Γράφει ο Τσακίρης Γιώργος
Δηλώνω εξ αρχής ότι ξεκινώ αυτή την προσπάθεια κριτικής
ανάλυσης της Συμφωνίας, τοποθετημένος αρνητικά «απέναντί» της.
Παραδίδω έτσι το βασικό ίσως επιχείρημα εναντίον της
κριτικής μου, «στα χέρια» όσων επιλέξουν να διαβάσουν τις παρακάτω γραμμές,
έτσι ώστε να ασχοληθούν αποκλειστικά και μόνο με την αναίρεση των στοιχείων
αυτής της κριτικής, και όχι τον γενικό αφορισμό της.
Δε θ’ αποφύγω όμως, εφόσον αφιέρωσα ώρες και ημέρες για την
ανάγνωση του συνόλου των Άρθρων της, να μπω στον πειρασμό να την
χαρακτηρίσω ως αόριστη, εντελώς ασαφή σε σημαντικά της ζητήματα, αλλά και
αυτοαναιρούμενη σε άλλα τόσα.
Μια Συμφωνία δηλαδή η οποία, παρά τις πολύμηνες
διαπραγματεύσεις οι οποίες προηγήθηκαν μεταξύ (κυρίως) των υπουργών εξωτερικών
των δύο χωρών, τελικά (μάλλον) έπρεπε να υπογραφεί άρον-άρον, πριν τη Σύνοδο
Κορυφής των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα τέλη Ιουνίου του 2018 (και ποιος
ξέρει πριν … οτιδήποτε άλλου)
Θα πρέπει κατ’ αρχήν να διευκρινιστεί ότι το ΜΟΝΟ
επίσημο κείμενο στο οποίο υπογράφηκε η Συμφωνία, είναι το Αγγλικό,
και μάλιστα με ειδική αναφορά στο τελευταίο εδάφιο αυτής, χωρίς να
υπάρχει καμία υποχρέωση από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) ή
όποιον άλλο Διεθνή οργανισμό, να είναι υποχρεωμένος να δεχθεί οποιαδήποτε
μετάφραση οποιουδήποτε κράτους, και κατά συνέπεια τη σημασία των λέξεων
που παράγεται λόγω των μεταφράσεων. Κι αυτό, μπορεί μεν σε κάποιους να
«ακούγεται» ως θετικό, παύει όμως να είναι έτσι όταν το εξετάσουμε από την
πλευρά της κάθε χώρας (Ελλάδος και πΓΔΜ) ξεχωριστά.
Η αποκλειστική δε ύπαρξη μόνο του Αγγλικού
κειμένου, έρχεται σε αντίθεση ακόμη και με το μόνο επίσημο και
υπογεγραμμένο και από τις δύο χώρες προηγούμενο κείμενο, που είναι αυτό της «Ενδιάμεσης
Συμφωνίας» του 1995. Σ’ εκείνο το κείμενο, στην τελευταία του παράγραφο,
αναφερόταν ότι μπορεί μεν το κείμενο να είχε υπογραφεί στην Αγγλική, ο ΟΗΕ
όμως αναλάμβανε την ευθύνη μετάφρασής του στις γλώσσες των δύο χωρών και σε
συνεργασία μαζί τους, εντός μάλιστα δύο μηνών από την υπογραφή του.
Το ποια ακριβώς είναι η σημασία όλων των παραπάνω, θα
προσπαθήσω να το εξηγήσω στη συνέχεια. Κρατήστε το προς στιγμήν στο μυαλό σας.
Κατ’ αρχήν, πλείστα όσα Άρθρα της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του
΄95 (και όχι μόνο το Αρ.13 που αναφέρεται στην ιδιότητα της πΓΔΜ ως
περίκλειστου κράτους και όσα προβλέπονται γι’ αυτά στη Σύμβαση για το Δίκαιο
της Θάλλασσας ), περιλαμβάνονται σχεδόν λέξη προς λέξη και στην παρούσα
Συμφωνία, από το προοίμιό της ακόμη. Σε κάποια δε από αυτά, έχουν γίνει
τροποποιήσεις εις βάρος (κατά τη γνώμη μου) της Ελλάδας. Ενδεικτικά
αναφέρω ότι το πρώτο εδάφιο της παρ.1 του Άρ.11 της Ενδιάμεσης, έγινε η παρ.1
του Άρ.2 της παρούσας. Τα Άρθρα 2, 3 και 4 της Ενδιάμεσης, έχουν γίνει οι παρ.
1, 2 και 3 του Άρ. 3 της παρούσας. Το Αρ.12 της Ενδιάμεσης, έγινε το Άρ.18 της
παρούσας, και πολλά άλλα (για να μην κουράσω τον αναγνώστη). Στις σοβαρές
τροποποιήσεις που έγιναν στην Ενδιάμεση Συμφωνία, θα αναφερθώ παρακάτω.
Όπως επακριβώς αναφέρεται στο Άρθρο 1 (παρ.1), η
Συμφωνία αυτή είναι «τελική» και από τη θέση της σε ισχύ (μετά δηλαδή και
από την κύρωσή της στην Ελληνική Βουλή) τερματίζει την ισχύ της Ενδιάμεσης
Συμφωνίας του ’95, άρα και ότι -πιθανόν- θετικό περιλαμβάνει η τελευταία για
την Ελλάδα. Πόσοι άραγε γνωρίζουν ότι στην παρ.2 του Άρθρου 23 της Ενδιάμεσης
Συμφωνίας προβλέπεται ότι εντός επτά (7) ετών από την υπογραφή της, κάθε μέρος
μπορούσε με μία απλή επιστολή του προς το άλλο μέρος, να ανακοινώσει ότι
αποσύρεται από αυτήν ; Από το 2002 -2003 δηλαδή, η Ελλάδα θα μπορούσε να
αποσυρθεί ακόμη και από την Ενδιάμεση Συμφωνία. Ποιος ο πρωθυπουργός της χώρας
τότε ; Ο κ. Κώστας Σημίτης. Ποιος ο υπουργός του των Εξωτερικών ; Ο κ. Γιώργος
Α. Παπανδρέου. Ποιος εκ των βασικών συμβούλων του κ. Παπανδρέου ; Ο σημερινός
υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας κ. Νίκος Κοτζιάς. Η Ελλάδα τότε, απλά
προετοιμαζόταν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 !
Στην δε παρ.2, η Συμφωνία προβλέπει ότι οι δύο
χώρες αναγνωρίζουν ως «δεσμευτικό» το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων,
καθίσταται δηλαδή «αδιαπραγμάτευτη», και μάλιστα τόσο όσο την ευθύνη
γι’ αυτό (της μη περαιτέρω διαπραγμάτευσης δηλαδή) να την φέρει ο ίδιος ο ΟΗΕ,
εφόσον υπό την ευθύνη του διεξήχθησαν οι διαπραγματεύσεις. Κατά συνέπεια,
οποιαδήποτε ελπίδα ή προσδοκία υπάρχει (αν υπάρχει) για αλλαγές επί των Άρθρων
της, καθίσταται εκ των πραγμάτων απορριπτέα.
Στην εισαγωγή της παρ.3, το κείμενο αναφέρει ότι σε συνέχεια
αυτών των διαπραγματεύσεων, τα δύο μέρη έκαναν αμοιβαία αποδεκτά και
συμφώνησαν όσα ακολουθούν. Αυτό βέβαια, δεν αναιρεί το γεγονός πως σε άλλα
σημεία της ίδιας Συμφωνίας, χρησιμοποιώντας άλλες λέξεις, κάποια από τα βασικά
και αμοιβαίως συμφωνημένα και αποδεκτά δεδομένα, τίθενται υπό αίρεση. Και θα
αναφερθώ σε αυτά στη συνέχεια.
Στην παρ.3(α) λοιπόν αναφέρεται ότι το επίσημο όνομα
του Δεύτερου Μέρους (δηλαδή της πΓΔΜ) θα είναι «Δημοκρατία της
Βόρειας Μακεδονίας», το οποίο θα είναι το Συνταγματικό όνομα του κράτους
και θα χρησιμοποιείται “erga omnes”, δηλαδή για όλες τις
χρήσεις. Πώς όμως ; Όπως οι τελευταίες λέξεις αυτού του εδαφίου
αναφέρουν. Όπως προβλέπεται στη Συμφωνία. Ένα “erga omnes” δηλαδή το
οποίο προβλέπεται σε αυτό το σημείο ότι … έχει εξαιρέσεις. Και θα τις δούμε.
Στην παρ.3(β) αναφέρεται ότι η «nationality» («ιθαγένεια»
σύμφωνα με το ελληνικό κείμενο) του δεύτερου μέρους, θα είναι η
«Μακεδονική/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας» με τη
σημαντική -για εμένα- διευκρίνηση «όπως αυτή θα αναφέρεται σε όλα τα
ταξιδιωτικά έγγραφα»
Ξεπερνώ με -σχετική- ευκολία (μιας και είναι εσωτερική τους
υπόθεση) το δεδομένο ότι σε ένα πολυφυλετικό (αν όχι πολυεθνικό), ακόμη και με
βάση τις αναφορές στο προοίμιο του Συντάγματός του, κράτος, όπου αναφέρεται πως
«Οι πολίτες της δημοκρατίας (κλπ) … καθώς και οι πολίτες που ζουν εντός των
συνόρων της και είναι μέλη του Αλβανικού λαού, του Τουρκικού λαού … του
Σέρβικου … του Βοσνιακού λαού και άλλων …», αποδίδεται μία και μόνη ιδιότητα,
αυτή της «Μακεδονικής» ιθαγένειας, ανεξάρτητα από τον ατομικό αυτοπροσδιορισμό
του καθενός,.
Εξετάζοντας το ζήτημα της μετάφρασης πλέον της λέξης «nationality» που
υπάρχει στο επίσημο κείμενο της Συμφωνίας, και με λίγη έρευνα στο διαδίκτυο,
βλέπουμε ότι :
Στην γλώσσα που μιλιέται στην πΓΔΜ :
Nationality = Националност (Nacionalnost) =>
και Националност = Εθνικότητα => εφόσον Национал = Εθνικό =>
και Национ = Το Έθνος
Στην ελληνική γλώσσα :
Nationality = Ιθαγένεια
Όμως στην πλούσια σε λέξεις και νοήματα ελληνική γλώσσα :
Nationality = και εθνικότητα, εθνότητα (κλπ)
εφόσον National = Εθνικός => και Nation = Έθνος
Αμέσως -ίσως- κάποιος που γνωρίζει κάποια πράγματα παραπάνω
θα αντιτείνει ότι ιθαγένεια ονομάζεται νομικά η ιδιότητα του
πολίτη, για την ακρίβεια ο νομικός δεσμός του ατόμου με το κράτος στο
οποίο ανήκει.
Στην αγγλική όμως, όπως και σε άλλες γλώσσες, η λέξη “nationality”
και όχι η “ethnicity” = εθνότητα, συχνά χρησιμοποιείται όταν αναφέρεται σε μια
εθνική ομάδα (μια ομάδα δηλαδή ανθρώπων που μοιράζονται μια κοινή εθνική
ταυτότητα, γλώσσα, πολιτισμό, καταγωγή, ιστορία κλπ.). Αυτή η έννοια της
εθνικότητας μάλιστα, δεν ορίζεται από τα πολιτικά σύνορα ή την κατοχή
διαβατηρίου, και περιλαμβάνει έθνη που στερούνται ανεξάρτητου κράτους
(όπως οι Σκωτσέζοι, οι Ουαλλοί, οι Άγγλοι, οι Βάσκοι, οι Καταλανοί,
οι Κούρδοι … κλπ).
Μπορεί δηλαδή στην ελληνική, ή ακόμη και στη γλώσσα της πΓΔΜ
(αν και δεν το γνωρίζω), να μεταφράζουμε το «nationality» ως ιθαγένεια με τη
νομική μορφή του όρου. Τίποτε δεν αποκλείει όμως και σε κανέναν, να δίνει
στον όρο τη σημασία που αυτός νομίζει, σε όποια γλώσσα κι αν μιλά, μιας και
είναι αποδεκτό πως ήδη ο όρος χρησιμοποιείται στην αγγλική για να
προσδιορίσει «μια ομάδα ανθρώπων που μοιράζονται μια κοινή εθνική ταυτότητα,
γλώσσα, πολιτισμό, καταγωγή, ιστορία κλπ», όπως ήδη γίνεται στις περιπτώσεις
που προαναφέρθηκαν.
Άλλωστε ακόμη και στη Συμφωνία, προβλέπεται κάτι τέτοιο,
όπως θα δούμε παρακάτω.
Επειδή όμως πρέπει να καταγραφούν όσα ισχύουν, είναι αλήθεια
ότι στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Ιθαγένεια του 1997, την οποία η Ελλάδα
έχει υπογράψει αλλά ΔΕΝ έχει κυρώσει στο Ελληνικό κοινοβούλιο (σε αντίθεση με
την πΓΔΜ η οποία την έχει κυρώσει και θέση σε ισχύ από το 2003), στο Άρθρο
2 προβλέπεται ότι «Στα πλαίσια της παρούσας Σύμβασης : α. «ιθαγένεια» είναι ο
νομικός δεσμός που συνδέει το άτομο με το Κράτος και δεν αποτελεί ένδειξη της
εθνικής καταγωγής του»
Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι η ιθαγένεια δεν προσδιορίζει
(και) την εθνικότητα ενός ατόμου, ΔΕΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΛΕΙΕΙ ΟΜΩΣ, καθόσον αυτή δεν
αποτελεί (απλά) «ένδειξη» της εθνικής καταγωγής του. Όπως φυσικά συμβαίνει και
στις περιπτώσεις οι οποίες προαναφέρθηκαν (Σκώτοι, Ουαλλοί, Κούρδοι κλπ)
Θα ήθελα πραγματικά όμως να προσπαθήσει να εξηγήσει κάποιος
σε έναν απλό πολίτη της πΓΔΜ, το γεγονός ότι με την «Μακεδονική» ιθαγένεια την
οποία θα διαθέτει από την έναρξη ισχύος της Συμφωνίας, ΔΕ θα είναι ταυτόχρονα
και ΕΘΝΙΚΑ «Μακεδόνας» (!)
Άλλωστε, είναι σε όλους γνωστό (στους κοινωνιολόγους δε
ιδιαίτερα) ότι «Έθνος» ονομάζεται «ένα σύνολο ανθρώπων που
μοιράζονται κοινά γνωρίσματα όπως η φυλή, η γλώσσα, το θρήσκευμα,
η κοινή ιστορία και πολιτισμός και η γεωγραφική καταγωγή». Ιστορικά
όμως, βασικότερο στοιχείο για την ύπαρξη ενός έθνους είναι η ανάπτυξη της
εθνικής του συνείδησης ή ακριβέστερα η αυτή ιστορική αποστολή, όπως
αναφέρουν οι Θ. Κουλουμπής & Τζον Γουλφ στην «Εισαγωγή στις Διεθνείς
σχέσεις» (εκδ. Παπαζήση, 1981).
Και το ζήτημα είναι ότι, στο Άρθρο 7 της Συμφωνίας,
αναγνωρίζουμε ως Ελλάδα όλα τα παραπάνω, ως κοινό χαρακτηριστικό των πολιτών
της πΓΔΜ !
Κι αλήθεια, γιατί χρειαζόταν και ποιο μέρος απαίτησε να
προστεθεί εκείνο το «όπως αυτή θα αναφέρεται σε όλα τα ταξιδιωτικά έγγραφα»
; Για να το αναλύσω λίγο περισσότερο, εφόσον η πΓΔΜ δεν είναι μέρος
της Συνθήκης Σένγκεν και κατά συνέπεια οι ταυτότητες των πολιτών της δεν
μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ταξιδιωτικά έγγραφα, χρειάζεται ή όχι να αλλάξουν
;
Και μπορεί μεν στην παρ.9 του ίδιου Άρθρου να αναφέρεται ότι
η πΓΔΜ «χωρίς καθυστέρηση ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΤΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ, θα
πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε οι αρμόδιες Αρχές της χώρας στο εξής εσωτερικά να
χρησιμοποιούν το όνομα και τις ορολογίες τουν Άρθρου 1(3) της παρούσας
συμφωνίας σε όλα τα ΝΕΑ επίσημα έγγραφα, αλληλογραφία και συναφές υλικό»
(τα κεφαλαία δικά μου), αλλά ποιος βεβαιώνει και (αλήθεια) μπορεί να ελέγξει ή
και να παρέμβει στο πώς, πότε και εάν η πΓΔΜ ακολουθεί ή πρόκειται να
ακολουθήσει τη «χρηστή διοικητική πρακτική» όπως την εννοούμε και την
εφαρμόζουμε στην Ελλάδα ;
Αν δε, λάβουμε υπ’ όψιν και την πρόβλεψη της παρ. 10(β) του ίδιου
Άρθρου, όπου αναφέρεται ότι «Η “πολιτική” μεταβατική περίοδος θα αφορά όλα
τα έγγραφα και υλικό αποκλειστικά για εσωτερική χρήσηστο Δεύτερο Μέρος. Η
έκδοση των εγγράφων και υλικού που εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία σύμφωνα με
το Άρθρο 1(3), ΘΑ ΞΕΚΙΝΑ ΣΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΚΑΘΕ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΤΗΣ
Ε.Ε. ΣΤΟ ΣΥΝΑΦΕΣ ΠΕΔΙΟ, ΚΑΙ ΘΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΕΙ ΕΝΤΟΣ ΠΕΝΤΕ ΕΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟΤΕ» (τα
κεφαλαία δικά μου), καταλαβαίνουμε ότι οποιοδήποτε εσωτερικό έγγραφο φέρει
σήμερα την ένδειξη «Δημοκρατία της Μακεδονίας», δεν είναι απαραίτητο να αλλάξει
άμεσα με την έναρξη της ισχύος της συμφωνίας, αλλά ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ η πΓΔΜ ξεκινήσει
τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της με την Ε.Ε., και ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ «ανοίξει»
συναφές με το αντικείμενο κεφάλαιο, και ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ περάσουν πέντε χρόνια από τότε.
Αρκεί νομίζω να αναφέρω ότι οι διαπραγματεύσεις αυτές μπορεί να διαρκέσουν
αρκετά χρόνια, τόσα όσα θα κρίνει η πΓΔΜ ότι τη συμφέρει να καθυστερήσει ή όχι.
Εάν αυτή η πρόβλεψη δεν είναι ευθεία εξαίρεση (αν όχι
παραβίαση) του “erga omnes”, τότε δε γνωρίζω τι μπορεί να είναι.
Στην παρ.3(γ) γίνεται αναφορά στη γλώσσα του
γειτονικού κράτους. Αναφέρεται λοιπόν ότι «συμφωνήθηκε και έγινε αμοιβαίως
αποδεκτό» ότι «η επίσημη γλώσσα του δεύτερου μέρους θα είναι η «Μακεδονική
γλώσσα», όπως αυτή αναγνωρίσθηκε από την 3η Σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών για
την Οριστικοποίηση των Γεωγραφικών Ονομάτων, η οποία έγινε στην Αθήνα το 1977,
αλλά και (κυρίως για εμένα) όπως περιγράφεται στο Άρθρο 7(3) και (4) της
Συμφωνίας».
Αφού αναφέρω ότι θεωρώ απόλυτα επαρκείς τις εξηγήσεις, όσον
αφορά το ζήτημα της Συνόδου των Ηνωμένων Εθνών το 1977 στην Αθήνα, που έδωσε ο
γλωσσολόγος κ. Μπαμπινιώτης, αξίζει να σταθούμε σ’ εκείνο το «όπως περιγράφεται
στο Άρθρο 7(3) και (4) της Συμφωνίας».
Τι ακριβώς αναφέρεται στο Άρθρο 7(3) και (4), όσον αφορά το
συγκεκριμένο θέμα ;
Στην περίπτωση του 7(3) γίνεται η διευκρίνιση ότι η
πΓΔΜ αναγνωρίζει πως με τους όρους «Μακεδονία» και «Μακεδόνας»εννοεί «την
επικράτεια, τη γλώσσα, τον πληθυσμό και τα χαρακτηριστικά του, με την δική
του ιστορία, πολιτισμό και κληρονομιά, διακριτώς διαφορετικά» από αυτά της
Ελλάδας.
Παρενθετικά, θυμάστε τι ακριβώς χαρακτηρίζει ένα Έθνος,
σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν λίγες παραγράφους πιο πάνω ; Θα είναι λάθος
εάν πει κανείς ότι αυτά ακριβώς αναγνωρίζουμε πλέον ως κοινό χαρακτηριστικό των
πολιτών της πΓΔΜ ;
Ας έρθουμε όμως στο προκείμενο.
Εξετάζοντας κυρίως το 7(4) σε σχέση με την αναγνώριση της
«Μακεδονικής γλώσσας», και το επιχείρημα που ακούστηκε (και ακούγεται) ότι η
πΓΔΜ δέχθηκε ότι η γλώσσα αυτή «ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών γλωσσών»,
διαβάζοντας το τι πραγματικά αναγράφεται στο συγκεκριμένο σημείο, διαπιστώνουμε
ότι η γειτονική χώρα απλά «ΣΗΜΕΙΩΝΕΙ (“notes” στο αγγλικό κείμενο) ότι η
επίσημη γλώσσα του, η Μακεδονική γλώσσα, ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών
γλωσσών» (τα κεφαλαία δικά μου). Σε αυτό ακριβώς το σημείο, η πρόταση
«συμφώνησαν και έκαναν αμοιβαία αποδεκτά» που υπάρχει στην εισαγωγή του Άρθρου
1 το οποίο εξετάζουμε, ουσιαστικά καταργείται και μετατρέπεται σε «σημείωση».
Ή, ακόμη χειρότερα, η Ελλάδα συμφώνησε και έκανε αποδεκτό, το ότι η πΓΔΜ
ΣΗΜΕΙΩΣΕ πως η επίσημη γλώσσα της ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών
γλωσσών.
Για να το πούμε πιο απλά, η Ελλάδα αναγνώρισε την
«Μακεδονική γλώσσα», με τη ΣΗΜΕΙΩΣΗ και ΟΧΙ ΤΗΝ ΑΠΟΔΟΧΗ της πΓΔΜ, ότι αυτή
ανήκει στην ομάδα των Σλαβικών γλωσσών.
Ελπίζω ο καθένας να καταλαβαίνει την διαφορά της σημασίας
των λέξεων.
Στο ίδιο άρθρο και στην ίδια παράγραφο (1.3) η περίπτωση (δ)
αναφέρει ότι «οι όροι «Μακεδονία» και «Μακεδόνας», έχουν την έννοια που
αποδίδεται στο Άρθρο 7» της Συμφωνίας. Αφού σημειώσω ότι (επιμελώς) εδώ
στο ελληνικό κείμενο, έχει παραληφθεί να αναφερθεί ότι με την αγγλική λέξη
του επίσημου κειμένου “Macedonian” δεν νοείται μόνον ο «Μακεδόνας» αλλά και οι
επιθετικοί προσδιορισμοί της λέξης, δηλαδή «Μακεδονικός/η/ο», ας συνεχίσω.
Επανεξετάζοντας το Άρθρο 7, διαβάζουμε ότι η Ελλάδα και
η πΓΔΜ «ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΥΝ (“acknowledge” στο αγγλικό κείμενο) ότι «η εκατέρωθεν
αντίληψή τους ως προς τους όρους «Μακεδονία» και «Μακεδόνας», αναφέρεται σε
διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και πολιτιστική κληρονομιά».
Αφού επισημάνω την πολύ προσεκτική αποφυγή των όρων
«αποδέχονται» (accepted) και «συμφωνούν» (agreed) οι οποίοι
χρησιμοποιούνται στην εισαγωγή (όπως ήδη προαναφέρθηκε) της παρ. 3 του ίδιου
Άρθρου 1 (mutual accepted and agreed), έναντι του
«αναγνωρίζουν» (acknowledge), που χρησιμοποιείται εδώ, διαπιστώνει κανείς ότι
ναι μεν κάτι τέτοιο αναγνωρίζεται και από τις δύο πλευρές, αλλά πώς ;
Όπως ακριβώς διευκρινίζεται στις παρ. 7(2) και 7(3).
Όσον αφορά δηλαδή την Ελλάδα «με αυτούς τους όρους νοούνται
όχι μόνον η περιοχή και ο πληθυσμός της Βόρειας περιοχής (της), αλλά και τα
χαρακτηριστικά τους, καθώς και ο Ελληνικός πολιτισμός, η ιστορία, η κουλτούρα
και η κληρονομιά αυτής της περιοχής, από την αρχαιότητα έως σήμερα»
Όσον αφορά την πΓΔΜ «με αυτούς τους όρους νοούνται η
επικράτεια, η γλώσσα, ο πληθυσμός και τα χαρακτηριστικά τους, με την δική τους
ιστορία, πολιτισμό και κληρονομιά, διακριτώς διαφορετικά από αυτά που
αναφέρονται στο Άρθρο 7(2)» δηλαδή την Ελλάδα.
Άρα, για την Ελλάδα, με την θέση σε ισχύ της Συμφωνίας, όταν
αναφερόμαστε στους όρους «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» θα εννοούμε αποκλειστικά
και μόνο την περιοχή της Βόρειας Ελλάδας και τον πληθυσμό της με τα δικά
τους χαρακτηριστικά (διακριτώς διαφορετικά από αυτά της πΓΔΜ), αλλά και
τον ΕΛΛΗΝΙΚΟ πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την
κληρονομιά ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ, από την αρχαιότητα έως σήμερα.
Μια στιγμή όμως !
Εάν ισχύει αυτό, τότε (πχ) … ο Βασίλειος Α’ ο Μακεδών, ο
Βυζαντινός Αυτοκράτορας και ιδρυτής της Μακεδονικής δυναστείας, που
κράτησε 190 χρόνια και περιελάμβανε αυτοκράτορες όπως ο Λέων ΣΤ’ ο Σοφός, ο
Νικηφόρος Β’ Φωκάς αλλά και ο Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος, και ο οποίος
γεννήθηκε στην Χαριούπολη Ραιδεστού της Θράκης (που τότε
ανήκε στο Θέμα της Μακεδονίας), ΕΚΤΟΣ δηλαδή «της Βόρειας περιοχής» της
Ελλάδας, θα παύσει να αποκαλείται πλέον «ο Μακεδών» ; Δε θα παύσει αλλά … θα
ανήκει πλέον στην Ιστορία της πΓΔΜ ; Θα μπορεί η Ελλάδα ή όχι να αναφέρεται σε
αυτόν, όπως ακριβώς αναφέρει στα «Τακτικά» του ο Λέων ΣΤ' ο Σοφός, ο οποίος
γράφει ότι ο Βασίλειος Α' «εγραίκωσε τα Σλαβικά έθνη», δηλαδή εκχριστιάνισε
και εξελλήνισε τους Σλάβους ;
Τι απ’ όλα θα ισχύει ; Γιατί όλα, δε γίνεται.
Και γι’ αυτό όμως (μάλλον) έχει προβλέψει η Συμφωνία.
Αναφέροντας το παραπάνω ως χαρακτηριστικό (ελπίζω)
παράδειγμα των ζητημάτων που δημιουργούνται με αυτή την «αναγνώριση» από
πλευράς της Ελλάδας, και χωρίς να κουράσω με άλλα παραδείγματα, ας συγκρίνουμε
τις δύο παραγράφους.
Διαπιστώνει λοιπόν κανείς ότι, μπορεί μεν το όνομα της πΓΔΜ
με τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας, να έχει συμφωνηθεί πως θα είναι «Βόρεια
Μακεδονία», όταν όμως κάποιος πολίτης, κάτοικος, ή ό,τι άλλο της πΓΔΜ
πρόκειται να αναφερθεί «στην επικράτεια, στην ιστορία, στον πολιτισμό και την
κληρονομιά» της, μπορεί άνετα να χρησιμοποιεί τους γενικούς όρους «Μακεδονία»,
«Μακεδονικός/η/ο» (κλπ), οι οποίοι μάλιστα θα είναι «διακριτώς
διαφορετικοί» από τα αντίστοιχα Ελληνικά (ιστορία, πολιτισμό κλπ).
Προκύπτει λοιπόν η απορία.
Ποιος είπε ότι η ιστορική και πολιτισμική
προπαγάνδα των Βορείων γειτόνων μας, διεκδίκησε ποτέ τον Ελληνικό
πολιτισμό και ιστορία, ως τέτοιους ;
Ίσα, ίσα. Αυτό το οποίο μέχρι και σήμερα υποστηρίζουν, και
αμφιβάλλω εάν θα πάψουν ποτέ, είναι ότι ο πολιτισμός και η ιστορία της
περιοχής, ήταν εξ’ αρχής «Μακεδονικός» και όχι Ελληνικός. Δεν διεκδικούν
λοιπόν τον Ελληνικό πολιτισμό και ιστορία (από την αρχαιότητα έως σήμερα), αλλά
την αναγνώριση αυτού του πολιτισμού και της ιστορίας ως «Μακεδονικούς»,
διακριτώς διαφορετικούς δηλαδή από αυτόν/ους της Ελλάδας !
Και εν μέρει το πέτυχαν !!
Με τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας, θα υπάρχουν δύο
«Μακεδονικοί πολιτισμοί», δύο «Μακεδονικές ιστορίες» και δύο «Μακεδονικές
κληρονομιές» !!
Μία έτσι όπως την εννοεί η Ελλάδα, ως μέρος (μάλλον) του
Ελληνικού πολιτισμού, ιστορίας και κληρονομιάς, που θα αντλούν τη βάση τους
«από τη Βόρεια περιοχή της χώρας», και μία έτσι όπως (θα) την εννοεί η πΓΔΜ,
διακριτώς μάλιστα διαφορετικούς.
Όποιος δε κάνει την (αυθόρμητη) ερώτηση «και ποια
“Μακεδονική” ιστορία, πολιτισμό και κληρονομιά θα έχει δηλαδή η
πΓΔΜ, και από πότε αυτή θα αρχίζει, σε ποιον/ποιους θα αναφέρεται» κλπ, η
απάντηση που θα πάρει θα έχει άμεση σχέση … με τον ερωτώμενο. Άλλη
θα είναι από έναν πολίτη της πΓΔΜ, άλλη από έναν Έλληνα και (πιθανόν) άλλη από
οποιονδήποτε «τρίτο».
Ίσως όμως (και εδώ) η Συμφωνία να έχει … προβλέψει (μία
Επιτροπή).
Παραβλέπω το σχολιασμό του εδαφίου 1.3(ε) το οποίο
αναφέρεται στους κώδικες (ή κωδικούς) αναγνώρισης της πΓΔΜ, οι οποίοι
παραμένουν οι ίδιοι (!), αλλά και στις πινακίδες των αυτοκινήτων τους, που
υποχρεώνονται να αλλάξουν, εκτός ίσως μόνον από το ότι δεν υπάρχει και δεν
αναφέρεται χρονικό όριο συμμόρφωσης της χώρας με αυτή την πρόβλεψη (εκτός από
ένα αόριστο … «θα», “shall be” στο αγγλικό κείμενο).
Στο εδάφιο 1.3(ζ) γίνεται αναφορά για το τρόπο χρήσης του (ή
των) επιθετικού προσδιορισμού των όρων «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» (και
Μακεδονικό/η/ο) τόσο από το κράτος της πΓΔΜ και τους οργανισμούς ή/και φορείς
που εξαρτώνται από αυτό, όσο όμως και από ιδιωτικούς φορείς οι οποίοι
« … δεν έχουν σχέση με το κράτος και τις δημόσιες οντότητες, δεν έχουν συσταθεί
με νόμο και δεν απολαμβάνουν οικονομικής υποστήριξης από το κράτος για ΓΙΑ
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ … » (τα κεφαλαία δικά μου), οι οποίοι ΔΥΝΑΝΤΑΙ
να ευθυγραμμίζονται με το Άρθρο 7(3) και (4).
Τι ακριβώς σημαίνει αυτό. Πολύ απλά ότι ενώ το επίσημο
κράτος της πΓΔΜ και όσοι φορείς το αντιπροσωπεύουν ή/και εξαρτώνται οικονομικά
από αυτό, θα πρέπει να συμμορφώνονται με τον τρόπο χρήσης των όρων «Μακεδονία»
και «Μακεδόνας», έτσι όπως αυτός διευκρινίζεται (προβληματικά για εμένα) στο
Άρθρο 7(3) και (4), οι ΙΔΙΩΤΙΚΟΙ φορείς που δεν εξαρτώνται από το
κράτος κατά κανένα λόγο για να λειτουργήσουν και δε
χρηματοδοτούνται/επιχορηγούνται από την πΓΔΜ για δραστηριότητές τους ΜΟΝΟ στο
εξωτερικό (σωρευτικά ΚΑΙ οι δύο λόγοι), μπορούν ΕΑΝ ΘΕΛΟΥΝ να
ευθυγραμμιστούν με αυτή την πρόβλεψη. Δεν υποχρεώνει κανείς δηλαδή, ΟΠΟΙΑΔΉΠΟΤΕ
φυσική ή νομική οντότητα η οποία θελήσει να αναλάβει ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ δραστηριότητα
τόσο στο εσωτερικό της πΓΔΜ (χωρίς κανέναν περιορισμό), όσο και στο εξωτερικό
(αρκεί να μη χρηματοδοτείται από την πΓΔΜ γι’ αυτό), να το προσδιορίσει ως
«Μακεδονικό», χωρίς την πρόσθεση του προσδιοριστικού «Βόρειο».
Αυτό δε επιτείνεται (και εδραιώνεται), με την αμέσως επόμενη
πρόταση της Συμφωνίας (στο ίδιο εδάφιο “ζ”), η οποία αναφέρει πως «Η χρήση
επιθέτου για δραστηριότητες, ΔΥΝΑΤΑΙ να ευθυγραμμίζεται με το Άρθρο 7(3) και
(4)». Ούτε από ποιους, ούτε ποιες «δραστηριότητες» … τίποτε !
Άλλη μία δηλαδή παράβαση του “erga omnes” !
Η Συμφωνία, συνεχίζει να … αυτοαναιρείται !
Στο εδάφιο (η) του Άρθρου 1.3, για πρώτη φορά γίνεται
αναφορά στην ανάγκη αναθεώρησης του Συντάγματος της γειτονικής χώρας. Ένα
(ελπίζω) συντακτικό λάθος, τόσο στο επίσημο αγγλικό, όσο και στην ελληνική του
μετάφραση, κείμενο, δημιουργεί κάποιες απορίες, οι οποίες ελπίζω να μην έχουν
συνέπειες. Αναφέρεται επακριβώς στο 1.3(η) ότι η πΓΔΜ «θα υιοθετήσει (adopt) το
“Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας” ως το επίσημο όνομά του και τις ορολογίες
που αναφέρονται στο Άρθρο 1(3), μέσω της εσωτερικής του διαδικασίας που
είναι και δεσμευτική και αμετάκλητη και συνεπάγεται την τροποποίηση του
Συντάγματος , όπως συμφωνήθηκε στην παρούσα Συμφωνία».
Εάν με την πρώτη ανάγνωση δε γίνεται αμέσως κατανοητό,
διευκρινίζω.
Με την διατύπωση αυτή, οι όροι «δεσμευτική και αμετάκλητη»,
αναφέρονται στην «εσωτερική διαδικασία» της πΓΔΜ, και ΟΧΙ στην δεσμευτική και
αμετάκλητη συμφωνία της, να … «υιοθετήσει» ( όρος κι αυτός ! ), το
όνομα και τις ορολογίες του Άρθρου 1.3.
Ελπίζω να κάνω λάθος.
Από την άλλη βέβαια, εάν ισχύει αυτό το «συντακτικό λάθος»,
είναι πιθανό να προκαλέσει εντάσεις στην ίδια την πΓΔΜ, σε περίπτωση που η
παρούσα κυβέρνηση του κ. Ζάεφ, με σκοπό να περάσει η Συμφωνία, θελήσει να
προβεί σε αλλαγή των «εσωτερικών διαδικασιών» της για την επιτυχή ολοκλήρωση
των «βημάτων» που προβλέπονται σε αυτή. Εκεί, εάν το «λάθος» δε είναι τέτοιο,
θα υπάρξει πραγματικό πρόβλημα ερμηνείας του εδαφίου.
Στο εδάφιο (θ) του Άρθρου 1.3, τα προβλήματα της Συμφωνίας
όχι απλά πολλαπλασιάζονται, γίνονται πλέον τόσο εμφανή, σε σημείο που να
προκαλούν το μειδίαμα με την αοριστία της.
Εδώ έχουμε τη συμφωνία της Ελλάδος και της πΓΔΜ «σε σχέση με
τα προαναφερόμενα όνομα και ορολογίες στις ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ονομασίες, τα
ΕΜΠΟΡΙΚΑ σήματα και τις ΕΠΩΝΥΜΙΕΣ … να υποστηρίξουν και να ενθαρρύνουν τις
επιχειρηματικές τους κοινότητες, να θεσμοθετήσουν έναν ειλικρινή, δομημένο και
με καλή πίστη διάλογο, στο πλαίσιο του οποίου θα επιδιώξουν ΚΑΙ ΘΑ ΒΡΟΥΝ ΑΜΟΙΒΑΙΩΣ
ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ λύσεις, στα θέματα που πηγάζουν από τις εμπορικές ονομασίες, τα
εμπορικά σήματα και τις επωνυμίες, και ΟΛΑ τα σχετικά ζητήματα σε διμερές και
διεθνές επίπεδο» (τα κεφαλαία δικά μου). Κι επειδή (προφανώς) καμία από τις δύο
χώρες δεν έχει εμπιστοσύνη στην επιτυχία αυτού του «ειλικρινούς, δομημένου και
με καλή πίστη» διαλόγου μεταξύ των επιχειρηματικών τους κοινοτήτων, προβλέπουν
την δημιουργία μιας «διεθνούς ομάδας ειδικών (ειδικών σε τι, δεν
διευκρινίζεται), η οποία θα αποτελείται από εκπροσώπους των δύο κρατών στο
πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την κατάλληλη συνεισφορά των Ηνωμένων Εθνών
και του Διεθνούς Οργανισμού Τυποποίησης. Αυτή η ομάδα ειδικών, θα συγκροτηθεί
εντός του 2019, και θα ολοκληρώσει την εργασία της εντός τριών ετών». Εν τω
μεταξύ, στο ίδιο εδάφιο, η τελευταία του πρόταση, ακυρώνει (κατά τη γνώμη μου)
ό,τι έχει αναφερθεί στις προηγούμενες ! Προβλέπει δηλαδή ότι «ΤΙΠΟΤΕ σε αυτή
την παράγραφο (1.3(θ)) δε θα επηρεάσει την ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΧΡΗΣΗ, μέχρις ότου
εξευρεθεί αμοιβαία συμφωνία, ΟΠΩΣ ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ σε αυτό το υπό-τμήμα» (!!)
Δηλαδή, με (σχεδόν) προδιαγεγραμμένη την αποτυχία του
διαλόγου μεταξύ των επιχειρηματικών κοινοτήτων των δύο χωρών, ένας
διάλογος ο οποίος δεν διευκρινίζεται ούτε πότε πρόκειται να ξεκινήσει, ούτε
υπάρχει κάποιο χρονοδιάγραμμα για την υλοποίησή του, ή εάν θα διεξάγεται παράλληλα,
ταυτόχρονα ή συμμετοχικά εντός της διεθνούς επιτροπής των «ειδικών»,
θεσμοθετείται μία ΑΟΡΙΣΤΗ «διεθνής επιτροπή»,με «ειδικούς» που δεν ξέρουμε
ποιοι και πόσοι θα είναι, η οποία θα ξεκινήσει τις εργασίες της εντός του 2019
(!!), χρονιά αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων στην Ελλάδα, για να
ολοκληρώσει τις εργασίες της μέχρι το 2021-2022. Μέχρι τότε, αλλά και για
αόριστο χρονικό διάστημα μετά, οι εμπορικές ονομασίες, τα εμπορικά σήματα
και οι επωνυμίες, έτσι όπως ακριβώς χρησιμοποιούνται ΣΗΜΕΡΑ και από τα δύο
κράτη, δεν πρόκειται να αλλάξουν, μιας και την επιτυχή ολοκλήρωση αυτού του
«διαλόγου» (η κατάληξη δηλαδή σε μία «αμοιβαία συμφωνία») σε οποιοδήποτε
επίπεδο, είτε επιχειρηματικών κοινοτήτων, είτε μέσω της διεθνούς επιτροπής, δεν
μπορεί να την εγγυηθεί κανείς.
«Λύση» σε αυτό το ζήτημα, είναι πιθανό να επιδιωχθεί με βάση
την πρόβλεψη η οποία υπάρχει στη Συμφωνία στην παρ. 4 του Άρθρου. 8, όπου
αναφέρεται ότι τόσο η Ελλάδα, όσο και η πΓΔΜ δεσμεύονται « … από τις συστάσεις
των Ηνωμένων Εθνών για την Τυποποίηση των Γεωγραφικών Ονομάτων σε σχέση με τη
χρήση των επίσημων γεωγραφικών ονομάτων και τοπωνυμίων στην επικράτεια του
άλλου Μέρους (της Ελλάδας ή της πΓΔΜ) δίδοντας με αυτό τον τρόπο ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ
στη χρήση των ΕΝΔΩΝΥΜΩΝ, έναντι των εξωνύμων». Τα τοπωνύμια δηλαδή, αντί κάτι
άλλου με ευρύτερη γεωγραφική αναφορά.
Με απλά λόγια, είναι πολύ πιθανό να δούμε σε ετικέτες
προϊόντων (πχ) «Μακεδονικός Οίνος Νάουσας» και … «Μακεδονικός Οίνος Κρουσόβου»,
τα οποία θα πρέπει να γίνονται αμοιβαίως αποδεκτά στις αγορές τόσο (και κυρίως)
των δύο χωρών, όσο και διεθνώς.
Για το μόνο που μπορεί κανείς να είναι σίγουρος με όλα τα
παραπάνω, είναι ότι ο Διεθνής Οργανισμός Τυποποίησης, πρόκειται να έχει αρκετή
δουλειά τα αμέσως επόμενα χρόνια, ασχολούμενος με τα ζητήματα που θα προκύπτουν
αλλεπάλληλα μεταξύ των δύο χωρών, όσον αφορά το χαρακτηρισμό κάποιου προϊόντος,
ή ακόμη και την επωνυμία εμπορικών οντοτήτων (ιδιωτικών ή εξαρτώμενων από
δημόσιους, δημοτικούς ή περιφερειακούς φορείς) ως «Μακεδονικά».
Μπάχαλο !
Στην παρ. 4 του Άρθρου 1, υπάρχουν καταγεγραμμένα τα
«βήματα» που πρέπει να ακολουθήσει (πρώτα) η πΓΔΜ, για τη θέση σε ισχύ της
Συμφωνίας. Προβλέπεται δηλαδή ότι εφόσον η πΓΔΜ ολοκληρώσει α) την κύρωση της
Συμφωνίας από το κοινοβούλιό της, β) τη γνωστοποίηση προς την Ελλάδα ότι η
Συμφωνία αυτή έχει κυρωθεί στο κοινοβούλιό της (κι αυτό γιατί η χώρας μας έχει
αναλάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις ως προς αυτό), γ) την διεξαγωγή
δημοψηφίσματος στην πΓΔΜ, εφόσον αυτή το αποφασίσει και δ) την έναρξη των
Συνταγματικών τροποποιήσεων που χρειάζεται να γίνουν στο Σύνταγμα της πΓΔΜ,
όπως αυτές προβλέπονται στην παρούσα Συμφωνία, οι οποίες και πρέπει να
υλοποιηθούν στο σύνολό τους εντός του 2018, η Ελλάδα, μόλις λάβει από την πΓΔΜ
την ειδοποίηση ότι έχει η πΓΔΜ ολοκληρώσει τις Συνταγματικές αλλαγές που
προβλέπονται στη Συμφωνία αλλά και όλες τις εσωτερικές νομικές διαδικασίες για
τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας, θα κυρώσει και αυτή, χωρίς καθυστέρηση, τη
Συμφωνία.
Τα ζητήματα που προκύπτουν αρκετά, και χρήζουν ιδιαίτερης
αναφοράς.
Κατ΄ αρχήν δεν προβλέπεται πουθενά, και πώς θα μπορούσε
άλλωστε, τι γίνεται σε περίπτωση που το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην
γειτονική χώρα, είναι αντίθετο με τη Συμφωνία. Ούτε φυσικά, το τι ενέργειες
μπορεί να αναλάβει η κυβέρνηση του κ. Ζάεφ, είτε το αποτέλεσμα του
δημοψηφίσματος είναι αρνητικό, είτε θετικό ως προς τη Συμφωνία.
Και εξηγούμαι.
Εάν οι πλειοψηφία των πολιτών της πΓΔΜ, επιλέξουν να
τοποθετηθούν ΑΡΝΗΤΙΚΑ απέναντι στις προβλέψεις της Συμφωνίας, αυτό ΔΕΝ
τη θέτει σε καμία περίπτωση άκυρη. Το μόνο αποτέλεσμα μιας τέτοιας εξέλιξης, θα
έχει να κάνει με τις πολιτικές αποφάσεις της κυβέρνησης Ζάεφ. Κανείς
δεν μπορεί να αποκλείσει δηλαδή, την περίπτωση της πρόωρης διάλυσης της
Βουλής της γειτονικής χώρας, και της προσφυγής στις κάλπες. Κι αυτό διότι
ήδη, έχει προηγηθεί η κύρωση της Συμφωνίας από την Βουλή της πΓΔΜ, κάτι που
σημαίνει ότι η απόφαση της πλειοψηφίας της παρούσας Βουλής, θα έρχεται σε
αντίθεση με την απόφαση της πλειοψηφίας των πολιτών της χώρας. Σκοπός
ουσιαστικά μιας τέτοιας απόφασης της κυβέρνησης Ζάεφ, η πρόωρη δηλαδή προσφυγή
στις κάλπες, θα είναι το να προσπαθήσει να αλλάξει τη γνώμη των πολιτών της
χώρας, «κερδίζοντας» πολιτικό χρόνο και εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι το
σύνολο (σχεδόν) των θεσμικών -και όχι μόνο- φορέων, τόσο της
Ευρωπαϊκής όσο και της Διεθνούς πολιτικής σκηνής, έχουν ήδη τοποθετηθεί ευνοϊκά
ως προς τη Συμφωνία.
Στην (απίθανη κατά τη γνώμη μου) αυτή περίπτωση, της
αρνητικής δηλαδή ως προς τη Συμφωνία έκβασης του δημοψηφίσματος στην γειτονική
χώρα, και σε περίπτωση προκήρυξης εκλογών εξ αυτού του λόγου, το λιγότερο που
θα μπορεί να ελπίζει ο κ. Ζάεφ ως κέρδος, θα είναι η αύξηση των βουλευτικών
εδρών της (πιθανόν) νέας του κυβέρνησης, ώστε να «περάσει» με μεγαλύτερη
ευκολία τις Συνταγματικές αλλαγές που προβλέπονται στη Συμφωνία.
Στην περίπτωση όμως που το αποτέλεσμα των εκλογών είναι
τέτοιο, ώστε το εθνικιστικό VMRO-DPMNE του κ. Μίτσκοσκι μπορεί να
σχηματίσει εκείνο κυβέρνηση, κάτι το οποίο δεν κατέστη εφικτό στην τελευταία
εκλογική αναμέτρηση στην πΓΔΜ, παρά το ότι το κόμμα ήταν πρώτο σε ψήφους, είναι
πιθανό να σημαίνει και την ακύρωση της Συμφωνίας. Ας το ελπίσουμε.
Τι γίνεται όμως σε περίπτωση που το αποτέλεσμα του
δημοψηφίσματος, είναι θετικό ως προς τη Συμφωνία ;
Ακόμη κι εδώ, τίποτε και κανείς, και πώς θα μπορούσε
άλλωστε, να αποκλείσει το γεγονός της πρόωρης (και πάλι) προσφυγής στις κάλπες
στην γειτονική χώρα. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση, η στόχευση της σημερινής
κυβέρνησης Ζάεφ, θα είναι ελαφρά διαφορετική και θα έχει να κάνει με την αύξηση
των εδρών της κυβερνητικής του πλειοψηφίας, ώστε να «περάσουν» άμεσα και χωρίς
προβλήματα οι Συνταγματικές αλλαγές που προβλέπονται στη Συμφωνία.
Τίποτε και κανείς βέβαια δεν μπορεί να αποκλείσει το γεγονός
ότι, είτε σε περίπτωση αρνητικής, είτε σε περίπτωση θετικής έκβασης
του δημοψηφίσματος, η κυβέρνηση Ζάεφ να προσπαθήσει να «περάσει» τις
απαιτούμενες Συνταγματικές αλλαγές, χωρίς προηγουμένως να έχουν διεξαχθεί
εθνικές εκλογές στη χώρα. Το γεγονός ότι η «έναρξη της συζήτησης για τις
Συνταγματικές αλλαγές» μπορεί να γίνει υπό την παρούσα σύνθεση της Βουλής
(απαιτούνται μόλις 30 βουλευτές για να καταθέσουν την πρόταση, τους οποίους
διαθέτει άνετα η σημερινή κυβέρνηση), σε συνδυασμό με το ότι, μπορεί μεν να
προβλέπεται στη Συμφωνία ότι οι αλλαγές αυτές θα πρέπει να ολοκληρωθούν στο
σύνολό τους εντός του 2018, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να είναι απόλυτα δεσμευτικό,
μιας και η υποχρέωση της πΓΔΜ είναι «με την ολοκλήρωση των Συνταγματικών
τροποποιήσεων και των εσωτερικών νομικών διαδικασιών», να γνωστοποιήσει (“upon notification”
στο αγγλικό κείμενο) στην Ελλάδα την ολοκλήρωση αυτών των διαδικασιών, ΧΩΡΙΣ
ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΧΡΟΝΙΚΟ πλαίσιο εντός του οποίου αυτή η γνωστοποίηση θα
πρέπει να αποσταλεί, ώστε να προκύπτει ακυρότητα της Συμφωνίας σε περίπτωση
παράβασής του, δίνει το δικαίωμα στην κυβέρνηση Ζάεφ να προσπαθήσει να «βρει»
τους 11 περίπου βουλευτές που χρειάζεται, μιας και είναι ήδη γνωστό ότι η
κύρωση της Συμφωνίας συγκέντρωσε ήδη 69 θετικές ψήφους από το σύνολο των 120
βουλευτικών εδρών της πΓΔΜ, ενώ για την αποδοχή των τροποποιήσεων του
Συντάγματος, χειάζονται 80 θετικές ψήφοι. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί, και ίσως
να μην αποτελεί σύμπτωση, ότι μόλις τον περασμένο Απρίλιο, απορρίφθηκε στο
κοινοβούλιο της γειτονικής χώρας, πρόταση δυσπιστίας την οποία είχε καταθέσει
το VMRO-DMPNE, η οποία συγκέντρωσε μόλις 40 θετικές ψήφους, ενώ ο νέος
αρχηγός του VMRO κ. Μίτσκοσκι, προσπαθεί να αλλάξει την εικόνα του κόμματος και
να το μετατρέψει σε κεντροδεξιό, φιλοευρωπαϊκό και φιλοδυτικό, τηρώντας
αποστάσεις από τις εθνικιστική γραμμή που ακολουθήθηκε τα προηγούμενα χρόνια.
Με το σύνολο των Ευρωπαϊκών αλλά και διεθνων οργανισμών και
θεσμών, του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στο οποίο το VMRO-DMPNE είναι
μέλος, να έχουν ταχθεί υπέρ της Συμφωνίας, ελπίζω ο καθένας να κατανοεί ποιο
πρόκειται (κατά πάσα πιθανότητα) να είναι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
«Συνδετικός» δε «κρίκος» μεταξύ του κυβερνώντος πολιτικού
σχηματισμού και του VMRO-DMPNE, είναι ο σημερινός υπουργός εξωτερικών της
πΓΔΜ κ. Ντιμιτρόφ, ο οποίος και προέρχεται από αυτό.
Οι παράγραφοι 5 και 6 του Άρθρου 1, «ασχολούνται» με τυπικά
θέματα γνωστοποιήσεων στα οποία θα πρέπει να προβεί η πΓΔΜ αμέσως μετά τη θέση
σε ισχύ της Συμφωνίας. Μετά δηλαδή και από την κύρωσή της από το Ελληνικό
κοινοβούλιο. Γνωστοποιήσεις οι οποίες θα σταλούν από την πΓΔΜ προς το σύνολο
των διεθνών, πολυμερών και περιφερειακών οργανισμών, θεσμών και fora, με
τις οποίες θα ζητά στο εξής να χρησιμοποιούν το νέο όνομα της χώρας, σε κάθε
τους επικοινωνία και αναφορά, οποιασδήποτε μορφής.
Στην παράγραφο 7 του ίδιου Άρθρου, εντοπίζουμε μία ακόμη
αναφορά στις … εξαιρέσεις της Συμφωνίας. Εδώ, ως εξαίρεση από όσα η παράγραφος
προβλέπει, γίνεται μνεία σε δύο επόμενες παραγράφους του Άρθρου 1, τις 9 και
10. Μέσα στην αντιφατικότητά της, η παράγραφος αυτή αναφέρει ότι «Από τη θέση
σε ισχύ της Συμφωνίας, και με την επιφύλαξη των διατάξεων του Άρθρου 1(9) και
(10), οι όροι «Μακεδονία», «Δημοκρατίας της Μακεδονίας», «ΠΓΔ της Μακεδονίας»,
«ΠΓΔ Μακεδονίας» σε μεταφρασμένη ή αμετάφραστη εκδοχή, καθώς και το προσωρινό
όνομα «η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» και το ακρωνύμιο
«πΓΔΜ», θα σταματήσουν να χρησιμοποιούνται για να αναφέρονται στο Δεύτερο Μέρος
(δηλαδή την πΓΔΜ) σε οιοδήποτε επίσημο πλαίσιο».
Ήδη παραπάνω, έχω αναφέρει ότι στο Άρθρο 7 της Συμφωνίας,
έχει γίνει κοινά αποδεκτό και από τις δύο χώρες, ότι οι όροι «Μακεδονία» και
«Μακεδόνας» (και Μακεδονικός/η/ο), μπορούν να χρησιμοποιούνται ΚΑΙ από τις δύο
χώρες, εφόσον δίνουν σε αυτούς τους όρους … διαφορετικό νόημα, όσον αφορά την
ιστορικότητά τους και την πολιτιστική τους κληρονομιά.
Ποιος ο λόγος λοιπόν της ύπαρξης αυτής της παραγράφου ;
Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για α) μία «εισαγωγή» στην
παραβίαση του erga omnes, όπως ήδη ανέφερα και θα αναλύσουμε
παρακάτω, και για ένα απροσδιόριστο χρονικά πλαίσιο, και β) για μία απαγόρευση,
κυρίως προς την Ελλάδα, όσον αφορά τη συνέχιση της χρήσης των ονομάτων που
αναφέρονται σε αυτή την παράγραφο, «σε οιοδήποτε επίσημο πλαίσιο».
Είναι σίγουρο ότι … ανεπίσημα, θα υπάρχουν αντικρουόμενες
αναφορές στο γειτονικό μας κράτος.
Η παράγραφος 8, ουσιαστικά επιβεβαιώνει αυτό που ανέφερα
λίγο πιο πάνω. Προβλέπει δηλαδή ότι από τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας, ειδικά η
Ελλάδα και η πΓΔΜ, και πάλι όμως με την εξαίρεση των παραγράφων 9 και 10 του
ίδιου Άρθρου, οι οποίες όμως αφορούν ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ την πΓΔΜ, « … θα
χρησιμοποιούν το όνομα και τις ορολογίες του Άρθρου 1(3), για όλες τις χρήσεις
και για όλους τους σκοπούς erga omnes, ήτοι, εσωτερικά, σε όλες τις
διμερείς σχέσεις τους και σε όλους τους περιφερειακούς και διεθνείς οργανισμούς
και θεσμούς». Με λίγα λόγια, από την κύρωση της Συμφωνίας και από το
Ελληνικό κοινοβούλιο, κι ενώ η πΓΔΜ θα διαθέτει ένα σχετικά απροσδιόριστο
χρονικό διάστημα για να συμμορφωθεί με τις προβλέψεις χρήσης του σημερινού της
ονόματος στο εσωτερικό (κυρίως) της χώρας, η Ελλάδα, ακόμη κι αν πρόκειται
για εσωτερική της αλληλογραφία, η οποία όμως θα αναφέρεται στο γειτονικό
κράτος, υποχρεούται να αναφέρεται σε αυτό με το καινούργιο του όνομα.
Κι ας έρθουμε στις παραγράφους 9 και 10 του Άρθρου 1.
Αν και στην παράγραφο 9, έχω ήδη αναφερθεί πιο πάνω, ελπίζω
να μου επιτρέψει ο αναγνώστης να αναφερθώ και πάλι, επαναλαμβάνοντας την
κριτική μου, έτσι ώστε να γίνει απόλυτα πλέον κατανοητό, το πόσο αντιφατική και
αυτοαναιρούμενη είναι σχεδόν στο σύνολό της, αυτή η Συμφωνία.
Σε αυτή την παράγραφο λοιπόν, αναφέρεται ότι η πΓΔΜ «χωρίς
καθυστέρηση ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΤΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ, θα πάρει όλα τα
απαραίτητα μέτρα ώστε οι αρμόδιες Αρχές της χώρας στο εξής εσωτερικά να
χρησιμοποιούν το όνομα και τις ορολογίες τουν Άρθρου 1(3) της παρούσας
συμφωνίας σε όλα τα ΝΕΑ επίσημα έγγραφα, αλληλογραφία και συναφές υλικό» (τα
κεφαλαία δικά μου). Η κριτική μου εδώ έχει να κάνει με το ποιος βεβαιώνει και
αν μπορεί να ελέγξει ή και να παρέμβει στο πώς, πότε και εάν η πΓΔΜ ακολουθεί ή
πρόκειται να ακολουθήσει τη «χρηστή διοικητική πρακτική» όπως την εννοούμε και
την εφαρμόζουμε, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο σύγχρονο δυτικό πολιτισμό και
διοικητική οργάνωση.
Αν δε, λάβουμε υπ’ όψιν και την πρόβλεψη της παρ. 10(β) του
ίδιου Άρθρου, όπου αναφέρεται ότι «Η “πολιτική” μεταβατική περίοδος θα αφορά
όλα τα έγγραφα και υλικό αποκλειστικά για εσωτερική χρήση στο Δεύτερο Μέρος. Η
έκδοση των εγγράφων και υλικού που εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία σύμφωνα με
το Άρθρο 1(3), ΘΑ ΞΕΚΙΝΑ ΣΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΚΑΘΕ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΤΗΣ Ε.Ε.
ΣΤΟ ΣΥΝΑΦΕΣ ΠΕΔΙΟ, ΚΑΙ ΘΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΕΙ ΕΝΤΟΣ ΠΕΝΤΕ ΕΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟΤΕ» (τα κεφαλαία
δικά μου), καταλαβαίνουμε ότι οποιοδήποτε εσωτερικό έγγραφο φέρει σήμερα την
ένδειξη «Δημοκρατία της Μακεδονίας», δεν είναι απαραίτητο να αλλάξει άμεσα με
την έναρξη της ισχύος της συμφωνίας, αλλά ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ η πΓΔΜ ξεκινήσει τις
ενταξιακές διαπραγματεύσεις της με την Ε.Ε., και ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ «ανοίξει» συναφές με
το αντικείμενο κεφάλαιο, και ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ περάσουν πέντε χρόνια από τότε. Αρκεί
νομίζω να αναφέρω ότι οι διαπραγμετεύσεις αυτές μπορεί να διαρκέσουν αρκετά
χρόνια, τόσα όσα θα κρίνει η πΓΔΜ ότι τη συμφέρει να καθυστερήσει ή όχι.
Εάν αυτή η πρόβλεψη (επαναλαμβάνω) δεν είναι ευθεία εξαίρεση
(αν όχι παραβίαση) του “erga omnes”, τότε δε γνωρίζω τι μπορεί να είναι.
Ως συνέχεια της κριτικής μου ανάλυσης στην παρ. 10, θα
πρέπει να αναφερθώ και στην «τεχνική μεταβατική περίοδο» που αυτή
προβλέπει. Η πλήρης εισαγωγή της παρ. 10 στο κείμενο, είναι η εξής «Σε ότι
αφορά την εγκυρότητα των υφιστάμενων εγγράφων και υλικού που εκδόθηκαν από της
αρχές του Δεύτερου Μέρους (της πΓΔΜ), τα μέρη συμφωνούν ότι θα υπάρξουν δύο
μεταβατικές περίοδοι, μία «τεχνική» και μία «πολιτική». Έχοντας αναφερθεί ήδη
στην «πολιτική μεταβατική περίοδο», η «τεχνική» αφορά « … όλα τα επίσημα
έγγραφα και υλικό της Δημόσιας Διοίκησης του Δεύτερου Μέρους (της πΓΔΜ), για
διεθνή χρήση και εκείνα για εσωτερική χρήση που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο
εξωτερικό. Αυτά τα έγγραφα και υλικό, θα ανανεώνονται σύμφωνα με το όνομα και
τις ορολογίες που αναφέρονται στο Άρθρο 1(3) της παρούσας Συμφωνίας, εντός
πέντε ετών από τη θέση σε ισχύ της παρούσας Συμφωνίας, το αργότερο».
Μέχρι και το 2023-2024 λοιπόν, η Ελλάδα, ακόμη και με τη
θέση σε ισχύ της Συμφωνίας, θα είναι υποχρεωμένη να δέχεται ακόμη τα διαβατήρια
των πολιτών της γειτονικής χώρας τα οποία δεν έχει ακόμη λήξει η διάρκεια
ισχύος τους, που θα αναφέρουν «Δημοκρατία της Μακεδονίας», χωρίς καμία
επιφύλαξη, σημείωση ή ότι άλλο.
Είναι δε άξιο απορίας, πόσοι από τα 2 εκατομμύρια περίπου
πολίτες της πΓΔΜ, διαθέτουν σήμερα διαβατήρια και πόσα από αυτά είναι κοντά στη
λήξη τους ή πρόκειται να λήξουν ΜΕΤΑ τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας, μιας και,
ειδικά το δεύτερο, δεν προσδιορίζεται επακριβώς χρονικά, ώστε να υπάρξει τόσο
μεγάλη ανάγκη ύπαρξης αυτής της πρόβλεψης για την «τεχνική μεταβατική περίοδο»
των πέντε ετών.
Το σίγουρο είναι ότι το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, και
μέχρι τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας, αρκετοί από τους πολίτες που τα διαβατήριά
τους λήγουν σε λίγους μήνες, θα σπεύσουν να τα ανανεώσουν, ώστε για τουλάχιστον
πέντε ακόμη χρόνια, αυτά να αναφέρουν το σημερινό Συνταγματικό όνομα της χώρας.
«Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Η παρ.11 του Άρθρου 1 προβλέπει το χρονικό όριο με βάση το
οποίο θα πρέπει να ξεκινήσουν οι διαδικασίες των Συνταγματικών αλλαγών στην
πΓΔΜ. Αυτό δε προσδιορίζεται είτε μετά την κύρωση της Συμφωνίας από το
κοινοβούλιο της γειτονικής χώρας, είτε μετά την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος
εκεί. Η αισιοδοξία (σε βαθμό βεβαιότητας) για τη θετική έκβαση του
δημοψηφίσματος, είναι (αν μη τι άλλο) εμφανής.
Η σημαντικότητα της παρ. 12 του ίδιου Άρθρου,
έχει να κάνει τόσο με τον τρόπο που οι αλλαγές του Συντάγματος της πΓΔΜ πρέπει
να γίνουν, ώστε να συμβαδίζουν με τις προβλέψεις της Συμφωνίας, όσο και με το
ποια ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ Άρθρα του Συντάγματος αλλά και του Προοιμίου του,
θα πρέπει οπωσδήποτε να αλλάξουν. Ανεφέρει χαρακτηριστικά ότι « … το όνομα και
οι ορολογίες … θα ενσωματωθούν στο Σύνταγμα enbloc, με μία τροποποίηση».
Δεν παρέχεται δηλαδή το δικαίωμα στην Πγδμ, να ενσωματώσει τις τροποποιήσεις
που πρέπει να γίνουν, σε διαφορετικές χρονικά τροποποιήσεις του Συντάγματος.
Όλες οι αλλαγές, θα πρέπει να γίνουν όλες μαζί, την ίδια χρονική στιγμή.
Επίσης, οι αλλαγές αυτές (στο όνομα και τις ορολογίες) θα πρέπει να γίνουν
ταυτόχρονα σε όλα τα σχετικά Άρθρα του Συντάγματος. Παράλληλα, η πΓΔΜ, θα
πρέπει να τροποποιήσει «κατάλληλα» τόσο το Προοίμιο του Συντάγματός της, όσο
και ειδικά τα Άρθρα 3 και 49, ώστε να συμβαδίζουν, τόσο με τις προβλέψεις της
Συμφωνίας, όσο και με το γενικότερο «πνεύμα» της.
Κι αυτό διότι τά Άρθρα 3 και 49, θεωρούνται ως εκείνα που
κατεξοχήν προβάλουν τις αλυτρωτικές διαθέσεις της γειτονικής χώρας. Σε
παλαιότερη τροποποίηση του Άρθρου 3 του Συντάγματος της πΓΔΜ τονίζεται πως,
παρότι η χώρα δεν διαθέτει «εδαφικές αξιώσεις έναντι οποιουδήποτε
γειτονικού κράτους», «τα σύνορα της Δημοκρατίας της Μακεδονίας μπορούν να
αλλάξουν, μόνο σε συμφωνία με το Σύνταγμα και την αρχή της ελεύθερης
βούλησης, όπως επίσης και σε συμφωνία με τους γενικώς αποδεκτούς διεθνείς
κανόνες». Στο δε Άρθρο 49, το οποίο είχε και αυτό τροποιηθεί μετά την Ενδιάμεση
Συμφωνία του 1995, διευκρινίζεται ακόμη και σήμερα ότι «η Δημοκρατία φροντίζει
για το καθεστώς και τα δικαιώματα των ατόμων εκείνων που ανήκουν
στο Μακεδονικό λαό σε γειτονικές χώρες, όπως επίσης και για τους
εκπατρισμένους Μακεδόνες, συνδράμει στην πολιτιστική ανάπτυξη και προωθεί τους
δεσμούς με εκείνους». Στην προαναφερόμενη τροποποίηση, προστέθηκε
απλά πως «κατά την άσκηση αυτής της μέριμνας, η Δημοκρατία δεν θα παρεμβαίνει
στα κυριαρχικά δικαιώματα άλλων κρατών ή στις εσωτερικές τους υποθέσεις».
Είναι απόλυτα κατανοητό από τον καθένα, ότι οι τελευταίες
αυτές τροποποιήσεις και η σημερινή τελική μορφή αυτών των Άρθρων, δεν μπορεί σε
κανένα βαθμό να ικανοποιεί την Ελλάδα. Κρίθηκε, και ορθώς, ότι θα πρέπει να
αλλάξουν διατύπωση, χωρίς όμως η διατύπωση αυτή να έχει συμφωνηθεί !
Εναπόκειται στην «καλή διάθεση» των γειτόνων ; Σε νέες
συνεχιζόμενες επαφές μεταξύ των δύο κυβερνήσεων, ώστε να καταλήξουν στην ακριβή
διατύπωση των Άρθρων ; Και ποιος εγγυάται ότι η νέα διατύπωση, εάν δεν προέλθει
από νέα Συμφωνία μεταξύ των δύο κρατών, θα είναι αποδεκτή από την Ελλάδα ;
Ουδείς σήμερα γνωρίζει. Η ασάφεια και η αοριστία, σε όλο τους το «μεγαλείο».
Αυτό δε που κάνει εντύπωση, είναι ότι απουσιάζει από το
συγκεκριμένο άρθρο, η σαφής δέσμευση για την αλλαγή του Άρθρου 7 του
Συντάγματος της πΓΔΜ, στο οποίο προσδιορίζεται πως «επίσημη γλώσσα της
Δημοκρατίας της Μακεδονίας είναι η μακεδονική γλώσσα, που γραπτώς αποδίδεται με
τη χρήση κυριλλικού αλφαβήτου». Κι αυτό διότι, όπως έχω ήδη
επισημάνει, μπορεί στην παρ. 4 του Άρθρου 7 (οποία σύμπτωση !) της Συμφωνίας,
να αναφέρεται ότι «η μακεδονική γλώσσα ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών
γλωσσών», αυτό όμως δεν παύει να αποτελεί μία «ΣΗΜΕΙΩΣΗ» για την πΓΔΜ, την
οποία είναι σχεδόν σίγουρο ότι η γειτονική χώρα ΔΕ ΘΑ ΕΠΙΛΕΞΕΙ ΝΑ ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΒΕΙ
στην τροποποίηση του Συντάγματός της. Άλλωστε, οι συνεχείς αναφορές στην
τροποποίηση του Συντάγματος της πΓΔΜ, έχουν ως αντικείμενό τους τις προβλέψεις
του Άρθρου 1 και κυρίως της παρ. 3 αυτού, και κανενός άλλου.
Αβλεψία ; Άλλη μία παραχώρηση της Ελλάδας στο «βωμό» μιας
οποιασδήποτε Συμφωνίας ; Ο καιρός θα δείξει.
Κλείνοντας την κριτική ανάλυση του Άρθρου 1, στην παρ. 13
γίνεται αναφορά στην περίπτωση ύπαρξης «σφαλμάτων, λαθών και παραλείψεων στην
ορθή αναφορά του ονόματος και των ορολογιών που αναφέρονται στο Άρθρο 1(3) της
παρούσας Συμφωνίας». Πού όμως ; Όχι στις τροποποιήσεις του
Συντάγματος της πΓΔΜ, αλλά «στο πλαίσιο των διεθνών, πολυμερών και και
περιφερειακών οργανισμών, θεσμών, αλληλογραφίας, συναντήσεων και fora,
καθώς και σε όλες τις διμερείς σχέσεις του Δεύτερου Μέρους (της πΓΔΜ) με τρίτα
κράτη και οντότητες».
Εάν δηλαδή οι τροποποιήσεις του Συντάγματος της
γειτονικής χώρας, έτσι όπως αυτές αποφασιστούν και προταθούν από την κυβέρνηση
Ζάεφ, οι οποίες όμως θα συμβαδίζουν με τις προβλέψεις για το όνομα και τις
ορολογίες του Άρθρου 1(3) της Συμφωνίας, δε βρίσκουν απόλυτα σύμφωνη την
Ελλάδα, για οποιουσδήποτε λόγους, αλλά (φοβάμαι) κυρίως στις αλλαγές των Άρθρων
3, 7 (αν αλλάξει) και 49 του Συντάγματος, η χώρα μας, με βάση
την παράγραφο 13 του Άρθρου 1, δε θα έχει κανέναν απολύτως λόγω παρέμβασης για
την διόρθωσή τους.
Τι γίνεται λοιπόν αν εντοπιστούν τέτοια «λάθη» και μόνο εκεί
που αναφέρεται στη συγκεκριμένη παράγραφο ;
Ότι και σήμερα. Η Ελλάδα, αλλά αυτή τη φορά ΚΑΙ η πΓΔΜ, θα
έχει το δικαίωμα «να ζητήσει την άμεση διόρθωσή τους, και την αποφυγή παρόμοιων
σφαλμάτων στο μέλλον».
Και είπαμε, ΜΟΝΟ «στο πλαίσιο των διεθνών, πολυμερών και και
περιφερειακών οργανισμών, θεσμών, αλληλογραφίας, συναντήσεων και fora,
καθώς και σε όλες τις διμερείς σχέσεις της πΓΔΜ με τρίτα κράτη και οντότητες».
(Τέλος 1ου Μέρους)