Με τον χρόνο πλέον να πιέζει ασφυκτικά και τα γεγονότα να
διαδέχονται το ένα το άλλο σε ρυθμούς -ακόμη και για τα Βαλκάνια- ασύλληπτα
γρήγορους, οποιαδήποτε προσπάθεια να παρουσιάσει κανείς τα δεδομένα μίας
ανάλυσης που θα οδηγούσε σε άκρως απαραίτητες πολιτικές αποφάσεις, που πρέπει
να ληφθούν άμεσα, μοιάζει εκ των προτέρων καταδικασμένη.
Ωστόσο, το θέμα της Αλβανίας, ως μίας αναθεωρητικής δύναμης
των Δυτικών Βαλκανίων, ανάλογη αυτής της Τουρκίας για την ευρύτερη περιοχή της
Νότιας και Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, είναι ένα ζήτημα στο
οποίο πρέπει να δοθεί η σημασία που του αρμόζει.
Ως απλή ιστορική
αναφορά, ο Αλβανικός μεγαλοϊδεατισμός, έχει τις ρίζες του στα τέλη του 19ου
αιώνα και άμεση σχέση με την, καταρρέουσα τότε, Οθωμανική αυτοκρατορία.
Όπως αναφέρει σε άρθρο του ο Αντγος ε.α. και πρώην Γεν.
Δ/ντης του ΕΛΕΣΜΕ (νυν ΕΛΙΣΜΕ) Χρ. Αγγελόπουλος, «… λίγο πριν από την περίοδο που η Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε να
καταρρέει, η Οθωμανική εξωτερική πολιτική διαβλέπουσα την αδυναμία της να
διατηρήσει στο μέλλον τις Βαλκανικές κατακτήσεις της και προκειμένου να
εμποδίσει την διανομή τους μεταξύ των ορθοδόξων βαλκανικών κρατών, επιδίωξε την
δημιουργία του Αλβανικού έθνους, δίνοντας για πρώτη φορά εθνική υπόσταση στον
αλβανικό παράγοντα της περιοχής. Όπως είχαν διαμορφωθεί οι συνθήκες ένα είδος
«προτεκτοράτου» ελεγχόμενο από εκτουρκισθέντες “μουσουλμάνους Αλβανούς
αδελφούς”, ήταν ότι το καλύτερο μπορούσε να επιδιώξει . Έτσι, τις παραμονές του
Συνεδρίου του Βερολίνου (1878), με
την ενθάρρυνση και ανοχή των Τούρκων αλλά και την βοήθεια της Ιταλίας,
συστάθηκε στο Κοσσυφοπέδιο η οργάνωση "Αλβανική Ένωση για τα Δικαιώματα
του Αλβανικού Έθνους" γνωστή ως "Λίγκα του Πρίζρεν" με έδρα την…
Κωνσταντινούπολη. Κατά την διάρκεια δε του Συνεδρίου, παρουσιάσθηκαν για πρώτη
φορά οι αντιπρόσωποι της Λίγκας ως παρατηρητές, ζητώντας την ένωση όλων των
«αλβανικών εδαφών» που μέχρι τότε ήταν διηρημένα στα Βιλαέτια Σκόδρας (περιελάμβανε
αυτό των Σκοπίων), Κοσσυφοπεδίου,
Μοναστηρίου και Ιωαννίνων σ΄ένα "αυτόνομο" Βιλαέτι υπό την
επικυριαρχία της Πύλης. Είναι φανερό ότι η περιοχή που καλύπτει το επιδιωκόμενο
τότε να δημιουργηθεί αυτόνομο Βιλαέτι, στην ουσία οριοθετεί την, μέχρι και
σήμερα, διεκδικούμενη Μεγάλη Αλβανία . Την περίοδο αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί
ότι συγκεκριμενοποιήθηκε και ο Αλβανικός Αλυτρωτισμός και Μεγαλοϊδεατισμός,
αφού η οριστικοποίηση των συνόρων με την Συνθήκη του Λονδίνου (το 1913), άφησε έξω τις περιοχές των “Αλβανών
αδελφών” που κατά την αλβανική αντίληψη δικαιωματικά τους ανήκαν, δηλαδή
Κοσσυφοπέδιο, Μαυροβούνιο, Σκόπια και προς νότο την Ήπειρο, που έμειναν εκτός
του νέου αλβανικού κράτους.
Έκτοτε οι Αλβανοί ουδέποτε συμβιβάσθηκαν με τα όρια που διεθνώς αναγνωρίσθηκαν
με την σύσταση του Αλβανικού κράτους, υποστηρίζοντας ότι σε αυτά έπρεπε να συμπεριληφθούν
και τα υπόλοιπα “αλβανικά εδάφη” όπως αυτά είχαν προβλεφθεί από την Λίγκα του
Πρίζρεν το 1878»
Στα χρόνια που ακολούθησαν, είναι απόλυτα βέβαιο πως τα
κεφάλαια της Ιστορίας που αφορούν στην οριοθέτηση συνόρων, παραμένουν όχι απλά
ανοιχτά στα Βαλκάνια, ώστε αυτά να διατηρούν την «φήμη» τους, αλλά παράγουν
διαρκώς γεγονότα που την επιβεβαιώνουν.
Και αν η εθνικιστική ρητορική -απ’ όλες τις πλευρές- στην
πρώην Γιουγκοσλαβία, παρείχε το «τέλειο έδαφος» πάνω στο οποίο «στήθηκε»
ο
διαμελισμός της, είναι η Αλβανία εκείνη που, εκμεταλλευόμενη κάθε
ευκαιρία που παρουσιάζεται έκτοτε, προσπαθεί να επαναφέρει στο προσκήνιο
τους
αλυτρωτισμούς του παρελθόντος. Οι ανεξαρτησίες που ανακηρύχθηκαν από
κράτη των
Δυτικών Βαλκανίων με συμπαγείς Αλβανικούς πληθυσμούς στα εδάφη τους,
ιδιαίτερα
του Κοσόβου, «άνοιξαν -ξανά- τον ασκό του Αιόλου».
Η προσέγγιση δε, από πλευράς του επίσημου κράτους, είναι
αρκετά προσεκτική, σε βαθμό… διάψευσης των «σεναρίων».
Ο σημερινός πρωθυπουργός Ε. Ράμα, σουνίτης μουσουλμάνος ο
ίδιος (αν αυτό έχει κάποια σημασία), δεν χάνει ευκαιρία να διαψεύδει τα σενάρια
περί «Μεγάλης» ή «Φυσικής Αλβανίας», όπως ο ίδιος την αποκαλεί, παράλληλα όμως
και με την ίδια άνεση, προχωρά σε κάθε δυνατή ενέργεια ώστε να τα ενισχύει.
«Η Αλβανία και το
Κόσοβο θα έχουν κοινή εξωτερική πολιτική και όχι μόνο κοινές πρεσβείες και
διπλωματικές αποστολές. Γιατί να μην έχουν και έναν πρόεδρο, ως σύμβολο της
εθνικής ενότητας και της κοινής πολιτικής στην εθνική ασφάλεια; […]Το Κόσοβο
και η Αλβανία, αν και τυπικά είναι δύο ξεχωριστές διοικητικές οντότητες,
αποτελούν μέρος της ίδιας ιστορικής αφήγησης, ενός κοινού εθνικού συναισθήματος
και εγγενούς πολιτικού συμφέροντος»
Η παραπάνω δήλωση, δεν ανήκει σε κάποιο μέλος ενός
εθνικιστικού, με αλυτρωτικές βλέψεις, συλλόγου της Αλβανίας. Είναι δήλωση του
Αλβανού πρωθυπουργού Ε. Ράμα τον Φεβρουάριο του 2018, κατά την εορταστική
συνεδρίαση της Βουλής του Κοσόβου, για την επέτειο των δέκα ετών από την
ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του. Παραδέχθηκε όμως ότι «… για την ώρα είναι
αδύνατο να εφαρμοστεί η ιδέα αυτή, ωστόσο -πρόσθεσε- κάθε όνειρο είναι
πραγματοποιήσιμο».
Έναν χρόνο περίπου αργότερα, τον Μάϊο του 2019, σε συνάντηση
που είχαν στο περιθώριο της «Διαδικασίας Μπρντο-Μπριούνι» ο πρωθυπουργός της Αλβανίας
Ε. Ράμα και ο πρόεδρος του Κοσόβου Χ. Θάτσι (σουνίτης μουσουλμάνος επίσης),
αποφάσισαν να προχωρήσουν σε συγκεκριμένες ενέργειες προς την κατεύθυνση της
κατάργησης των συνόρων των δύο χωρών.
Το αντικείμενο της συζήτησης Ράμα-Θάτσι, αποκάλυψε με
ανάρτηση του στο Facebook ο ίδιος ο πρόεδρος του Κοσόβου, αναφέροντας ότι «κατά
τη συνάντηση εκφράστηκε η αναγκαιότητα πλήρους κατάργησης των συνόρων και η
δημιουργία ενιαίου αλβανικού χώρου χωρίς σύνορα υπό την ευρώατλαντική ομπρέλα»
(!).
Κάτι που, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε την έντονη αντίδραση
του προέδρου της Σερβίας Α. Βούτσιτς, που συμμετείχε στις διαδικασίες του ίδιου
διαλόγου «Μπρντο-Μπριούνι», ο οποίος χαρακτήρισε «ιδιαίτερα επικίνδυνη την ιδέα
για ένωση όλων των Αλβανών», προειδοποιώντας παράλληλα πως κάθε ενέργεια προς
την κατεύθυνση της εθνικής ενοποίησης των Αλβανών, θα αποτελούσε απειλή για την
σταθερότητα στην περιοχή, με τον υπουργό Εξωτερικών της χώρας Ι. Ντάτσιτς να
προχωρά ένα βήμα παραπέρα, αναφέροντας «Μπορεί να είμαστε μικροί ως λαός, αλλά
δεν είμαστε ηλίθιοι»
Στον ίδιο κίνδυνο είχε αναφερθεί και ο πρόεδρος της αμέσως
πιο ενδιαφερόμενης χώρας, μετά το Κόσοβο. «Τα σύνορα στα Βαλκάνια πρέπει να
παραμείνουν ως έχουν. Κάθε διαπραγμάτευση για αλλαγή συνόρων ή -να μην δώσει ο
Θεός- ανταλλαγή εδαφών και πληθυσμών, θα προκαλούσε φαινόμενο ντόμινο» είχε
δηλώσει ο διάδοχος του Ιβάνοφ στην προεδρία των Σκοπίων, Στ. Πενταρόφσκι.
Οι δηλώσεις αυτές, ήταν αρκετές για να ενεργοποιήσουν τα
αντανακλαστικά του Βερολίνου, έστω και προσχηματικά. Σε ψήφισμα των
κυβερνητικών κομμάτων CDU/CSU και SPD τον Σεπτέμβριο του 2019, έθεταν σειρά
προϋποθέσεων για να ανοίξει το πρώτο κεφάλαιο ενταξιακών διαπραγματεύσεων με
την Αλβανία, με ρητή μάλιστα αναφορά για άμεση παύση των αναφορών σε «πολιτικές
δηλώσεις και φιλοδοξίες» στα Τίρανα για την δημιουργία μιας «Μεγάλης Αλβανίας»
που θα συμπεριλαμβάνει τους αλβανικούς πληθυσμούς των γύρω χωρών. Αν αυτά δεν σταματήσουν
«άμεσα», προειδοποιούσε το ψήφισμα, τότε θα διακόπτονταν οι ενταξιακές
διαπραγματεύσεις.
Ήταν ο Γάλλος πρόεδρος Ε. Μακρόν όμως (μαζί με την Ολλανδία
και την Δανία) που «πάγωσε» τις ενταξιακές διεργασίες με την Αλβανία στην σύνοδο
κορυφής των Βρυξελλών έναν μήνα περίπου αργότερα, εκφράζοντας τις ανησυχίες του
για το γεγονός πως «η Αλβανία είναι η δεύτερη σε κατάταξη χώρα από όπου
έρχονται εκείνοι που ζητούν άσυλο στη Γαλλία», καταθέτοντας ταυτόχρονα την πρόθεση
της Γαλλίας για την αναμόρφωση της διαδικασίας εισδοχής νέων κρατών μελών, την
οποία χαρακτήρισε «αναποτελεσματική» και «απογοητευτική».
Η αντίδραση των ΗΠΑ, αν και (επιφανειακά) ήπια, δεν άργησε
να έρθει, αυτήν την φορά από τον Αμερικανό πρέσβη στην Ελλάδα Τζ. Πάιατ, ο
οποίος και χαρακτήρισε ως «ιστορικό λάθος» αυτήν την απόφαση, μιλώντας στην 4η
Σύνοδο του Thessaloniki Summit, στις αρχές Νοεμβρίου και αφού είχε μεσολαβήσει
η επίσημη επίσκεψη του Αλβανού πρωθυπουργού Ε. Ράμα στην Ελλάδα και η συνάντησή
του με τον Έλληνα πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος, κρατώντας χαμηλούς τόνους
για το θέμα και συμμεριζόμενος την άποψη της Γερμανίδας καγκελαρίου Α. Μέρκελ, τόνισε
ότι η Ελλάδα υποστηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική των χωρών των Δυτικών
Βαλκανίων, «εφόσον οι χώρες αυτές πληρούν τις ενταξιακές προϋποθέσεις».
Μία στάση όμως που «γκρίζαρε» έναν περίπου μήνα μετά, όταν
σε συνέντευξή του στους Financial Times ο Έλληνας πρωθυπουργός χρησιμοποίησε τη
φράση «Ελπίζω πως το λάθος αυτό θα διορθωθεί» για το ζήτημα, αποκαλύπτοντας
παράλληλα τις (όχι μόνον προσωπικές φυσικά) ανησυχίες του, αναφέροντας πως «… είναι
ξεκάθαρο ότι πρέπει να μείνει ανοικτό το ευρωπαϊκό μονοπάτι για όλες τις χώρες
των Δυτικών Βαλκανίων, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούν τις απαιτήσεις…» για να
συμπληρώσει εμφατικά πως «… αυτό δεν είναι μια αυτόματη διαδικασία, διαφορετικά
αυτό το κενό θα καλυφθεί», αναφερόμενος σαφώς στην ρωσική παρέμβαση στα Δυτικά
Βαλκάνια.
Η αλήθεια είναι πως τα προβλήματα για τον Ε. Ράμα, είχαν
ξεκινήσει σχεδόν αμέσως μετά την επανεκλογή του το 2017 στην θέση του
πρωθυπουργού. Προβλήματα που εντάθηκαν στις
αρχές του 2019, όταν ο Ράμα απέλυσε τον υπουργό εξωτερικών της χώρας Ντμίτιρ
Μπουσάτι και προσπάθησε να διορίσει στην θέση του τον 28χρονο Γκέντ Τσακάι,
Αλβανό από το Κόσοβο. Το διάταγμα διορισμού του Τσακάι αρνήθηκε να υπογράψει ο
Πρόεδρος της Αλβανίας Ιλίρ Μέτα, ισχυριζόμενος πως ο Τσακάι δεν είχε την
απαραίτητη εμπειρία και ότι οι δημόσιες δηλώσεις του σχετικά με τα σύνορα του
Κοσόβου ήταν απαράδεκτες. Το αποτέλεσμα ήταν ο Ράμα να αποφασίσει να αναλάβει ο
ίδιος και το υπουργείο εξωτερικών της χώρας. Η σύγκρουση μεταξύ του
πρωθυπουργού Ράμα και του Προέδρου Μέτα, πρώην συνοδοιπόρων στο Σοσιαλιστικό
Κόμμα της Αλβανίας, ήταν πλέον γεγονός.
Μία σύγκρουση που βρήκε την έκφρασή της και στην πολιτική
αντιπαράθεση, όταν στα μέσα Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου ο Λουλζίμ Μπάσα,
ηγέτης του Δημοκρατικού Κόμματος, δήλωσε ότι «οι βουλευτές του Δημοκρατικού
Κόμματος και των συμμάχων τους, αποφάσισαν να παραιτηθούν από τις έδρες τους»
για να προσθέσει ότι «η κυβέρνηση έχει νοθεύσει τα αποτελέσματα των βουλευτικών
εκλογών του 2017 και εμπλέκεται σε ποινικές υποθέσεις και υποθέσεις διαφθοράς»,
κατηγορώντας παράλληλα τον Ράμα για «συνέργεια με το οργανωμένο έγκλημα» και
ότι «βύθισε τη χώρα στη διαφθορά και τη φτώχεια».
Έκτοτε, η Αλβανία εισήλθε σε μία περίοδο πολιτικής αναταραχής
και ακραίας πόλωσης, με βίαιες διαδηλώσεις, κλείσιμο δρόμων και εθνικών οδών με
οδοφράγματα, την διεξαγωγή των δημοτικών εκλογών (τον περασμένο Ιούνιο) στις οποίες
δεν συμμετείχε η αντιπολίτευση, είχε ακυρώσει ο Πρόεδρος της χώρας αλλά αυτές
διεξήχθησαν κανονικά, με ποσοστό συμμετοχής όμως που κυμάνθηκε στο… 15%, την προσπάθεια
καθαίρεσης του Προέδρου με την υπερψήφιση πρότασης μομφής εναντίον του από το
κοινοβούλιο και την σύσταση ανακριτικής επιτροπής για την εξέταση της συνταγματικά
νόμιμης συμπεριφοράς του, με την πλειοψηφία των μελών του Συνταγματικού
Δικαστηρίου της χώρας (το οποίο δεν λειτουργεί) που θα εγκρίνει οποιαδήποτε
απόφαση αυτής της επιτροπής, να ελέγχονται για εμπλοκή σε υποθέσεις διαφθοράς
και την συνέχιση των εκατέρωθεν κατηγοριών μεταξύ του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης
από την μία πλευρά και της ενωμένης αντιπολίτευσης και του Προέδρου από την
άλλη, ενόψει μάλιστα των προσεχών βουλευτικών εκλογών του 2021, αλλά και της εκλογής
νέου Προέδρου της χώρας έναν χρόνο αργότερα, από την Βουλή η οποία θα προκύψει.
Η μόνη ευχάριστη για την κυβέρνηση είδηση, ήρθε τον
περασμένο Μάρτιο με την απόφαση της Συνόδου Κορυφής (μέσω τηλεδιάσκεψης λόγω
κορωνοϊού) των ηγετών της ΕΕ για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με
την χώρα, κάτι που προκάλεσε όχι μόνον την έκφραση… ευαρέσκειας εκ μέρους των
ΗΠΑ, αλλά και την σύμφωνη γνώμη της Αλβανίας όσον αφορά στην επιβολή κυρώσεων εναντίον
της Τουρκίας για τις παράνομες γεωτρήσεις της στην Κυπριακή ΑΟΖ.
Γρήγορα όμως το χαμόγελο έδωσε και πάλι την θέση του στην
απογοήτευση, όταν στα τέλη του περασμένου Ιουνίου, με μια τροπολογία που πρότεινε το Λαϊκό Ευρωπαϊκό Κόμμα, το
Ευρωκοινοβούλιο μπλόκαρε και πάλι την έναρξη των διαπραγματεύσεων.
Η συγκεκριμένη τροπολογία απαιτεί να μην ξεκινήσουν οι
συνομιλίες με τα όργανα της ΕΕ και την Αλβανική Κυβέρνηση, πριν εκπληρωθούν
στην πράξη οι 15 όροι της απόφασης του Συμβουλίου της ΕΕ του Μαρτίου. Όροι που
βασικά είχαν απαιτηθεί απ’ τις κυβερνήσεις της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ολλανδίας,
της Δανίας και της Ισπανίας, αλλά και την επιτυχή επιμονή της Ελλάδας ώστε στους
όρους αυτούς να συμπεριλαμβάνονται και αυτοί που άμεσα αφορούν στην Ελληνική
εθνική μειονότητα της Αλβανίας και τη βελτίωση του καθεστώτος της με την νομική
κατοχύρωση του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού των μελών της (αν και αυτό το
σημείο θέλει πολύ μεγάλη προσοχή από την χώρα μας), κυρίως όμως αφορούν στην
εξυγίανση του πολιτικού και δημοσίου βίου στην Αλβανία, διοικητική
μεταρρύθμιση, αναδιάρθρωση του δικαστικού συστήματος, καταδίκη πολιτικών
εμπλεκομένων σε αγοραπωλησία ψήφων, καταδίκη δικαστικών που φέρονται ως εμπλεκόμενοι
σε ζητήματα διαφθοράς, εγγύηση της ελευθερίες λόγου και τύπου κ.α.
Αντανακλούν δηλαδή ως επί το πλείστον τα κριτήρια διεύρυνσης
της Κοπεγχάγης, η στάθμη των οποίων είναι καταφανώς απροσπέλαστη -με τα
σημερινά δεδομένα- από την Αλβανία.
Είχε προηγηθεί βέβαια τον Μάϊο η επικύρωση από το Αλβανικό
κοινοβούλιο μιας Συμφωνίας Αμυντικής Συνεργασίας με την Τουρκία, ταυτόχρονα με
ένα πρωτόκολλο οικονομικής βοήθειας από την Άγκυρα προς τα Τίρανα, με τον Ε.
Ράμα έτοιμο πλέον να παραχωρήσει στον Τούρκο πρόεδρο, Ρετζέπ Ταγίπ
Ερντογάν την βάση Πασά Λιμάνι στον Αυλώνα για να την μετατρέψει σε ναύσταθμο το
τουρκικό ναυτικό (όπως τουλάχιστον ανέφερε ρεπορτάζ της εφημερίδας «Εστία»), κάτι
που ουσιαστικά δημιουργεί μία στενή σχέση εξάρτησης μεταξύ των δύο χωρών.
Οι σχέσεις όμως αυτές, θα αποτελέσουν αντικείμενο του
επόμενου, πέμπτου μέρους αυτού του άρθρου.