολεμικής Ελλάδας, καθώς
και την ελληνική πολιτική ζωή. Ο Μποστ σατιρίζει ιδιαίτερα την εξάρτηση της
Ελλάδας από τον ξένο παράγοντα, την εθνικοφροσύνη των δεξιών κομμάτων και το
θεσμό της Βασιλείας, ωστόσο σε πολλά κείμενα διακωμωδεί και την παράταξη της
Αριστεράς, στην οποία ανήκε.
Ο Μποστ θεωρείται ότι κατάφερε να δημιουργήσει ένα εντελώς
προσωπικό και αναγνωρίσιμο σατιρικό ύφος ως σκιτσογράφος, κειμενογράφος,
θεατρικός συγγραφέας, αλλά και ζωγράφος. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του
έργου του είναι η γλώσσα του και τα επίτηδες ανορθόγραφα κείμενα. Όπως είχε
δηλώσει ο ίδιος, γελοιοποιώντας την καθαρεύουσα πίστευε ότι ίσως μπορέσει να
βοηθήσει στην ταχύτερη καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Προκειμένου να σατιρίσει
την καθαρεύουσα, ανακάτευε λόγιες εκφράσεις με λαϊκές και έγραφε εντελώς
ανορθόγραφα, διεκτραγωδώντας τον ημιμαθή Έλληνα, που προσπαθούσε να
χρησιμοποιήσει την καθαρεύουσα, καθώς εκείνη την εποχή η δημοτική θεωρούνταν
"ύποπτη", κατά δήλωση του ιδίου του Μποστ. Συχνά με την παραφθορά των
λέξεων ή την ανορθόγραφη απόδοση του ήχου της δημιουργούσε εσκεμμένα
συνειρμούς, με άλλες έννοιες, τις οποίες διακωμωδεί. Επίσης συχνά,
χρησιμοποιούσε μεταφορικές εκφράσεις με την κυριολεκτική τους έννοια.
Οι τρεις πλέον χαρακτηριστικοί ήρωες των γελοιογραφιών του
και προσωπικά του δημιουργήματα είναι η Μαμά Ελλάς με τα παιδιά της, τον
Πειναλέοντα και την Ανεργίτσα. Η Μαμά Ελλάς παρουσιάζεται αρχαιοπρεπής, αλλά
φτωχοντυμένη και εξαθλιωμένη, το ίδιο και τα δύο μικρά παιδιά, που σχολιάζουν
την επικαιρότητα με ανορθόγραφα γραμμένους στίχους.
Ένα από τα χαρακτηριστικά όλου του φάσματος του έργου του
(σκίτσα, κείμενα, ζωγραφικά και θεατρικά έργα) ήταν ο συμφυρμός διαφόρων φάσεων
της ελληνικής ιστορίας, καθώς στο έργο του συνυπάρχουν ήρωες της αρχαιότητας,
του Βυζαντίου, του 1821, του έπους του 1940 με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και
τον Ωνάση.
Ο Κώστας
Μποσταντζόγλου γράφει για τον πατέρα του, τον Μέντη, τον Χρύσανθο, τον Μποστ
<<Πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε που σε χαιρέτισα
τελευταία φορά. Ακόμα δε συνήθισα να λείπεις. Είπα μέσα μου να ξεθάψω μια
στιγμή μας. Έτσι! Σαν φόρο τιμής. Ξέρω. Θα με κοίταξεις μ’ εκείνο το μισοειρωνικό
ύφος που παίρνεις όποτε είσαι έτοιμος να ξεφουρνίσεις ένα απόφθεγμα και θα μου
πεις ξανά: «το πολύ συναίσθημα δεν οφελεί τα στήθη». Κοίτα ποιος μιλάει... Εσύ
τα λες ρε πατέρα; Eσύ ο ευσυγκίνητος; Ο κάργα συναισθηματικός; Eσύ που έκλαιγες
όταν με κουρέψανε παρά τη θέλησή σου εν χρώ για να με δεχτούν στο δημοτικό; Εσύ
που ερχόσουνα και μας σκέπαζες τις νύχτες μην κρυώσουμε; Εσύ που σπάραζες και
μας έλεγες «συγχωρήστε με για το κακό που σας έκανα» επειδή ήσουνα κομμουνιστής
και μας είχανε χαρακτηρισμένους στο στρατό; Είδαμε και πάθαμε να σε πείσουμε
πως δεν χρειαζόμασταν την βοήθειά σου για να πάμε σε στρατόπεδα ανεπιθυμήτων.
Πως είμαστε κι εμείς κομμουνιστές - πιο φανατικοί από σένα - και ξέραμε τη
μοίρα μας επί χούντας. Οπότε, που τα πουλάς αυτά; Σε τα μας; Eσύ; Ας τα αυτά!
Δεν περνάνε!
Εγώ το ξέρεις. Σκέφτομαι όπως εσύ. Ανορθόγραφα. Άμα πιστέψω,
πίστεψα. Άμα αγαπήσω, αγάπησα. Άμα κλαίω, κλαίω και χέστηκα τι θα πεις. Μεταξύ
μας μπορούμε να είμαστε όσο συναισθηματικοί θέλουμε. Έξω, εντάξει! Θα το
παίξουμε αυστηροί, σοβαροί, κόσμιοι, είρωνες και σκληροί. Έτσι δεν λες; Να μη
δούνε πως έχουμε αδυναμίες γιατί θα μας πατήσουν. Εντάξει. Αυτά τα κάνουμε κατά
γράμμα. Παιχνιδάκι. Λοιπόν. Στο δια ταύτα. Θυμάσαι τότε που πήγαμε στο Μαρούσι
στο εργαστήρι του Βαλσαμάκη; Μέναμε στον Παράδεισο Αμαρουσίου τότε. Πήγαμε με
τα πόδια. Φύγαμε νωρίς το απόγευμα και μέχρι να φτάσουμε είχε σκοτεινιάσει. To
‘54 θα ήτανε. Χειμώνας. Δεν καλοθυμάμαι. Ήθελες να δοκιμάσεις τη ζωγραφική σε
πορσελάνη. Είχες πάρει από το σπίτι ένα άσπρο πλακάκι που περίσσεψε από το
ντύσιμο της κουζίνας. Ο Βαλσαμάκης σου έδωσε χρώματα σε σκόνες και μου
παραπονιόσουνα χαμηλόφωνα πως δεν είχε σε σκόνες όλα τα χρώματα που ήθελες.
Τέλος πάντων. Δοκίμασες να ζωγραφίσεις στο πλακάκι ένα
ελληνικό θέμα. Μετά από ώρα και αφού ζήτησες τη γνώμη του Βαλσαμάκη σαν ειδικού
και τη δική μου σαν πενταετούς τεχνοκριτικού, έμεινες σχετικά ικανοποιημένος.
Δυστυχώς, ο φούρνος του Βαλσαμάκη έψηνε μόνο πήλινα. Ήταν σε χαμηλές
θερμοκρασίες και δεν μπορούσες να ψήσεις το πορσελάνινο πλακάκι σου. Έπρεπε για
να σταθούνε τα χρώματα στην πορσελάνη να ψηθούνε στους 1000 βαθμούς Κελσίου για
ώρες. Τύλιξες το πλακάκι προσεκτικά σε ένα άσπρο χαρτί, ευχαρίστησες και
φύγαμε. Εγώ ικανοποιημένος που δεν είχα κάνει καμμιά ζημιά στο εργαστήρι παρόλο
που βαριόμουνα και υπήρχαν ένα σωρό κανάτια για σπάσιμο στα ράφια, εσύ
απογοητευμένος μέχρι θανάτου που η δουλειά έμεινε μισή.
Αυτό το πλακάκι είναι το πρώτο που ζωγράφισες και μου άρεσε
τρελλά. Άρεσε και στη μάνα. Τη γνώμη του Γιάννη δεν τη ζητήσαμε γιατί ήταν
μικρός ακόμα και τα έκανε επάνω του. Το πλακάκι μπήκε στο κομό του προχώλ και
ξεχάστηκε για χρόνια. Όταν το ξεθάψαμε, είχες δικό σου φούρνο πια, ψήναμε
πορσελάνινα πιάτα, δοχεία νυκτός, μολυβοθήκες και άλλα και σου είπα να το
ψήσεις. Είπες: «μπααααα! Δεν αξίζει τον κόπο». Αυτό το άψητο πλακάκι το
φωτογράφισα και είπα να το δείξω μια και κανένας έξω από εμάς δεν το έχει δει.
Έτσι για να σε θυμηθούν και να θυμηθούν και κάτι απ’ αυτά που έκανες. Ξέρω! Θα
πεις: «αυτό είναι πρωτόλειο. Άσε τις βλακείες». Ξέρεις όμως καλά τι αγύριστο
κεφάλι είμαι. Σε πολλά δεν σου έμοιασα. Σ’ αυτό όμως είμαστε ίδιοι. Με έφτυσες
και με έκανες που έλεγε κι η μάνα. Το ότι μου λείπεις ξέρω πως το θεωρείς
δεδομένο. Το ότι ακόμα πονάω που σε έχασα, χέστο. Άντε γειά, πριν με πιάσουν τα
ζουμιά και δεν κάνει. Φιλιά στους επάνω. Που θα πάει; Θα έρθω κι εγώ κάποια
στιγμή να σε φιλήσω και να τα πούμε>>.
Λίγο πριν από τις εκλογές του 1963, που σήμαναν το τέλος της
οκταετίας Καραμανλή, και ενώ ο Κων. Καραμανλής βρίσκεται ακόμα στην Ελβετία, ο
Μποστ. αρχίζει να δημοσιεύει στην Αυγή καθημερινά σατιρικά χρονογραφήματα με τη
μορφή επιστολών που δήθεν έστελνε στον Καραμανλή και των απαντήσεων που δήθεν
έπαιρνε από τον Καραμανλή. Τίτλος της σειράς: Αληλογραφία με τον Κόστα, που
διάρκεσε έως τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου. Αργότερα, τα καλύτερα κομμάτια
βγήκαν σε βιβλίο από τις εκδόσεις Θεμέλιο.
Το σκίτσο, του Μποστ, δημοσιεύτηκε πρωτοσέλιδο στην Αυγή, στις 10 Δεκεμβρίου 1963, την επομένη της αποχώρησης του Κ. Καραμανλή από την πολιτική και της αναχώρησής του -με το όνομα Τριανταφυλλίδης σύμφωνα με τα θρυλλούμενα την εποχή εκείνη- για το Παρίσι.
Όπως σημειώνει στον πρόλογο του βιβλίου ο Μποστ:
Απόσπασμα
επιστολής :
Ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός Μαυρομιχάλης υπόσχεται άψογες
εκλογές και αφοπλίζει τα ΤΕΑ
Κόστας προς Μποστ., 8.10.1963
Οι Μαβρομιχαλαίοι, από ανέκαθεν εφημίζοντο δια ανυπότακτα
και αναρχικά στοιχεία εις την Μάνην. Η φρίκη εκ της δολοφονίας του αειμνήστου
Καποδίστρια, είναι ακόμη νωπή. Όχι επειδή ένας απόγονος φονέων, απεφάσισεν
αψόγους εκλογάς δια να εκλείψη ο φάκελός του, πρέπει εμείς να μείνομεν με
σταβρωμένας χήρας. Εάν ο Μαβρομιχάλης επιδιόκει δια της διαλήσεως χρησίμων
στρατιωτικών μονάδων να κατασκεβάση την 3ην Νοεμβρίου έναν Μαβροκόστα, απατάται
οικτρώς.
Το χρονογράφημα
για τη βράβευση του Σεφέρη με το Νόμπελ :
<<Κόστα μου,
Με μεγάλη χαρά σού αναγγέλω την απονομή του Νόμπελ στο Σεφέρη. Επικρατέστεροι
υποψήφιοι ήσαν δύο. Ο Σεφέρης και ο Χιλιανός ποιητής Νερούντα, ο οποίος όμως
απεκλείσθη ως αναρχοκουμουνιστής. Είναι το πρώτον Νόμπελ που εισπράττει η
Ελλάς, μετά το Όσκαρ το δικό σου. Προς στιγμήν, δεν θέλαμε να το πιστέψουμε.
Ήταν τόσο μεγάλη η τιμή, που μας εφαίνετο απίστεφτον. Συνηθισμένοι να μας
περιφρονούν οι Τούρκοι, Άγγλοι και Αμερικανοί, όχι μόνον εις την Ποίησιν αλλά
και εις άλλα ζητήματα, εξεπλάγημεν δια την Σουηδικήν αβρότητα. Κυκλοφόρησαν
πολλαί κακοήθεις διαδόσεις ότι δηλαδή εστάλη λανθασμένον Σουηδικόν τηλεγράφημα,
αναφέρον ότι το βραβείον λαμβάνει ο Σεφερούντα και όχι ο Σεφέρης, και ο ίδιος ο
ποιητής προς στιγμήν εκλονίσθη.
Εφτηχώς μετ’ ολίγον ήρθαν άλλα επείγοντα ανερούντα δια
τον Σεφερούντα, αποκλείοντα τον Νερούντα και φανερούντα τον πραγματικόν κάτοχον
του βραβείου και των κορώνων. Άλλοι έχουν θείον εις την Κορώνην. Ο σεφέρης,
χάρις εις τον Θείον λόγον, απέκτησεν κορώνας εις την Σουηδίαν. Επειδή έχεις
θάρρος μαζί του, δεν του γράφεις να δώση εν μικρόν τμήμα δια τας ανάγκας της
«Αντικουμουνιστικής Σταυροφορίας»; Από παντού μάς ζητούν χρήματα. Πρέπει να
φροντίσομεν τα «παιδιά». Κραβγαί απογνώσεως έρχονται εις φως δια των
εφημερίδων. «Κύριε υπουργέ, στείλε το παραδάκι», ο ένας. «Κήριε πρόεδρε, ξηρά
τροφή και αεροπλάνα» ο άλλος, βγήκε επί πλέον και η υπόθεσις της φωτογραφίας
ξανά στη μέση, κι’ ο Μέρτεν ποιος ξέρει τι θα μας ζητήση. Από την Αμερική μάς
έκοψαν τα πάντα κι’ εντός ολίγου, όχι μόνον γάτες θα σχίζουμε, αλλά θα τρώμε
και τα κρέατά μας. Οι βιομήχανοι κι’ εφοπλισταί, μάλλον κουμπωμένοι είναι.
Έτσι η κατάστασις
ξέφυγε από τα χέρια μας κι’ ο
αντικομουνισμός πέρασε στην Ε.Κ. Ακόμη χθες ο υποψήφιος στο νομό Κοζάνης
Κεντρώος κ. Παπακωνσταντίνου, αγορέβοντας «διμέτωπα» σε κάποιο χωριό, είπε
στους ανθρώπους μας: «Εμείς όταν πιάσαμε τον Μπελογιάνη, τον σκοτόσαμε. Εσείς
πιάσατε τον Γλέζο και τον αφήσατε». Κάτι λοιπόν πρέπει να γίνη, Κόστα. Ή να
πιάσομε κι’ εμείς τον Γλέζο να τον εκτελέσομαι αμέσως, διότη η ύβρις είναι πολύ
βαργειά, ή να δώσουμε κανένα υπουργείο στον Παπακωνσταντίνου, να τον πάρουμε
μαζί μας, να το βουλόση. Διότι, όπος καταλαβένης, δεν μπορούμε να υστερούμε
στον τομέα αφτόν τόσο πολύ και να χολένομεν εις τον Εξεβρωπαϊσμόν του κόματός
μας. Δεν επιτρέπεται να παραβγαίνουν δυο κόματα εις μίαν δημοσίαν συζήτησιν,
όταν προκαταβολικώς το εν εξ αφτών υπερτερεί σημαντικώς και ανεμίζει τας
επιτυχίας του πομποδός.
Τα λεφτά του βραβείου, είναι μία κάποια λύσις. Δεν
λέγω να τα δώση όλα. Ας κρατήση μερικά δια τον εαφτόν του, δια να καθαρίση το
τζάκι που καπνίζει, κι’ όταν με το καλό έρθουμε στα πράματα κι’ έχομαι κάποιαν
εφχέρειαν πάλι, του τα επιστρέφουμε και με τόκο. Άλλοστε τόρα τι θα τα κάνη;
Και λίρες να πάρη, η λίρα είναι υψομένη. 5 μήνες λείπεις από την αρχή κι’ η
λίρα άφησε την σταθερότητα και τράβηξε 5 μονάδες απάνω. Φέρτον στο φιλότιμο.
Πέστου, ότι φτάνει που έχουμε εχθρικά τα ανάκτορα, μην έχουμε δια της αρνήσεώς
του και εχθρικές τις κορώνες. Και εάν σου πη, «Θα ιδούμε», «εάν θα τας έχω
σύντομα» κλπ., μεταχειρίσου κι’ εσύ ποιητικήν γλώσαν και πέστου «τι εάν και
εάν; τον Καραγκιόζη θα πέξουμε; Θα τάχουμε, ναι ή όχι;» Θετικά πράμματα κι
αντρίκεια και ν’ αφήση τα διπλοματικά που ξέρει.
Ασπάζομαι την δεξιάν σου
Μποστ.
Υ.Γ. Στείλε με τρόπον την Αμαλίαν να πη εις την σύζηγόν του,
ότι εάν δεν μας δώση τα χρήματα του βραβείου, ο Μποστ. θα ομιλήση εις το
Θέατρον Χατζηχρήστου με τίτλον «Ο διωγμός της ΕΡΕ υπό του Πνεύματος της
Ποιήσεως. Στραγγαλισμός της ΕΡΕ υπό του Νόμπελ>>.
Κείμενα
Μποστ
“Ο θάνατος του Λαμπράκη”
Ελάχιστοι θυμούνται πια την υπόθεση Λαμπράκη. Ποιος τον
σκότωσε τελικά δεν μάθαμε. Είναι από τα εγκλήματα που θεωρούνται ανεξιχνίαστα,
παρ’ όλο που η Αστηνομία και η Χωροφηλακή χάλασαν τον κόσμο να βρουν έστω κι
έναν ύποπτο. Μόνο τώρα τελεφτέως, επειδή με τον θάνατο τριών χαλυβουργών
ανέκυψε θέμα κεραβνού, δώσαμε εντολές να εξετασθή κι αφτή η υπόθεσις. Κι αν οι
έρεβνες αποδείξουν ότι την ημέρα εκείνη στη Θεσσαλονίκη ο κερός ήταν βροχερός,
δεν μένει πια καμιά αμφιβολία ότι ο θάνατος του Λαμπράκη στην οδό Σπανδωνή
οφείλετο σε αστροπελέκι. Κι όπος καταλαβένεις, δεν μπορούν να μας ζητήσουν
εφθύνες επειδή οι αριστεροί κυκλοφορούν χωρίς αλεξικέραβνα.
“Αυτά τα πράγματα πρέπει να κόπτοντε με το μαχέρη”
Εκτός από τα τσιγάρα και αι φακαί από 14,50 αναθερμάνθηκαν
εις την τιμήν των 22 δραχμών. Μετά από σήντομον πάλην που έκανα με τον εαφτόν
Μου, προήλθον εις την σκληράν απόφασιν να κόψω ταις φακαίς. Αφτά τα πράγματα
πρέπει να κόπτοντε με το μαχέρη, άλλως γίνοντε πάθος. Κατά την γνόμην Μου, όμος
η άφξησις της φακής ήτο επιβεβλημένη εκ των πραγμάτων κε είνε δικεολογημένη
διότη η φακή περιέχει σίδηρον κε εφόσον η τιμή του σιδήρου διεθνώς ανήλθεν, δεν
επιτρέπετε εις ημάς να ροφώμεν δωρεάν κε προκλητικός τα κέρδη των
σιδηροβιομηχάνων εις εποχάς βαρητάτων εισφορών του κλάδου.
«Ένας πρώτης τάξεως αρχιτέκτων»
Ο Μποσταντζόγλου είναι κι αυτός ποιητής, σχεδιαστής και
ασφαλώς θα εγίνετο ένας πρώτης τάξεως αρχιτέκτων, εάν οι φίλοι και οι γνωστοί
του έδειχναν μεγαλυτέραν κατανόησιν. Διότι εις όσους επρότεινε να τους χτίση το
σπίτι απέφυγον να του το αναθέσουν, ισχυριζόμενοι ότι θα το χτίσουν αργότερον.
Βεβαίως τα σχέδιά του ήσαν ολίγον «επαναστατικά», π.χ. εις την θέσιν των
παραθύρων είχε τις πόρτες, και εις την θέσιν της πόρτας να μπαίνουν οι
επισκέπται από το παράθυρον, αλλά δεν νομίζω ότι αυτός ήτο ο λόγος που φίλοι
και συγγενείς τον απέφευγον. Ούτε το ότι ήτο ακριβός ευσταθεί. Νομίζω
ότι πρέπει να αποδοθή μάλλον εις την επιμονήν του να μην θέλη ο ίδιος
σκεπήν, ώστε να εισέρχετα ελευθέρως το ηλιακόν φως και το σπίτι να είναι
οικονομικόν. Το ότι μάλιστα είχε προνοήσει κατά τας ημέρας των βροχών οι
ένοικοι να κοιμούνται εις τας ντουλάπας, είναι μία επί πλέον απόδειξις ότι το
όλον θέμα ο Μποσταντζόγλου το είχε συλλάβει και το είχεν μελετήσει εις όλας του
τας λεπτομερείας.
“ΠΟΛΗΣΕΙΣ ΑΦΤΟΚΙΝΙΤΩΝ”
Το αφτοκίνιτον αφτό είν’ οικονομικόν,
προτοφανές εις κάφσιμα κι επαναστατικόν
έχεται κατανάλοσιν ελάχυστον τον μήνα
κε ούτε σας χριάζεται το θέρος η βενζήνα
αν κινιθή δε εναλάξ ημέρα παρ’ ημέρα
οικονομίαν έχετε ακόμη καλητέρα,
κι έξο από την πόρτα σας αν είν’ παρκαρισμένο
θα διακοσμεί το σπίτη σας όπος είνε βαμένο.
Σεις φόρους θα πληρόνετε κε εις τον Δήμον τέλη
άτινα θα γλητόνετε γκαράζ που δεν θα θέλει.
Όλοι που πήραν απ’ αφτό είν’ ευχαριστιμένοι
παν με τα πόδια στις δουλιές κ’ είν’ κατενθουσιασμένοι.
Διατή να το κινήσεται να σας καταστραφεί
άλοστε κε η κίνισις δεν θα σας οφελήση
διότη με χρήσιν σηνεχή θα λάβετε κε κλήσι.
Το αφτοκίνιτον αφτό είν’ οικονομικόν,
προτοφανές εις κάφσιμα κι επαναστατικόν
έχεται κατανάλοσιν ελάχυστον τον μήνα
κε ούτε σας χριάζεται το θέρος η βενζήνα
αν κινιθή δε εναλάξ ημέρα παρ’ ημέρα
οικονομίαν έχετε ακόμη καλητέρα,
κι έξο από την πόρτα σας αν είν’ παρκαρισμένο
θα διακοσμεί το σπίτη σας όπος είνε βαμένο.
Σεις φόρους θα πληρόνετε κε εις τον Δήμον τέλη
άτινα θα γλητόνετε γκαράζ που δεν θα θέλει.
Όλοι που πήραν απ’ αφτό είν’ ευχαριστιμένοι
παν με τα πόδια στις δουλιές κ’ είν’ κατενθουσιασμένοι.
Διατή να το κινήσεται να σας καταστραφεί
άλοστε κε η κίνισις δεν θα σας οφελήση
διότη με χρήσιν σηνεχή θα λάβετε κε κλήσι.
Για την προέλευση του ονόματός του ο Μποστ λέει:
Με βάπτισαν Χρύσανθο. Όταν όμως ήμασταν παιδιά πήγαμε με την
παρέα μου σε μια επιθεώρηση. Σε μια σκηνή ο Ορέστης Μακρής που νόμιζε από το
πολύ μεθύσι ότι ήταν υπνωτισμένος, έδωσε εντολή να πέσει η αυλαία με τη βοήθεια
ενός μέντιουμ. Είπε λοιπον “διά της ζωοποιού δυνάμεως του μέντι να κλείσει η
κουρτίνα”. Αυτό φάνηκε πολύ αστείο σε κάποιο φίλο μου που από την ημέρα εκείνη
αποφάσισε να με βαφτίσει Μέντη. Και ομολογώ ότι μου άρεσε. Όσο για το “Μποστ”
ήταν μια τυχαία υπογραφή, που “έπιασε”. Μετά έγινε κι ο Λογοθέτης “Λογό”, ο Κυριακόπουλος
“Κυρ” κι εμένα πολλοί με νομίζουν ξένο. Λένε μάλιστα και την γυναίκα μου κυρία
…Μποστ.
Ως ζωγράφος ήταν αυτοδίδακτος και τα έργα του ήταν ιδιαίτερα
επηρεασμένα από το ναΐφ ύφος της λαϊκής ζωγραφικής και κυρίως
τον Θεόφιλο, αλλά και τις φιγούρες του Θεάτρου Σκιών, με
στοιχεία υπερρεαλισμού. Τα ζωγραφικά του έργα παρουσιάζουν ήρωες της
αρχαιότητας και της Επανάστασης του 1821 και ιστορικά ζευγάρια.
Στα θεατρικά του έργα χρησιμοποιούσε δεκαπεντασύλλαβο στίχο
στο προσωπικό του ύφος συμφυρμού πομπωδών καθαρευουσιάνικων εκφράσεων, με ξένες
και λαϊκές εκφράσεις, ενώ συχνά εμφάνιζε ιστορικά ή μυθικά πρόσωπα να αναφέρονται
σε σύγχρονες καταστάσεις.
Σε περιόδους χιουμοριστικών αναζητήσεων ο Μποστ έγραψε και
στίχους για τρία ελαφρολαϊκά τραγούδια, πού έγιναν επιτυχίες στις αρχές της
δεκαετίας του '60. Αυτά είναι "Οι Νεκροθάφτες" (μουσική Γιάννη
Μαρκόπουλου, ερμηνεία Γιώργου Ζωγράφου) και τα "Η νήσος των Αζορών"
και "Ρομβία" (μουσική Μίκη Θεοδωράκη, ερμηνεία Γρηγόρη
Μπιθικώτση).
Έφτιαξε το εξώφυλλο του δίσκου "Το θαλασσινό τριφύλλι"
σε μουσική Λίνου Κόκοτου και στίχους Οδυσσέα Ελύτη που κυκλοφόρησε το 1972.
Κατάλογος
έργων του Μποστ
Σκίτσα του Μποστ (1959)
Το λέφκομα μου (1960)
Σκίτσα και κείμενα (Πρώτη επιλογή Δεκέμβριος 1961)
Σκίτσα και κείμενα (Δεύτερη επιλογή Απρίλιος 1972)
Σκίτσα 73-74 (1975)
Αλληλογραφεια με τον Κοστα (Χρονογραφήματα από την
Αυγή, Θεμέλιο, 1964)
Το Ημερολόγιο μιας χήρας. Δοκίμιον δια έργον "δύο
εφχάριστων ορών" (1972)
18 Αντικείμενα ή Υπέρ Δικτατορείας Λόγος (1975)
Καλειδοσκόπιο (Gutenberg, 1975)
Σταυροφορίες (Γράμματα, 1992)
Ο Αγιος Φανούριος. Βοήθημα δια την κατανόησιν των Κινέζων
κλασσικών..Γκα-τσου και Βου-Σβου-Νι (1945)
Κλασσικά Εικονογραφημένα : Κωνσταντίνος
Παλαιολόγος (κείμενο: Ειρήνη Φωτεινού, εικόνες: Μποστ) (1953)
Δον Κιχώτης (θεατρικό, 1961)
Όμορφη Πόλη (θεατρικό, 1962)
Φαύστα (θεατρικό, 1964)
Τα χρυσά φτερά (θεατρικό, 1973)
Οι εκλογές του Μποστ (θεατρική επιθεώρηση,1973)
Μαρία Πενταγιώτισσα (θεατρικό, 1982)
Κάνε το ΠΑΣΟΚ σου παξιμάδι (θεατρική επιθεώρηση, 1985)
Ιστιρικέ Ιστορίαι (θεατρικό, 1985)
40 χρόνια Μπόστ (θεατρικό, 1987)
Μήδεια (θεατρικό, 1993)
Το γελοίον του πράγματος: Ο ήρωας της Κολομβίας
Το γελοίον του πράγματος: Ο εφευρέτης
Ρωμαίος και Ιουλιέτα (θεατρικό, 1995)
(Την επιστολή του
Κώστα Μποσταντζόγλου την αντλήσαμε από ανάρτηση του ιδίου στη σελίδα του στο
facebook)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Καίτη Διαμαντάκου-Αγάθου, «Από τον Αριστοφάνη στον Μποστ: η
επιβίωση της παρατραγωδίας», στο Κωνσταντίνος Α. Δημάδης (επιμ.): Ο Ελληνικός
κόσμος ανάμεσα στην εποχή του Διαφωτισμού και στον εικοστό αιώνα (Πρακτικά του
Γ΄ Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών (ΕΕΝΣ), Βουκουρέστι, 2-4 Ιουνίου
2006), Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2007, 3 τόμοι, 1ος τόμος: σσ. 203-212
Καγκελάρης, Ν. Ι. (2016), «Ο Οιδίπους του Σοφοκλή
στη Μήδεια του Μποστ», στο Μαστραπάς, Α. Ν. - Στεργιούλης, Μ. Μ.
(επιμ) Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων. Σεμινάριο 42: Σοφοκλής ο μεγάλος
κλασικός της τραγωδίας, Αθήνα: Κοράλλι, σσ. 74- 81
Καγκελάρης, Ν. Ι. (2017), «Η παρουσία του Ευριπίδη
στη Μήδεια του Μποστ», Carpe Diem 2: 379-417
Κόκορης, Δ. (2014), «Νεωτερικές παρωδιακές αξιοποιήσεις
ευριπίδειων τραγωδιών: Μήδεια του Μέντη Μποσταντζόγλου
και Ελένη του Δημήτρη Μανθόπουλου» στο Α. Ν. Μαστραπάς – Μ. Μ.
Στεργιούλης (επιμ.) Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων. Σεμινάριο 40: Ευριπίδης ο
«τραγικότατος των ποιητών» και ο «από σκηνής φιλόσοφος». Παράδοση και
νεωτερικότητα, Αθήνα: Κοράλλι, σσ. 283-91
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ – ΣΚΙΤΣΑ : Google και
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΚΕΙΜΕΝΑ- ΣΤΙΧΟΙ :
“ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΟ” Εκδόσεις GUTENBERG
Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
Αρχείο Τ. Σπητέρη – Τελλόγλειο Ίδρυμα
ΗΡΩ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου