Ο Ελληνισμός του Πόντου πριν τη
γενοκτονία
Στα μέσα του 19ου
αιώνα ο Ελληνισμός του Πόντου ζούσε την περίοδο αναγέννησής του.
Οικονομική, πολιτιστική, κοινωνική αναγέννηση, η οποία συνδυάστηκε με το
γενικότερο περιβάλλον στο οθωμανικό κράτος ελευθερίας και απόδοσης
δικαιωμάτων, μετά από τις πιέσεις των δυτικοευρωπαϊκών δυνάμεων και τις
μεταρρυθμίσεις (Τανζιμάτ). Η οικονομική και κοινωνική ανάκαμψη του
Ποντιακού Ελληνισμού τον 19ο αιώνα συνδυάστηκε επίσης με τη
σημαντική δημογραφική άνοδο, η οποία έδινε και την κρίσιμη μάζα
πληθυσμού για την επίτευξη μεγαλύτερης ελληνικής παρέμβασης στο χώρο. Το
1865 οι Έλληνες του Πόντου ήταν 265.000 άτομα, το 1880 330.000, τα
οποία κατοικούσαν κυρίως στα αστικά κέντρα. Στις αρχές του 20ου
αιώνα ο Ποντιακός Ελληνισμός ο οποίος ζούσε στις περιοχές της Σινώπης,
της Αμάσειας, της Τραπεζούντας, της Σαμψούντας, της Λαζικής, της
Αργυρούπολης, της Σεβάστειας, της Τοκάτης, και της Νικόπολης της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας αριθμούσε, σύμφωνα με υπολογισμούς του
Οικουμενικού Πατριαρχείου και των Οθωμανικών αρχών 600.000 άτομα περίπου.
Την ίδια περίοδο στη νότια Ρωσία, στην περιοχή του Καυκάσου,
κατοικούσαν περίπου 150.000 Πόντιοι, που είχαν μετοικίσει εκεί μετά την
άλωση της Τραπεζούντας το 1461 και το τέλος της Αυτοκρατορίας των
Κομνηνών. Η εμφάνιση του κινήματος των Νεότουρκων το 1908 αποτέλεσε μία
(ψευδεπίγραφη όπως αποδείχτηκε) κίνηση απόδοσης δικαιωμάτων στις μη
μουσουλμανικών μειονοτήτων, η οποία σύντομα μετατράπηκε σε οργανωμένη
ομάδα δίωξης κάθε τι χριστιανικού. Αρμένιοι και Έλληνες ήταν οι
συγκεκριμένοι στόχοι. Οι πρώτοι άρχισαν να εκδιώκονται και να
δολοφονούνται μαζικά από το 1915, οι δεύτεροι ένα χρόνο αργότερα.
Μετά
την λήξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και τη διεθνή τάση για
αυτοδιάθεση των λαών, ο Εύξεινος Πόντος αποτελεί το χώρο δημιουργίας
νέων κρατών, επέκτασης και αντιπαράθεσης μεταξύ των εμπλεκομένων χωρών
στην παγκόσμια σύρραξη, εμφάνισης πολιτικών και εθνικών κινημάτων. Τότε
εξέχοντες Πόντιοι, ο Κ. Κωνσταντινίδης στη Μασσαλία, ο Β. Ιωαννίδης και ο
Θ. Θεοφυλάκτου στο Βατούμι, ο Ι. Πασσαλίδης από το Σοχούμι, ο Λ.
Ιασωνίδης, ο Φ. Κτενίδης στο Κρασνοντάρ και οι μητροπολίτες Τραπεζούντας
Χρύσανθος και Αμάσειας Γερμανός, προώθησαν την ιδέα της δημιουργίας
Ανεξάρτητης Δημοκρατίας του Πόντου. Με υπομνήματα και παραστάσεις προς
τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων πρότειναν τη δημιουργία
ανεξάρτητης κρατικής οντότητας, σχέδιο όμως που δεν πραγματοποιήθηκε
ποτέ.
Ο Πόντος ήταν χωρισμένος σε 6 μητροπόλεις:
Η
αυτόνομη δημοκρατία του Πόντου περιελάμβανε την περιοχή της Σινώπης έως
το ανατολικό άκρο του Ευξείνου Πόντου (Βατούμι), και είχε το 1918 έκταση
71.500 τετραγωνικών χιλιομέτρων και 2.048.250 κατοίκους, από τους
οποίους 697.000 ήταν Έλληνες Ορθόδοξοι. Οι κυριότερες πόλεις του Πόντου
ήταν η Τραπεζούντα με 50.000 κατοίκους, από τους οποίους 15.000 ήταν
Έλληνες, η Κερασούντα με 20.000 κατοίκους, από τους οποίους 12.000 ήταν
Έλληνες, η Τρίπολη με 10.000 συνολικό πληθυσμό και 3.000 Έλληνες, τα
Κοτύωρα με 12.000 πληθυσμό και με 6.000 Έλληνες, η Αμισός (Σαμψούντα) με
35.000, από τους οποίους 18.000 Έλληνες, η Σινώπη με 15.000, από τους
οποίους 4.500 Έλληνες, η Νικόπολη με 1.500 Έλληνες, η Αργυρούπολη με
6.000 κατοίκους, από τους οποίους 2.500 Έλληνες και η Αμάσεια με 42.000,
από τους οποίους 18.000 ήταν Έλληνες
1. τη μητρόπολη Τραπεζούντας με 84 σχολεία, 165 καθηγητές και δασκάλους και 6.800 μαθητές και μαθήτριες,
2. τη μητρόπολη Ροδοπόλεως με 55 σχολεία, 87 καθηγητές και δασκάλους και 3.053 μαθητές και μαθήτριες,
3. τη μητρόπολη Κολωνίας με 88 σχολεία, 94 καθηγητές και δασκάλους και 4.900 μαθητές και μαθήτριες,
4. τη μητρόπολη Χαλδίας – Κερασούντας με 252 σχολεία, 322 καθηγητές και δασκάλους και 24.800 μαθητές και μαθήτριες,
5. τη μητρόπολη Νεοκαισαρείας με 182 σχολεία, 193 καθηγητές και δασκάλους και 12.800 μαθητές και μαθήτριες και
6. τη μητρόπολη Αμάσειας με 376 σχολεία, 386 καθηγητές και δασκάλους και 23.600 μαθητές και μαθήτριες.
Σε
όλο τον Πόντο λειτουργούσαν 1.047 σχολεία με 1.247 καθηγητές και
δασκάλους και 75.953 μαθητές και μαθήτριες. Ανάμεσα στα σχολεία ήταν το
φημισμένο Φροντιστήριο Τραπεζούντας, το Φροντιστήριο Αργυρουπόλεως, το
Λύκειο Γουμεράς, το Ημιγυμνάσιο Κερασούντας, το Γυμνάσιο Αμισού, το
κολέγιο Ανατόλια Μερζιφούντας κ.ά. Σε σύνολο επίσης 1.131 ναών, 22
μοναστηριών, 1.647 παρεκκλησίων και 1.459 κληρικών της εποχής αυτής
περίφημα ήταν για τη διατήρηση και καλλιέργεια του θρησκευτικού
φρονήματος και της παιδείας συνάμα, τα μοναστήρια Παναγίας Σουμελά, Παναγίας Γουμερά, Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, Αγίου Ιωάννου του Βαζελώνος κ.ά.
2. Η γενοκτονία
Η πρώτη φάση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου
το 1908 και κρατά μέχρι την έναρξη του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η
άνοδος των Νεότουρκων, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και η είσοδος της
Γερμανίας στο Οθωμανικό κράτος, δημιούργησαν τις συνθήκες για την έναρξη
των διωγμών.
Η
δεύτερη περίοδος ξεκίνησε το 1915, όταν οι συγκρούσεις του πρώτου
παγκοσμίου πολέμου αναβάθμισαν την πολιτική της γενοκτονίας. Ο
Αυστριακός Πρόξενος στην Τραπεζούντα υπολόγιζε, τον Ιανουάριο του 1918,
σε 80.000-100.000 τους εκτοπισμένους Έλληνες του Πόντου, ενώ ελληνικές
μαρτυρίες ανεβάζουν στις 233.000 τους νεκρούς και σε 85.000 όσους
εκδιώχθηκαν στη Ρωσία.
Η
περίοδος 1919-1924 αποτελεί την τρίτη, τελευταία και πιο έντονη φάση
γενοκτονίας, όταν η εδραίωση του Μουσταφά Κεμάλ στο οθωμανικό εσωτερικό
συμπίπτει με την δημιουργία της ΕΣΣΔ και τη βοήθειά της προς το
εθνικιστικό κεμαλικό κίνημα, την ελληνική παρουσία στην Ιωνία και την
ανατολική Θράκη, καθώς και την αλλαγή στους προσανατολισμούς στην
εξωτερική πολιτική των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Είναι η στιγμή που
το ζήτημα της ίδρυσης ανεξάρτητου Ποντιακού Κράτους αν και τέθηκε,
συνάντησε την αντίθεση του Ελευθερίου Βενιζέλου και η χρονική φάση που ο
Μουσταφά Κεμάλ και ο Τοπάλ Οσμάν ένωσαν τις δυνάμεις τους.
Η
απόφαση για την μαζική δολοφονία του Ποντιακού Ελληνισμού λήφθηκε από
τους Νεότουρκους το 1911, εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου
πολέμου και ολοκληρώθηκε από το Μουσταφά Κεμάλ (1919–1923). Οι διωγμοί
εκδηλώθηκαν αρχικά με τη μορφή κρουσμάτων βίας, καταστροφών, απελάσεων
και εκτοπισμών· πολύ γρήγορα όμως έγιναν πιο οργανωμένοι και εκτεταμένοι
και στρέφονταν μαζικά πλέον κατά των Ελλήνων (και κατά των Αρμενίων).
Mε
αιτιολογία του εξοπλισμού των Ελλήνων με όπλα από τους Ρώσους
εκτοπίστηκαν όλοι οι Έλληνες από τη Σινώπη ως το Aλατζάμ, καταστράφηκαν
τα παράλια του βιλαετίου Kερασούντας και κινδύνευαν, σύμφωνα με το
μητροπολίτη Αμάσειας Γερμανό, να έχουν την ίδια τύχη οι 100.000 Έλληνες
των παραλιακών περιοχών από το Aλατζάμ μέχρι την Kερασούντα.
Τον
Δεκέμβριο του 1916 εκπονήθηκε από τους στρατηγούς Εμβέρ και Ταλαάτ,
ηγέτες του των Νεότουρκων, σχέδιο δολοφονίας του άμαχου ελληνικού
πληθυσμού του Πόντου. Το πρόγραμμα δολοφονίας και εκδίωξης των Ελλήνων
του Πόντου ξεκίνησε και εφαρμόστηκε στις περιοχές κυρίως της Σαμψούντας
και της Πάφρας, ενώ η περιοχή της Τραπεζούντας είχε γλιτώσει, διότι είχε
καταληφθεί τον Απρίλιο του 1916 από τον ρωσικό στρατό. Όταν όμως αυτός
αποχώρησε λόγω των εξελίξεων και τη δημιουργία της ΕΣΣΔ τον Φεβρουάριο
του 1918, τότε ο μισός περίπου πληθυσμός της περιοχής εγκατέλειψε τις
εστίες του και ακολούθησε τον ρωσικό στρατό κατά την υποχώρησή του. Οι
περισσότεροι από τους πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Καυκάσου
και στα παράλια της Γεωργίας.
O
πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη Henry Morgenthau παρακολουθούσε
την πολιτική των Nεοτούρκων και διαφωνούσε με τις μεθόδους επίλυσης του
ελληνικού ζητήματος.
O διάδοχος του Elkus έλεγε στον επιτετραμμένο της Αυστρίας
Trauttmansdorff ότι ενδιαφερόταν, για την τύχη των Ελλήνων που
εκτοπίζονταν στα βάθη της Ανατολής και συμφωνούσαν για τις απάνθρωπες
ακρότητες της εφαρμογής των μέτρων. O Trauttmansdorff έγραφε σχετικά ότι
«οι Τούρκοι διαπράττουν με τα νέα αυτά άκρως σκληρά μέτρα κατά του
ελληνικού στοιχείου…». O μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος στην έκθεση της 12ης
Οκτωβρίου 1918 προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη επισυνάπτει και
πολυσέλιδο κατάλογο των κακουργημάτων και λεηλασιών που διαπράχθηκαν
στην εκκλησιαστική του περιφέρεια έως τις 7 Οκτωβρίου 1918.
Η
έκθεση του μητροπολίτη Nεοκαισαρείας Πολυκάρπου, που υποβλήθηκε σ' όλα
τα πατριαρχεία αναφέρει τα εξής: «...Τα πάνδεινα υποστάντες οι κάτοικοι
Kολωνίας και ληστεύσεις και διωγμούς και βιασμούς και σφαγές ετάφησαν
άκλαυτοι και ακήδευτοι εις τας αφιλόξενους χώρας των Τούρκων εν Tοκάτη
και αλλαχού».
Στις
20 Mαΐου 1919 ο αρχιμανδρίτης Πανάρετος και ο γιατρός K. A. Φωτιάδης, με
εντολή της Kεντρικής Ένωσης των Ποντίων Ελλήνων του Aικατερινοδάρ, αλλά
και ειδική σύσταση του Oικουμενικού Πατριαρχείου επισκέφθηκαν τις
εκκλησιαστικές περιφέρειες του Πόντου και κατέγραψαν με ακρίβεια την
εικόνα της συμφοράς του ελληνισμού. H στατιστική απογραφή με τα
ποσοστιαία αναλυτικά δεδομένα συμπίπτει με την ημερομηνία άφιξης του
Mουσταφά Kεμάλ στην Σαμψούντα την 19η Μαίου 1919. «H επαρχία
Αμασείας είχε προ του πολέμου 136.768 Eλληνικόν πληθυσμόν, 393 σχολεία,
12.360 μαθητάς και μαθητρίας, 493 διδασκάλους και διδασκαλίσσας και 498
Εκκλησίας. Eκ του ολικού πληθυσμού 72.375 μετετοπίσθησαν ή εξωρίσθησαν,
εκ των οποίων τα 70% απέθανον εν εξορία, μόλις δε οι 30% επανήλθον».
Η
άφιξη του Μουσταφά Κεμάλ σηματοδοτεί ένα νέο διωγμό κατά των Ελλήνων,
παρά τις εντολές (του σουλτάνου) για να προστατευτούν οι Έλληνες και οι
Aρμένιοι.
O
αρθρογράφος της εφημερίδας Daily Telegraph, σχολιάζοντας τους διωγμούς
του ελληνικού πληθυσμού της Mικράς Ασίας στην Τραπεζούντα το 1919,
γράφει ότι «οι τωρινοί εκτοπισμοί και οι σφαγές στη Mικρά Ασία είναι
χωρίς προηγούμενο στην τουρκική ιστορία. Ξεπερνούν σε σημασία αυτές της
εποχής του Gladston και ακόμη και αυτές που πραγματοποιήθηκαν το
1915... Οι συμμορίες των Εθνικών Οργανώσεων συσπειρώνοντας σε κάθε χωριό
τους φανατικούς μουσουλμάνους κατοίκους πολιορκούσαν τα ειρηνικά
ελληνικά χωριά και μαζί με τον αφανισμό των κατοίκων, εξαφάνιζαν από το
πρόσωπο της γης και την ύπαρξη των κτισμάτων του χωριού. H τρομοκρατία
ξεπέρασε κάθε όριο. Οι συμμορίες λυμαίνονταν τις περιοχές του Πόντου.
Δηλητηρίαζαν τους πάντες και τα πάντα και διατυμπάνιζαν ότι, αν οι όροι
της Ειρήνης δεν ήταν ικανοποιητικοί τότε η γενική καταστροφή θα ήταν
πραγματικότητα. Mαζί με τις οργανωμένες κεμαλικές ομάδες συνυπεύθυνος
στον ξεσηκωμό του λαού ήταν και ο οθωμανικός τύπος, «ο αίτιος όλων των
δεινών, πασών των συμφορών, ο ωθήσας την ατυχή χώραν εις το χείλος του
τάφου, ο βυθίσας εις την άβυσσον το κράτος».
Για
την επικράτηση του κεμαλισμού χρησιμοποιήθηκαν διάφορα μέσα.
Στρατιωτικά, πολιτικά, «θεσμικά». Τα τελευταία συγκεκριμενοποιήθηκαν με
τα «δικαστήρια ανεξαρτησίας», στην Αμάσεια, όπου η δικαστική διαδικασία
ήταν συνοπτική. Mετά την απολογία, ανακοίνωναν στους προγραφέντες την
απόφαση του δικαστηρίου ο απαγχονισμός,
με την οποία βρήκε το θάνατο η θρησκευτική, πνευματική και πολιτική
ηγεσία του Πόντου. Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου συζητήθηκε στις 7
Nοεμβρίου 1921 στη Bουλή των κοινοτήτων της Mεγάλης Bρετανίας, όπου ο
βουλευτής T. P. O' Connor ρώτησε τον υφυπουργό Eξωτερικών Harmsworth
ποιες ενέργειες έγιναν για τον απαγχονισμό των 67 Eλλήνων και 3 Aρμενίων
από τους κεμαλικούς, αλλά και για τις βιαιοπραγίες και τις εκτοπίσεις
των γυναικοπαίδων;
Στις
20 Νοεμβρίου 1921, με την πρωτοβουλία φιλελλήνων βουλευτών και
γερουσιαστών έγινε στη Nέα Yόρκη συλλαλητήριο για τις σφαγές των Ελλήνων
του Πόντου, από το οποίο προέκυψε επιτροπή η οποία «μετέβη εις
Oυασιγκτώνα διά να επιδώση αυτοπροσώπως το ψήφισμα εις τον κ. Xάρδιγκ,
προβή δε και εις άλλας ενεργείας».
Το
ψήφισμα, που παραδόθηκε στον πρόεδρο των ΗΠΑ, σε πολλά μέλη του
Kοινοβουλίου αλλά και σε άλλες εξέχουσες προσωπικότητες περιέγραφε την
κατάσταση στον Πόντο και ζητούσε την αμερικανική κυβέρνηση να επέμβει,
για να σταματήσει η γενοκτονία.
Tο
θέμα των αγριοτήτων σε βάρος των Eλλήνων του Πόντου συζητήθηκε διεξοδικά
και στη συνεδρίαση της Γερουσίας, στις 22 Δεκεμβρίου 1921 και ο
Γερουσιαστής Hon. William H. King, αφού ανέπτυξε το θέμα του αφανισμού
των Eλλήνων του Πόντου, κατέθεσε στο προεδρείο την εισήγησή του και με ντοκουμέντα απέδειξε ότι στόχος τόσο των Nεότουρκων όσο και των
Kεμαλικών ήταν η τουρκοποίηση της Mικράς Aσίας, η εκδίωξη όλων των μη
μουσουλμανικών εθνοτήτων.
Η
Ethel Thompson από τη Bοστώνη της Mασσαχουσέτης, η οποία εργάστηκε στην
Aμερικανική Eπιτροπή Περιθάλψεως από τον Αύγουστο του 1921 ως τον Ιούνιο
του 1922, όταν επέστρεψε, αφού πρώτα παραιτήθηκε από τη θέση της έδωσε
στη δημοσιότητα, στην εφημερίδα «Daily Telegraph», και αργότερα σε
διάφορους ανθρωπιστικούς οργανισμούς την έκθεση που συνέταξε για τις
κεμαλικές βαρβαρότητες».
Τα
γεγονότα απασχόλησαν και πολλούς Τούρκους επίσημους. Η έκθεση του Δζεμάλ
Nουζχέτ, νομικού συμβούλου του φρουραρχείου της Kωνσταντινούπολης και
προέδρου της Eξεταστικής Eπιτροπής αναφέρει ότι «το παρά τα παράλια
του Eυξ. Πόντου Eλληνικόν στοιχείον, ως εργατικόν και κατέχον το
εμπόριον εις χείρας του και πλούσιον, ετύγχανε ο σπουδαιότερος παράγων
της περιφερείας αύτης. O M. Kεμάλ προς διατήρησιν των τσετών έπρεπε όπως
ετοιμάση έδαφος δράσεως δι’ αυτάς και ως τοιούτον εύρε το της
περιφερείας του Πόντου· αι γενικαί σφαγαί, αι αρπαγαί και εξοντώσεις εις
την περιφέρειαν ταύτην ήρχισαν από τον Φεβρουάριον και διήρκησαν μέχρι
του Aυγούστου· αι σφαγαί αύται και εκτοπισμοί εξετελέσθησαν ημιεπισήμως
τη συμμετοχή και στρατιωτικών και πολιτικών υπαλλήλων· επειδή δε η
περιφέρεια αύτη ήτο πολύ εκτενής και πλουσία, εις την καταστροφήν της
έλαβον μέρος άτομα εξ όλων των τάξεων. Aι εξ χιλιάδες των Eλλ. κατοίκων
της Πάφρας αποκλεισθείσαι εντός των εκκλησιών του Σλαμαλίκ, του Σουλού
Δερέ, της Παναγίας και του Γκιοκτσέ Σου παρεδόθησαν εις το πυρ, και
εντός αυτών εκάησαν όλοι: γέροντες, άνδρες, γυναίκες και παιδία· ουδείς
εσώθη. Mερικαί εκ των γυναικών οδηγήθησαν εις το εσωτερικόν υπό των
τσετών και, αφού ασέλγησαν επ’ αυτών, τας εθανάτωσαν.Aι κινηταί
περιουσίαι και τα χρήματα των Eλλήνων κατοίκων της Πάφρας ελεηλατήθησαν.
Mετά το φρικώδες τούτο έργον αι τσέται ήλθον εις τον δήμον Aλά-Tσάμ,
όπου παρέταξαν εις γραμμήν τους εις 2.500 χριστιανούς κατοίκους, και
παρασύραντες αυτούς εις τους πρόποδας των ορέων, τους εθανάτωσαν όλους.
Eκ των 25.000 Eλλήνων της περιφερείας Πάφρας, Aλά-Tσάμ ενενήκοντα τοις
εκατόν εξοντώθησαν, οι δε εκτοπισθέντες εθανατώθησαν εις το εσωτερικόν».
Στη συνεδρίαση της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης της 8ης/21ης Mαΐου 1922, ο Iσμέτ πασάς παραδέχτηκε ότι με κυβερνητική εντολή σφαγιάστηκε ο ελληνισμός του Πόντου αναφέροντας τα εξής: «Kύριοι,
Σας έχουν ειδοποιήσει ότι εσχηματίσθη μια επιτροπή από Aμερικανούς κατ'
απαίτησιν του Bεκήλ Πατρίκη Προύσαλη να ενεργήσουν ανακρίσεις διά τας
σφαγάς του Πόντου.- H Σφαγή των Γκιαούρηδων έγινε, όταν οι Pωμαίοι
εσήκωσαν επανάστασιν, έσφαξαν πολλούς Tούρκους, ατίμασαν τες χανούμισες
έκαμαν γιάγμα τας περιουσίας των, τότε μόνον έδωσεν διαταγήν το Kέντρον
εις τον διοικητήν, ως και τον Tοπάλ Oσμάν Aγά να βάλουν σφαγήν…». Ο βουλευτής της Σινώπης Xακκί Xαμή μπέης, τόνιζε ότι «το
πρόσωπό μας θα είναι αιώνια κηλιδωμένο εξαιτίας των εκτοπίσεων. Εάν οι
εκτοπισμοί γίνονται προκειμένου να δολοφονηθούν ανθρώπινες ψυχές, τότε
κύριοι αυτό είναι άκρως αποτρόπαιο ζήτημα. Mας κηλιδώνει ενώπιον του
σύμπαντος κόσμου. Γιατί τότε η κυβέρνηση δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον
εαυτό της... Tα είδα με τα δικά μου μάτια. Έχουν γίνει τέτοιες
κακότητες, κύριοι, ώστε οι κακότητες που διαπράττουν σήμερα οι υπάλληλοί
μας, δεν τις διαπράττουν ούτε οι Άγγλοι...».
Από
την έκρηξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου έως το 1924, οι Νεότουρκοι και
οι Κεμαλικοί με τα μέτρα που έλαβαν εξόντωσαν χιλιάδες Έλληνες του
Πόντου. Σύμφωνα με τη Μαύρη Βίβλο του Κεντρικού Συμβουλίου των Ποντίων
τα θύματα των μαζικών δολοφονιών ανέρχονται σε 303.238 ως το 1922.
Μέχρι την άνοιξη του 1924 υπήρξαν ακόμη 50.000 θύματα, συνολικά δηλαδή ο
αριθμός των Ποντίων που δολοφονήθηκαν ως το Μάρτιο του 1924 ήταν
353.000,
ποσοστό που ξεπερνάει το 50% του συνολικού πληθυσμού των Ελλήνων του
Πόντου, όταν η στατιστική του 1914 αναφερόταν σε 700.000 κατοίκους.
Οι
νεοτουρκικές και κεμαλικές αρχές προσχεδίασαν και συμμετείχαν στην
γενοκτονία. Οι διαταγές για τους εκτοπισμούς στο Κουρδιστάν και την
Συρία των Ποντιακών πληθυσμών είτε με τη μορφή κυβερνητικών αποφάσεων
είτε νομοσχεδίων της εθνοσυνέλευσης, όπως η 1041 της 12ης Ιουνίου 1921
και η 941 της 16ης Ιουνίου του ίδιου έτους, έχουν την υπογραφή των
υπουργών και του Κεμάλ.
Η
τρομοκρατία, τα εργατικά τάγματα, οι εξορίες, οι κρεμάλες, οι
πυρπολήσεις των χωριών, οι βιασμοί, οι δολοφονίες ανάγκασαν τους Έλληνες
του Πόντου να εγκαταλείψουν τις προαιώνιες εστίες τους, με οικογένειες
που διαλύθηκαν
ή ως μέσο αυτοάμυνας να αναλάβουν αντιστασιακή δράση εναντίον του
οργανωμένου σχεδίου εξόντωσης. Έχει γίνει πλέον σήμερα αντιληπτό ότι τα
θύματα της γενοκτονίας θα ήταν πολύ περισσότερα, αν δεν υπήρχε το
ποντιακό αντάρτικο.
Τον επίλογο της ποντιακής γενοκτονίας αποτελεί ο ξεριζωμός των επιζώντων και έτσι έρχονται στην Ελλάδα και τα τελευταία υπολείμματα της «εν ροή γενοκτονίας» όπως ονομάστηκε.
Πολλοί Πόντιοι επιζώντες θα ζήσουν δύσκολες στιγμές στο ελλαδικό
κράτος. Σύντομα πολλοί θα αναζητήσουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης στο
εξωτερικό, ενώ σε λιγότερο από τη χρονική περίοδο μίας γενιάς αρκετοί θα
ξαναγίνουν πρόσφυγες με τη λήξη του εμφυλίου πολέμου. Εκεί στις χώρες
της πρώην ΕΣΣΔ θα ξαναβρούν τους συγγενείς τους και συμπολίτες τους και
θα μάθουν για την τύχη των αγνοούμενων μετά τη γενοκτονία.
Η
εκρίζωση αυτή των Ελλήνων του Πόντου είναι από τα πρωτοφανή εγκλήματα
στην ανθρώπινη ιστορία. Ύστερα από 27 αιώνες ζωής παρουσίας και
προσφοράς ένα κομμάτι ενός έθνους εκριζώθηκε αφήνοντας πατρογονικές
εστίες, εκκλησίες, τάφους προγόνων και κατέφυγε στις ακτές της Ελλάδος.
Η Μακεδονία, η Θράκη, η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, ο Πειραιάς, η Πάτρα, ο
Βόλος, η Καβάλα, η Δράμα και άλλες περιοχές είναι οι χώροι όπου
προσπάθησαν και ρίζωσαν οι πρόσφυγες Πόντιοι, ενώ πολλοί Πόντιοι μετά από εξοντωτικές πορείες, βρέθηκαν στην ΕΣΣΔ, το Ιράν, στη Συρία, και αλλού (Ευρώπη, Αυστραλία, ΗΠΑ).
3. Η Γενοκτονία ως έγκλημα στη
διεθνή πολιτική
Η έννοια «γενοκτονία εκφράζεται για πρώτη φορά το 1944 από τον Πολωνό εβραϊκής καταγωγής Raphael Lemkin (Ραφήλ Λέμκιν) -πριν από τον όρο «Γενοκτονία» υπήρχε ο όρος «Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας»- και αναδείχθηκε λίγο πριν από τη Δίκη της Νυρεμβέργης,
κατά των πρωταιτίων της εξολόθρευσης των Εβραίων από τους Γερμανούς
Ναζί. Η νομική έννοια της «Γενοκτονίας» εφαρμόστηκε στην δίκη της
Νυρεμβέργης (και του Τόκιο) και αναφέρεται σε έναν ορισμένο τύπο
εγκλήματος πολέμου που έως τότε ήταν σχεδόν ασήμαντος, ή μάλλον
ακριβέστερα αποδίδεται στην πρώτη νομικά καταχωρημένη διάπραξη αυτού του
εγκλήματος: την συστηματική εξόντωση κάποιων «κατώτερων» λαών στην
Ευρώπη από τους Ναζί. Το έγκλημα αυτό που νομικά ορίζεται ως
«γενοκτονία» έχει ως αφετηρία του τον ρατσισμό και απλώς αποτελεί την
λογική και μοιραία του συνέπεια όταν εκείνος μπορέσει να αναπτυχθεί
ελεύθερα, όπως συνέβη στην περίπτωση της ναζιστικής Γερμανίας.
Η
πρακτική και το όλο πνεύμα της Γενοκτονίας στηρίχθηκε επάνω στα εξής
αυθαίρετα «αξιώματα»: Ιεράρχηση των πολιτισμών, υπάρχουν κάποιοι που
είναι «ανώτεροι» και κάποιοι που είναι «κατώτεροι» και μόνο ένας
πολιτισμός δικαιούται να στέκεται στην κορυφή.
Πρόβλημα
στη δίκη των κατηγορούμενων για γενοκτονία μπορεί να υπήρχε, αφού δίχως
ισχύων νόμο δεν υπάρχει τιμωρία, αφού όρος «γενοκτονία» δεν υπήρχε
εκείνη την περίοδο και έτσι η τιμωρία και καταδίκη εκείνων ήταν υπό
αμφισβήτηση. Το ποινικό δίκαιο, για να εξασφαλίσει τη δίκαιη μεταχείριση
των κατηγορουμένων δεν μπορούσε να δράσει αναδρομικά, από την άλλη
πλευρά όμως ήταν διαπιστωμένο πως σε όλα τα νομικά πλαίσια δεν υπήρχε η
τιμωρία της δολοφονίας. Εξάλλου, πολλά από τα διαπραγμένα εγκλήματα ήταν
τόσο απάνθρωπα που δεν μπορούσε εκ των προτέρων να τα αναλογιστεί ο
μηχανισμός ελέγχου ώστε να προνοήσει με νόμους γι΄ αυτά.
Ο
ελληνικός όρος γενοκτονία είναι ταυτόσημος με τον διεθνώς
χρησιμοποιούμενο όρο genocide που προέρχεται από την ελληνική λέξη γένος
και το λατινικό ρήμα caedere (=φονεύω).
Η
γενοκτονία σημαίνει τη μεθοδική εξολόθρευση, ολική ή μερική, μιας
εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας, αφορά ένα έγκλημα που
αποβλέπει στη συστηματική, με βίαια ως επί το πλείστον μέσα,
επιδιωκόμενη εξόντωση ολόκληρης φυλής ή τμήματος αυτής σε ορισμένο τόπο
και πρόκειται για ένα πρωτογενές έγκλημα, το οποίο δεν έχει συνάρτηση με
πολεμικές συγκρούσεις. Η γενοκτονία αποτελεί το βαρύτερο έγκλημα
σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, για το οποίο μάλιστα δεν υπάρχει
παραγραφή. Αυτός ο οποίος διαπράττει τη γενοκτονία δεν εξοντώνει μια
ομάδα για κάτι που έκανε, αλλά για κάτι που είναι. Η γενοκτονία μπορεί
να επιδιωχθεί είτε με σειρά ομαδικών φόνων, όλων ή σχεδόν όλων των μελών
μιας φυλής, είτε με συστηματική εξασθένιση αυτής (με διάφορα μέσα)
μέχρι τη βαθμιαία εξάλειψή της φυλής. Στα βίαια δε μέσα αυτά
περιλαμβάνονται και σειρά απαγορευτικών μέτρων επί εθνικών,
θρησκευτικών, γλωσσικών, ηθικών, ιστορικών ή άλλων παραδόσεων
προκειμένου να επέλθει διαφοροποίηση ή αλλοίωση της ομάδας με βέβαιη με
την πάροδο του χρόνου απώλεια του εθνικού και φυλετικού γνωρίσματός της.
Ωστόσο, η απόδοση του όρου για μια συγκεκριμένη ενέργεια, οργανωμένου
χαρακτήρα, ενέχει υποκειμενικά κριτήρια και τα τελευταία χρόνια έχει
προκαλέσει αρκετές φορές διάσταση απόψεων.
Η
φρίκη και ο αποτροπιασμός που προκάλεσε η συστηματικά οργανωμένη από
τους Ναζί προσπάθεια εξόντωσης των Εβραίων, των Τσιγγάνων (Ρομ), των
Σλάβων και άλλων ομάδων, πριν και κατά τη διάρκεια του Β'ΠΠ ώθησε τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ να χαρακτηρίσει επίσημα τη γενοκτονία ως έγκλημα που τιμωρείται με βάση το Διεθνές Δίκαιο.
Έτσι ο όρος αυτός απετέλεσε και το κύριο κατηγορητήριο όρο στη Δίκη της
Νυρεμβέργης. Ειδική σύμβαση, που ενέκρινε η συνέλευση την 9η Δεκεμβρίου του 1948 -τέθηκε σε ισχύ από την 12η Ιανουαρίου 1951-
όρισε ότι οι δράστες τέτοιου εγκλήματος (είτε είναι όργανα ενός
κράτους, στρατιωτικοί ή πολιτικοί υπάλληλοι, είτε απλοί πολίτες) πρέπει
να θεωρούνται προσωπικά και ατομικά υπεύθυνοι για το έγκλημα αυτό και να
δικάζονται από τα δικαστήρια του τόπου όπου διαπράχθηκαν τα εγκλήματα ή
από το διεθνές ποινικό δικαστήριο (ΔΠΔ). Το ΔΠΔ βάσει των δύο άρθρων την 28η
Μαΐου 1951 θεσμοθετεί το αδίκημα της γενοκτονίας αναφέροντας τα εξής:
«Γενοκτονία σημαίνει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πράξεις οι οποίες
διαπράττονται με την πρόθεση καταστροφής, εν όλω ή εν μέρει, μίας
εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας, ως τέτοιας: α) ανθρωποκτονία με πρόθεση μελών της ομάδας β) πρόκληση βαριάς σωματικής ή διανοητικής βλάβης σε μέλη της ομάδας γ) με πρόθεση επιβολής επί της ομάδας συνθηκών ζωής υπολογισμών να επιφέρουν τη φυσική καταστροφή της εν όλω ή εν μέρει δ) επιβολή μέτρων που σκοπεύουν στην παρεμπόδιση των γεννήσεων εντός της ομάδας ε)
δια της βίας μεταφορά παιδιών της ομάδας σε άλλη ομάδα». Επίσης
αναφέρεται ότι «οι παρακάτω αξιόποινες πράξεις τιμωρούνται: Γενοκτονίας,
συνωμοσία προς διάπραξη γενοκτονίας, έμμεσα ή άμεσα, η απόπειρα
διάπραξης γενοκτονίας και η συμμετοχή σε γενοκτονία».
4. Η εξέλιξη της έννοιας της
γενοκτονίας
Με
την πάροδο του χρόνου και με τις εξελίξεις που εν τω μεταξύ υπήρξαν μετά
τη δίκη της Νυρεμβέργης η στενή (νομική) προσέγγιση της έννοιας της
γενοκτονίας χρειάστηκε να διευρυνθεί για τα εξής ζητήματα:
- Η
νομοθετική ρύθμιση η οποία προοριζόταν για την καταδίκη της Γερμανίας
των Ναζί δεν κάλυπτε γεγονότα σε όλον τον κόσμο. Μάλιστα οι αποικιακοί
πόλεμοι που μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο συντάραξαν αποκλειστικά τον
Τρίτο Κόσμο, συχνά ξεσήκωναν κατά των αποικιοκρατών τις κατηγορίες της
«γενοκτονίας» αν και τα διάφορα προβλήματα της διεθνούς πολιτικής ή η
απαράδεκτη αδιαφορία της παγκόσμιας κοινής γνώμης εμπόδιζαν μία νομική
αγωγή παρόμοια με εκείνη της Νυρεμβέργης.
- Η
καταγραφή του 1948 δεν κάλυπτε την προστασία ομάδων που ζούσαν μέσα σε
χώρες όπως για παράδειγμα η ΕΣΣΔ, η Γιουγκοσλαβία, η Τουρκία.
- Η
νομική εξήγηση της έννοιας της γενοκτονίας δεν κινούνταν στο πεδίο της
πρόληψης αλλά της καταδίκης. Το νέο περιβάλλον που είχε δημιουργηθεί,
κυρίως μεταψυχροπολεμικά, χρειαζόταν μηχανισμούς πρόληψης ώστε να μην
συντελούνται μαζικά εγκλήματα.
Το
πρώτο κενό που διαπιστώθηκε ήδη από τη δίκη της Νυρεμβέργης, ήταν ότι
δεν συντελείται άμεση εξολόθρευση της ομάδας- στόχος αλλά το έγκλημα
εξελίσσεται σε μία πάροδο ετών. Για παράδειγμα η γενοκτονία των Εβραίων
συντελείται μέσα σε μία περίοδο 12 ετών (1933-1945), των Αρμενίων μέσα
σε 14 χρόνια, των Τούτσι στη Ρουάντα σε 15 χρόνια.
Έτσι,
μετά τη Νυρεμβέργη (και την Κορέα) προέκυψε το ζήτημα της χρονικής
διάρκειας της γενοκτονίας, καθώς και του ορισμού της παθούσας ομάδας.
Για παράδειγμα στα δημοκρατικά καθεστώτα η αντιπολίτευση αποτελεί μία
ομάδα η οποία βρίσκεται σε δυσμενή θέση ως προς το καθεστώς που κατέχει
την εξουσία, αλλά αυτό δε θεωρείται στοχοποίηση της ομάδας, ενώ σε
απολυταρχικά καθεστώτα, η αντιπολίτευση αν και διώκονται ποικιλοτρόπως,
δεν σημαίνει ότι είναι υποψήφια για γενοκτονία ομάδα. Με την πάροδο των
ετών η ομάδα ταυτίσθηκε με την εθνική, εθνοτική, φυλετική και
θρησκευτική.
Πλην
των δύο προαναφερόμενων ζητημάτων που τέθηκαν μετά τη Νυρεμβέργη,
εισήχθηκε και το θέμα των απωλειών και του αριθμού που στοιχειοθετούν το
έγκλημα της γενοκτονίας.
Μετά
το Ψυχρό Πόλεμο δόθηκε βαρύτητα στην πρόληψη της γενοκτονίας και όχι
μόνο στην καταδίκη της, η οποία έχει εκ των υστέρων, σημασία μόνο ηθικό
αφού έχουν συντελεστεί τα αδικήματα και έχουν υπάρξει θύματα. Ακόμη τέθηκε το ζήτημα της δίωξης της εθνοτικής ομάδας, με κύριες αναφορές στις χώρες της Βαλτικής επί ΕΣΣΔ.
Το 1998 ο G. H Stantion καθηγητής στο Γέιλ
μετά τις εξελίξεις που προέκυψαν μετά το 1948, αλλά κυρίως μετά το
τέλος του Ψυχρού Πολέμου, παρουσίασε και ανέλυσε τις οχτώ φάσεις της
γενοκτονίας ως εξής: 1. Ομαδοποίηση. 2. Στιγματισμός ή Συμβολισμός. 3. Απανθρωποποίηση ή Θηριοποίηση. 4. Οργάνωση. 5. Πόλωση. 6. Προετοιμασία 7. Εξολόθρευση. 8. Απόσειση ευθυνών ή άρνηση ενοχής.
1. Ομαδοποίηση
Η ομαδοποίηση των Ελλήνων είχε ενταθεί από τα μέσα του 19ου
αιώνα- είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα- όταν το οθωμανικό κράτος είχε
ομαδοποιήσει τους μη μουσουλμάνους, οι οποίοι είχαν διαφορετική
αντιμετώπιση. Ταυτόχρονα η υποομάδα Έλληνες είχε ομαδοποιηθεί και αυτή,
μετά τις ενέργειες ενάντια σε άλλες μη μουσουλμανικές ομάδες (π.χ.
Αρμένιοι). Με την επικράτηση του κεμαλισμού de jure μετά το 1919 και de
facto λίγο πριν τη Συνθήκη της Λωζάννης οι Έλληνες ομαδοποιούνται
περαιτέρω αφού οι ρατσιστικές θέσεις του νέου καθεστώτος κάνουν λόγο για
ένα έθνος και μία γλώσσα. Οι κεμαλικοί κηρύττουν το τουρκικό έθνος σε
διωγμό και ξεσηκώνει τον λαό στον αγώνα για την υπεράσπιση της πατρίδας,
όποιος δε συμμορφώνεται θεωρείται εχθρός.
2. Στιγματισμός ή Συμβολισμός
Στο
οθωμανικό κράτος και στην περίοδο των Νεότουρκων, οι οποίοι έμειναν μόνο
στις διακηρύξεις, ο αλλόθρησκος αποτελούσε μία μεγάλη διαφορετική
πραγματικότητα. Ο στιγματισμός είναι αποτέλεσμα επιβολής διοικητικών και
άλλων μέτρων κατά των Ελλήνων αφού τους απαγορεύεται η άσκηση πολλών
επαγγελμάτων και οδηγούνται στον οικονομικό αφανισμό. Όσοι αντέχουν
ακόμη οδηγούνται στα τάγματα εργασίας και εκεί εξοντώνεται.
3. Απανθρωποποίηση ή Θηριοποίηση
Ο
άθεος δεν είχε ανθρώπινη υπόσταση, ενώ ο χριστιανός, ο άπιστος, ο
γκιαούρης σήμαινε και την απανθρωποίησή του. Η προπαγάνδα του κεμαλικού
καθεστώτος αναφερόταν σε χριστιανούς οι οποίοι είναι πανούργα άτομα,
απάνθρωπα όντα, με εμπορικό δαιμόνιο που εκμεταλλεύονται τον αθώο Τούρκο
και ληστεύουν την εθνική περιουσία, η οποία πολλές φορές μεταφέρεται
εκτός κράτους. Ο κεμαλισμός θεωρεί τους Έλληνες ξένο και επικίνδυνο
στοιχείο, τόσο για τη φυσική συνέχεια του κράτους, όσο και για το
οικονομικό του μέλλον. Η γενοκτονία ήταν πολλές φορές και πλιάτσικο των
ελληνικών περιουσιών, αφού η αστική μουσουλμανική –τουρκική τάξη στον
Πόντο άρχισε να γεννιέται μετά τη γενοκτονία των Aρμενίων και Eλλήνων.
4. Οργάνωση
Οι
Νεότουρκοι αποφασίζουν για τη δημιουργία ενός εθνικού κράτους, αυτή η
προσπάθεια εντείνεται με τους κεμαλικούς, οι οποίοι προπαγανδίζουν την
ομογενοποίηση του κράτους. Οι δύο αυτές κυρίαρχες πολιτικά και
στρατιωτικά ομάδες στο οθωμανικό κράτος δημιουργούν μονάδες κρούσης,
παραστρατιωτικά σώματα, σχέδια εξουδετέρωσης των Ελλήνων.
5. Πόλωση
Ο
πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, η παρουσία του ελληνικού στρατού στη «Σμύρνη
των απίστων» («γκιαούρ Ιζμίρ») όπως την ονόμαζαν, δίνουν τη δυνατότητα
σε δυνάμεις κρατικές και παρακρατικές να δημιουργήσουν το κατάλληλο
πλαίσιο για την εξόντωση των Ελλήνων. Για παράδειγμα, όπως αναφέραμε, με
την αιτιολογία του εξοπλισμού των Ελλήνων με όπλα από τους Pώσους
εκτοπίστηκαν όλοι οι Έλληνες. Έτσι η κατάσταση στις πόλεις και στα χωριά
δυναμιτίζεται και αρχίζουν οι πρώτες ενέργειες για τη δίωξη των
Ελλήνων.
6. Προετοιμασία
Το
οθωμανικό, νεοτουρκικό και κεμαλικό καθεστώς γκετοποιεί τους Έλληνες,
επιστρατεύοντάς τους, χρησιμοποιώντας τους σε καταναγκαστικά έργα μετά
από ατέλειωτες και εξοντωτικές πορείες, επιβάλλοντάς τους εξοντωτικές
πληρωμές ποσών και εξορίζοντάς τους. Η γκετοποίηση των Ελλήνων από το
καθεστώς έγινε με μεθοδικότητα, οργάνωση, και αποτελεσματικότητα.
7. Εξολόθρευση
Τις
αρπαγές των περιουσιών ακολουθούν οι δολοφονίες των Ελλήνων με ποικίλους
τρόπους. Γράφει χαρακτηριστικά η Τατιάνη Γκρίτση –Μιλλέξ στο έργο της
για την Τρίπολη του Πόντου το οποίο λόγω σκοπιμοτήτων της
ελληνοτουρκικής προσέγγισης παρότι ήταν να κυκλοφορήσει στη δεκαετία του
1960, κυκλοφόρησε μετά το 1974, σημειώνει τα εξής: «...Είκοσι πέντε
μέρες κράτησε το μαρτύριο της διαδρομής των Tριπολιτών προς το λευκό
θάνατο. Στις 9 Δεκεμβρίου ανακοινώθηκε επίσημα στους εκτοπισμένους ότι
ορίστηκε ως τόπος οριστικής διαμονής τους το αρμενικό χωριό Mπίρκ, που
ήταν έρημο, γιατί οι 500 οικογένειές του σφαγιάστηκαν ένα χρόνο
νωρίτερα… Tο κλίμα του χωριού δε μας φάνηκε καλό, γιατί το νερό ήτανε
γλυφό κι άνοστο και δεν μπορούσαν να το πιούν ούτε και οι άρρωστοι με τα
καμένα χείλια του πυρετού τους. Δίχως νερά, μέσα σ' αυτή την διαρκή
ακαθαρσία, όλοι είμαστε γιομάτοι ψείρα, κι αυτοί οι προεστοί και οι πιο
καθαροί από μας, δεν μπορούσανε να εξαλείψουνε τη φοβερή τούτη πληγή.
Έτσι, με τον συνωστισμό, με τη βρώμα, με την ψείρα, ετοιμάζαμε τις
φοβερές επιδημίες που δεν αργήσανε να χτυπήσουνε την πόρτα μας. Πρώτη η
δυσεντερία, έπειτα ο τύφος, στο τέλος η πανούκλα. O λευκός θάνατος που
είχανε τόσο καλά ετοιμάσει οι Τούρκοι έπαιρνε κι έπαιρνε καθημερινά
δεκάδες δεκάδες χριστιανούς. Τρεις μήνες είχανε περάσει από την μαύρη
ώρα που μπήκαμε στο Πίρκ, έμπαινε ο Mάρτης μήνας κι από τις 13 χιλιάδες
που είχαμε ξεκινήσει, δεν μένανε πια παρά 800, αδύναμοι κι ανίκανοι για
κάθε δουλειά...».
8. Απόσειση ευθυνών ή άρνηση ενοχής
Η
Τουρκία αρνείται τη γενοκτονία και οποιαδήποτε ανάμειξη στο μαζικό
έγκλημα. Προσπαθεί να αποκρύψει το έγκλημα, κατηγορεί τους Έλληνες για
τις δολοφονίες αφού συνεργάστηκαν με ξένες δυνάμεις κατά τη διάρκεια του
πρώτου παγκοσμίου πολέμου και μετά. Γι' αυτό κατέφυγε στη γνωστή της
μέθοδο της πλαστογράφησης των ιστορικών, εθνολογικών και πολιτικών
γεγονότων. Kαρπός αυτής της προσπάθειας ήταν η έκδοση του βιβλίου
«Pontus Meselesi» του Yilmaz Kurt, (1922) το οποίο επανεκδόθηκε το 1995, κυρίως για εσωτερική κατανάλωση, επειδή το κύρος των ντοκουμέντων είναι επιλήψιμο.
Παράλληλα
το κεμαλικό καθεστώς δημιουργεί συνθήκες για να εξαφανίσει κάθε
πειστήριο, με τη συνεργασία ξένων δυνάμεων. Αυτές που διέκοψαν το έργο
της «Aνακριτικής Eπιτροπής Aνατολής», για τις σφαγές των Ελλήνων και
Αρμενίων και παροχή κάθε επιβαρυντικού στοιχείου.
Ο
Stantion ισχυρίζεται ότι βάσει των αναφορών του ΟΗΕ και των Μη
Κυβερνητικών Οργανώσεων η γενοκτονία μπορεί να προληφθεί μέχρι την
τέταρτη φάση. Ο Stantion έθεσε και το ζήτημα όχι μόνο το ποιος εκτελεί
αλλά ποιος το οργανώνει με έμφαση στο εάν τα άτομα που συμμετέχουν στη
τέλεση της γενοκτονίας κατευθύνονται ή έχουν σχέση με κρατικούς
λειτουργούς, χωρίς αυτοί να πάρουν δημόσια θέση, το γεγονός αποτελεί
γενοκτονία. Η κατηγορία προεκτείνεται εάν στην τέλεση της γενοκτονίας
αναμειγνύονται παραστρατιωτικά σώματα που σχετίζονται με το κράτος.
Στην
προετοιμασία της γενοκτονίας τα θύματα ξεχωρίζονται από τη μάζα,
προετοιμάζονται μυστικές καταστάσεις, σημαδεύονται και στοχοποιούνται τα
υποψήφια θύματα. Δημεύονται οι περιουσίες, περιορίζονται οι κινήσεις με
τη δημιουργία αποκλεισμένων χώρων (γκέτο), δημιουργία στρατοπέδων
συγκέντρωσης, επιβολή κατ΄ οίκον περιορισμού, κ.ά. Είναι το στάδιο που
πρέπει να παρέμβουν ξένες δυνάμεις προς αποφυγήν εκτρόπων ή να οργανωθεί
αυτοάμυνα και εάν ο ΟΗΕ και τρίτες δυνάμεις δεν μπορούν να προλάβουν τη
γενοκτονία τότε ξεκινά η έβδομα φάση της γενοκτονίας.
Εκεί
χρησιμοποιούνται κρατικές και παρακρατικές δυνάμεις, άλλες ομάδες που θα
στηρίξουν τη γενοκτονία, ενώ η τελευταία φάση έχει ενδιαφέρον για την
τελική κατάληξη ανάδειξης της γενοκτονίας αφού ο θύτης, δημιουργεί
μαζικούς τάφους, αποκρύπτουν στοιχεία και τρομοκρατούν τους μάρτυρες,
διαψεύδουν ότι διαπράχθηκε οποιοδήποτε έγκλημα, παρεμποδίζουν κάθε
σχετική έρευνα μέχρι την τελική εξαφάνιση των στοιχείων (βίαιες και
πολιτικές κινήσεις) οι εκτελεστές και ο ιθύνον νους παραμένουν
ατιμώρητοι, δηλώνουν αδυναμία εύρεσης των ενόχων και σύλληψής τους και
υποδεικνύουν τα θύματα ως βασικούς υπαίτιους της γενοκτονίας.
5. Η γενοκτονία και η τιμωρία των
εγκληματιών
Τα στρατιωτικά δικαστήρια της Νυρεμβέργης
και του Τόκιο ήταν προσωρινές διευθετήσεις και η ανθρωπότητα χρειαζόταν
ένα μόνιμο ΔΠΔ για να δικάζει και να τιμωρά όσους διαπράττουν
γενοκτονία, εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας,
περιλαμβανομένων και εκείνων που παρόλο που δεν διέπραξαν οι ίδιοι
τέτοια εγκλήματα, ήσαν οι ηθικοί αυτουργοί τους. Προς αυτή την
κατεύθυνση, ένας αριθμός διεθνών Συνθηκών ενδυνάμωσαν το δίκαιο που
αφορούσε «εγκλήματα ενάντια στην ειρήνη και την ασφάλεια της
ανθρωπότητας». Τέτοια είναι η Συνθήκη Ενάντια στα Βασανιστήρια και Άλλων
Μορφών Σκληρής, Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης» του 1984 η
οποία, όπως και άλλες Συνθήκες, προέβλεπαν ότι τα δικαστήρια μια χώρας
που υπέγραψε την Συνθήκη θα δίκαζαν άτομα ύποπτα για την διάπραξη
τέτοιων εγκλημάτων. Η δυσκολία, είναι ότι συχνά αυτοί που διαπράττουν
τέτοια έγκλημα είναι σε θέση να αποφύγουν την Δικαιοσύνη.
Στην
δημιουργία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου της Χάγης συνέβαλε κατά
πολύ το Άρθρο VII της Συνθήκης για την Γενοκτονία του 1948 που προνοούσε
την δημιουργία τέτοιου δικαστηρίου.
Τα
γεγονότα στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στην Ρουάντα στις αρχές της
δεκαετίας του 1990 οδήγησαν στα προσωρινά Διεθνή Δικαστήρια για
Εγκλήματα Πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στην Ρουάντα αντίστοιχα.
Το 1994 η Διεθνής Επιτροπή για το Δίκαιο προετοίμασε ένα προσχέδιο για
ένα ποινικό κώδικα για Εγκλήματα Ενάντια στην Ειρήνη και στην Ασφάλεια
της Ανθρωπότητας. Τον επόμενο χρόνο η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ διόρισε
μια Επιτροπή για να προετοιμάσει το κείμενο μιας Συνθήκης για την
δημιουργία ενός ΔΠΔ. Η Συνθήκη της Ρώμης για το ΔΠΔ υπογράφτηκε το 1998
και τέθηκε σε ισχύ την 1η του Ιούλη το 2002. Μέχρι τις 3 του
Μάη 2004, συνολικά 94 χώρες είχαν επικυρώσει την Συνθήκη της Ρώμης.
Μεταξύ αυτών που δεν την έχουν επικυρώσει είναι η Τουρκία, το Ισραήλ, οι
ΗΠΑ, η Κίνα, η Ιαπωνία, η Ρωσία και το Πακιστάν. Τα γεγονός ότι αρκετές
χώρες, περιλαμβανομένων και μερικών μεγάλων χωρών, δεν έχουν επικυρώσει
την Συνθήκη της Ρώμης, περιορίζει κατά κάποιον τρόπο την
αποτελεσματικότητα του ΔΠΔ να πετύχει την αποστολή του.
Δύο βασικές αδυναμίες του ΔΠΔ είναι ότι δεν μπορεί να δικάσει υποθέσεις για εγκλήματα που διεπράχθησαν πριν την 1η
του Ιούλη 2002 και η δικαιοδοσία του είναι συμπληρωματική εκείνης των
δικαστηρίων των χωρών που έχουν επικυρώσει την Συνθήκη της Ρώμης.
Η Τουρκία υπέγραψε την απόφαση για τη γενοκτονία την 31η Ιουλίου 1950 και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της Κυβέρνησης την 19η
Μαρτίου 1954, αποδεχόμενη εξ΄ ολοκλήρου τον ορισμό της γενοκτονίας, σε
αντίθεση με τις χώρες που είχαν αποικίες όπως αναφέραμε. Ωστόσο η
Τουρκία ενέταξε το αδίκημα στον Ποινικό Κώδικα 50 και πλέον χρόνια μετά
το Φεβρουάριο του 2005.
6. Μετά τη γενοκτονία και η
ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως
ημέρας μνήμης
Σ΄
όλο το διάστημα μετά το 1922-1923, το ζήτημα της γενοκτονίας των Ελλήνων
του Πόντου ενταφιάσθηκε όπως άλλωστε και συνολικά το ζήτημα των Ελλήνων
της Ανατολής, με την υπογραφή του ελληνοτουρκικού συμφώνου του 1930.
Ταυτόχρονα οι Πόντιοι ήταν μία μεγάλη, συμπαγής λόγω παραδόσεων
κοινωνική ομάδα όπου ο κάθε κρατικός -πολιτικός -κομματικός σχηματισμός
μπορούσε να υλοποιήσει θέματα πελατειακής πολιτικής και στην ελλαδική
κοινωνική δομή τις περισσότερες φορές οι Πόντιοι ταυτιζόταν με το χορό
και το τραγούδι. Στις χειρότερες μάλιστα εκφράσεις του, οι Πόντιοι
ταυτιζόταν με τα «ανέκδοτα».
Η
σύναψη του ελληνοτουρκικού συμφώνου το 1930 αποτέλεσε τόσο την οριστική
διακοπή των προσδοκιών που καλλιεργούνταν για επιστροφή, όσο και την
απώλεια των περιουσιών. Ωστόσο, η πιο σημαντική επίπτωση της συμφωνίας
Βενιζέλου- Κεμάλ- Ινονού, ήταν η εκδίωξη της μνήμης από το προσκήνιο. Οι
Πόντιοι αποτελούσαν πλέον μία φολκλορική επίδειξη όπου κυριαρχούσαν ο
χορός και το τραγούδι. Λίγο αργότερα προστέθηκε και η σύναξη της
ελλαδικής πολιτικής τάξης στην Παναγία Σουμελά, στο όρος Βέρμιο και η
πελατειακή αντιμετώπιση του εκλογικού σώματος των Ποντίων. Στο διάστημα
αυτό και μέχρι το 1952, το Ποντιακό ζήτημα παρέμεινε άγνωστο στο
ελλαδικό χώρο, την ίδια ώρα που χιλιάδες Πόντιοι –μουσουλμάνοι- που
έμειναν πίσω αντιμετώπιζαν ένα αντιδημοκρατικό και φασιστικό καθεστώς,
ενώ παράλληλα οι Πόντιοι της ΕΣΣΔ βίωναν μία νέα γενοκτονία. Έτσι,
έμειναν να θυμίζουν το Ποντιακό μόνο οι παρουσίες των Ιασονίδη,
Πασσαλίδη, Κτενίδη, του Επισκόπου Τραπεζούντας και μετέπειτα πάσης
Ελλάδας Χρύσανθου και άλλων. Στο κλείσιμο αυτής της περιόδου και με τη λήξη του εμφυλίου
πολέμου πολλοί Πόντιοι θα αναγκασθούν σε νέα προσφυγιά. Στην Σοβιετική
Ένωση, θα συναντήσουν τους συμπατριώτες τους, οι οποίοι είχαν βρει εκεί
καταφύγιο μετά τη διάπραξη του μαζικού εγκλήματος από τους Νεότουρκους
και τους κεμαλικούς. Πολλοί από αυτούς είχαν να διηγηθούν νέους διωγμούς
και εξορίες στην σταλινική περίοδο.
Με
την κοινή ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, το Ποντιακό
αποτέλεσε μέρος του ευρύτερου αποσιωπημένου εθνικού ζητήματος· στην
Κύπρο, στην Πόλη, στην Ίμβρο, την Τένεδο, στη Βόρειο Ήπειρο, στον
εξωελλαδικό ελληνισμό. Η περίοδος της εθνικοφροσύνης, της λήθης,
αποτελεί μία χρονική φάση, κατά την οποία σημειώθηκαν οι μεγαλύτερες
εθνικές αποδιαρθρώσεις -Κωνσταντινούπολη με το διωγμό του 1955 και του
1964, Κύπρος με τις συμφωνίες Ζυρίχης –Λονδίνου,
κατάρρευση των ιστορικών κοινοτήτων του εξωελλαδικού ελληνισμού
(Ρουμανία, Αίγυπτος), μετατροπή ενός θέματος δημοκρατίας και ανθρωπίνων
δικαιωμάτων (Β. Ήπειρος) σε εσωτερικό ζήτημα της ψυχροπολεμικής
αντιπαράθεσης, αδιαφορία και ολιγωρία για ένα ζωντανό κομμάτι του
Ελληνισμού, τους Πόντιους. Σημαντικότατες αναλαμπές υπήρξαν οι
δημοσιεύσεις του Ενεπεκίδη, του Λαμψίδη, του Ψαθά και της Επιτροπής
Ποντιακών Μελετών, όπως και η έλευση των πρώτων Ποντίων από την ΕΣΣΔ που
έφερναν την ιστορία στο προσκήνιο- περισσότεροι θα έλθουν στη δεκαετία
του 1970- και ορισμένες κινηματογραφικές ταινίες,
η οποίες παρά τις ελλείψεις ανέδειξαν άγνωστες στο ευρύ κοινό, πτυχές
του Ποντιακού· τους κρυπτοχριστιανούς- Ελληνόφωνους που ζούσαν στην
Τουρκία, την προσφυγιά, τη γενοκτονία.
Η
χούντα συνέχισε την ίδια πολιτική για το ζήτημα. Οι Πόντιοι μπορούσαν να
χορεύουν και να τραγουδούν, όχι όμως και να διεκδικούν και κυρίως να
μην αναδεικνύουν τις πολλές πτυχές της τραγικής ιστορικής τους πορείας
που έβαζε σε κίνδυνο την ελληνοτουρκική συνεργασία. Η αποκατάσταση της
δημοκρατίας στην Ελλάδα και η αρχή της δεκαετίας του 1980, ανοίγει ένα
νέο κύκλο στο Ποντιακό ζήτημα, αφού οι Πόντιοι, παιδιά των προσφύγων του
1922-1923 έδωσαν μία νέα πνοή με το διεκδικητικό πλαίσιο που τέθηκε στο
Α΄ και Β΄ Παγκόσμιο Ποντιακό Συνέδριο.
Έτσι,
μέχρι τα μέσα τις δεκαετίας του 1980 όταν μεμονωμένοι ποντιακοί
σύλλογοι και Πόντιοι της δεύτερης προσφυγικής γενιάς, ανέδειξαν το
ζήτημα της γενοκτονίας,
αυτό παρέμεινε ως ένα άγνωστο πολιτικό θέμα με σαφείς προεκτάσεις στις
διμερείς σχέσεις τόσο με την Τουρκία, όσο και με άλλα κράτη και
υπερεθνικούς οργανισμούς.
Η
ενασχόληση με το Ποντιακό εντείνεται στις αρχές της δεκαετίας του 1990,
όταν η έλευση των Ποντίων από την ΕΣΣΔ, δημιούργησε μία πίεση στον
ελλαδικό χώρο και στο οργανωμένο Ποντιακό κίνημα, με αποτέλεσμα να τεθεί
το αίτημα της αναγνώρισης της γενοκτονίας.
Τελικώς,
μετά από μία προσπάθεια που κράτησε σχεδόν 10 χρόνια, στις 24
Φεβρουαρίου 1994 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο»,
ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα, αναλαμβάνοντας
ταυτόχρονα η ελληνική πολιτεία τη δέσμευση για ζητήματα μεταξύ των
άλλων, όπως η αποκατάσταση των Ποντίων προσφύγων με την προώθηση της
ιδέας για δημιουργία νέας πόλης στη Θράκη, η αποκατάσταση των Ποντίων της πρώην ΕΣΣΔ, η προστασία των ελληνόφωνων στον Πόντο, η εισαγωγή της ιστορίας των Ελλήνων του Πόντου σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και η διεθνοποίηση της γενοκτονίας.
Από
την πλευρά της η πολιτεία από το 1994 δεν προώθησε το ζήτημα, αντιθέτως
με μία σειρά ενεργειών δυστυχώς υπονόμευσε το θέμα της γενοκτονίας. Έτσι
η υπόθεση της διεθνοποίηση της γενοκτονίας αποτέλεσε μία υπόθεση μη
κυβερνητικών οργανώσεων
και των ίδιων των Ποντίων. Έτσι μέχρι σήμερα την γενοκτονία των Ελλήνων
του Πόντου έχει αναγνωρίσει η Βουλή των Αντιπροσώπων της Κυπριακής
Δημοκρατίας, και οι εξής πολιτείες και δήμοι των ΗΠΑ:
- George E. Pataki, Κυβερνήτης, Βουλή και Γερουσία της Νέας Υόρκης. Μάιος 2002 και Μάιος 2005.
- James E. McGreevey, Κυβερνήτης και Βουλή Νέας Υερσέης, Σεπτέμβριος 2002.
- Edward G. Rendell, Κυβερνήτης Πενσυλβάνιας, Μάιος 2004
- Alex A. Knopp, Δήμαρχος της Πόλης του Norwalk Κονέκτικατ, Μάιος 2004.
- Janet Weir Creighton, Δήμαρχος της Πόλης Canton Οχάιο, Μάιος 2004
- Jane L. Campbell, Δήμαρχος της Πόλης Cleveland Οχάιο, Μάιος 2005
- Δήμαρχος της Πόλης Κολούμπια Νότιας Καρολίνας, Μάιος 2005
- Charlie Crist, Κυβερνήτης της Florida, Μάιος 2005.
- Κυβερνήτης του Illinois, Μάιος 2005.
- Mitt Romney, Κυβερνήτης Μασσαχουσέτης Μάιος 2006.
Ψηφίσματα:
-
Γερουσία της Νέας Υερσέης (Πρόταση των γερουσιαστών Μ. Palaia Τ.
Corodemus and T. Smith). Υπογραφές των προέδρων της Συγκλήτου John
Bennett και Richard J. Codey και του εκπροσώπου της Γενικής Συνέλευσης
J. Suris. Σεπτέμβριος 2002.
- Βουλή και Γερουσία Κολούμπια Νότιας Καρολίνας, Ιανουάριος 2003.
- Δημοτικό συμβούλιο της Πόλης Cleveland Οχάιο. Πρόεδρος του Δ.Σ Frank G. Jackson, Μάιος 2003.
-
Γερουσία της Πενσυλβάνιας (απόφαση 1988), Πρόταση του γερουσιαστή Robert
J. Thompson. Υπογραφή του γραμματέα της Γερουσίας Mark R. Corrigan,
Μάιος 2004
-
Πολιτεία της Φλόριδα (απόφαση Νο 9161). Πρόταση του Βουλευτή Μ.
Bilirakis. Υπογραφή των εκπροσώπων της πολιτείας Allan G. Bense και
Clerk John B. Phelps.
-
Πολιτεία της Φλόριδα (απόφαση Νο. 2742). Πρόταση του Βουλευτή Μ.
Haridopolos. Υπογραφή του προέδρου Tom Lee και του γραμματέα Faye W.
Blanton.
- Γενικός Εισαγγελέας της Πολιτείας της Φλόριδας.
- Πολιτεία της Νέας Υόρκης (απόφαση Νο 1883). Πρόταση του Γερουσιαστή Μ. Onorato. Υπογραφή του γραμματέα Steven M. Boggess.
Επίσης την 18η Μαΐου 2006 η Carolyn Maloney μίλησε στη Ομοσπονδιακή Βουλή για το ζήτημα.
Στον
Καναδά υπάρχει επιστολή αναγνώρισης από τον πρωθυπουργό του Καναδά Ζ.
Κρετιέν (2001) και σχετικό ψήφισμα έχει καταθέσει το μέλος της Γερουσίας
του Οντάριο Michael Parue (Μάιος 2002).
Για το ζήτημα έχει εκφραστεί θετικά η πρεσβεία της Αρμενίας στην Αθήνα,
ενώ την υπόθεση έχει απασχολήσει το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο
του ΟΗΕ, και τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην
Ευρώπη μετά από παρεμβάσεις μη κυβερνητικών οργανώσεων. Επίσης την 6η
Μαΐου 2006 η ελληνίδα βουλευτής της πολιτείας Βικτόρια της Αυστραλίας
Τζένη Μικάκου έθεσε το ζήτημα της αναγνώρισης της γενοκτονίας στο
κοινοβούλιο, την 1η
Ιουνίου 2006 ο βουλευτής του σουηδικού κοινοβουλίου Τάσος Σταφιλίδης
ζήτησε από το Σουηδό Υπουργό των Εξωτερικών την αναγνώριση της
γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, την 20η Ιουνίου 2006 ο Βρετανός βουλευτής Steve Pound έθεσε το ζήτημα στο κοινοβούλιο της χώρας του, ενώ αίτημα για την αναγνώριση στο Σουηδικό κοινοβούλιο έθεσε ο βουλευτής Hans Linde (13 Οκτωβρίου 2006).
Το
Ποντιακό τέθηκε στην Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου (5 Σεπτεμβρίου 2006), με την κατάθεση της έκθεσης του
Ολλανδού ευρωβουλευτή Camiel Eurlings, η οποία ανέφερε τις παρατηρήσεις
της για την πρόοδο της Τουρκίας, στην πορεία για την Ευρωπαϊκή της
ένταξη. Η έκθεση είχε τρία σημεία τα οποία έχουν ιδιαίτερη σημασία τόσο
για τον Ελληνισμό, όσο και για τις μειονότητες στην Τουρκία οι οποίες
για πολλά χρόνια καταπιέζονται και διώκονται.
Το
πρώτο σημείο αφορά την Κύπρο, και για την οποία η Τουρκία υποχρεώνεται
να την αναγνωρίσει, αλλά και να αποσύρει τα κατοχικά της στρατεύματα, το
δεύτερο σχετίζεται με το σεβασμό των δικαιωμάτων των μειονοτήτων
(Έλληνες, Αρμένιοι, Κούρδοι) καθώς και με το άνοιγμα των θεολογικών
σχολών, άμεσα συνδεδεμένες με τις πρώτες δύο μειονότητες, ενώ η έκθεση
ζητά να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματα των γυναικών στην Τουρκία. Το τρίτο
σημείο, αφορά τη γενοκτονία των Αρμενίων, Ασσυρίων και Ελλήνων του
Πόντου.
Την 27η
Σεπτεμβρίου 2006 η ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ψήφισε την
έκθεση της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων που συνέταξε ο Ολλανδός
Ευρωβουλευτής κ. Camiel Eurlings. Στην ψηφοφορία της έκθεσης πήραν μέρος
700 Ευρωβουλευτές, ψηφίζοντας 329 υπέρ και 301 κατά, για τα όσα τραγικά
έγιναν την περίοδο 1914-1923 από τις νεοτουρκικές και κεμαλικές αρχές
εκείνης της περιόδου, σε βάρος και του Ποντιακού Ελληνισμού.
Στο
άρθρο 56, επισημάνθηκε, η ανάγκη η Τουρκία να συμβιβαστεί με το ιστορικό
της παρελθόν, να διευκολυνθεί το δίκτυο ερευνητών και ακαδημαϊκών, για
να έχουν πρόσβαση στα ιστορικά αρχεία της Τουρκίας, καθώς και να
ερευνήσουν σχετικά με τις γενοκτονίες που έγιναν την περίοδο 1914-1923,
σε βάρος των Αρμενίων και των Ελλήνων του Πόντου και των Ασσυρίων.
Αντί επιλόγου
Η
γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και ιδιαίτερα η διεθνοποίησή της
αποτελεί ένα σημαντικό ζήτημα το οποίο, παρά τα χαμένα χρόνια και την
πολιτική και κρατική ολιγωρία αδιαφορία και απροθυμία κυριαρχεί ως
αίτημα των Ποντίων παγκοσμίως. Ωστόσο η απουσία η ελληνικής πολιτείας
γεννά θλίψη και όχι αισιοδοξία.
Το
γεγονός ότι πλην της Κύπρου, δεν υπάρχει άλλη κρατική οντότητα που να
έχει αναγνωρίσει τη γενοκτονία και το γεγονός ότι στις ελληνοτουρκικές
συνομιλίες και σ΄ αυτές μεταξύ της Τουρκίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης το
θέμα απουσιάζει, αποδεικνύει την παραπάνω επισήμανση. Τα χαμένα χρόνια-
στην πολιτική ο χρόνος δεν είναι ουδέτερος- και την ολιγωρία
κυβερνώντων, κομμάτων και πολιτείας που δεν επέτρεψαν να τεθεί το ζήτημα
διεθνώς είναι μία σκληρή πραγματικότητα. Μπροστά στην εχθρική
κατάσταση, γιατί η σημερινή κατάσταση της μίας κρατικής αναγνώρισης αυτό
αποδεικνύει και ενώ εάν ήταν φυσιολογικά τα πράγματα θα έπρεπε σήμερα
να έχουμε 10-12 κρατικές αναγνωρίσεις, μία για κάθε έτος από το1994, την
υπόθεση την ανέλαβε ο απόδημος Ελληνισμός. Πόντιοι και μη.
Η
ανάδειξη και διεθνοποίηση της γενοκτονίας, η οποία υπερβαίνει τον
Ποντιακό Ελληνισμό και αφορά όλους τους Έλληνες θα πρέπει αποτελεί
κυρίαρχο συστατικό στοιχείο της εθνικής εξωτερικής πολιτικής που σέβεται
την ιστορία και την αλήθεια, δηλαδή τη μνήμη της. Ταυτόχρονα, η
αναγνώριση της γενοκτονίας αποτελεί και ένα σπουδαίο βήμα του τουρκικού
λαού προς την απελευθέρωση, βήμα που δείχνει και τις βάσεις μίας
πραγματικής φιλίας και σχέσης βασισμένης στην ειλικρίνεια και στο
σεβασμό. Το Ποντιακό ζήτημα δεν είναι ένα θέμα της ιστορίας ή των
μουσείων. Είναι ένα ζωντανό ζήτημα με εθνικές και διεθνείς διαστάσεις,
το οποίο οι εξελίξεις στην Ευρώπη και διεθνώς το καθιστούν επίκαιρο ως
θέμα δημοκρατίας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ελευθερίας, αξιοπρέπειας,
πραγματικής φιλίας και συνεργασίας.
Θεοφάνης Μαλκίδης
Λέκτωρ Πολιτικών Επιστημών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.
Διαβάσαμε το άρθρο στο http://neolaia.poe.org.gr