Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2022

Ο ΙΗΣΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗ ΝΑΖΑΡΕΤ - ΤΟ «ΘΑΥΜΑ» ΤΟΥ ΦΡΑΝΚΟ ΤΖΕΦΙΡΕΛΙ


 

Ο ΙΗΣΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗ ΝΑΖΑΡΕΤ

ΤΟ «ΘΑΥΜΑ» ΤΟΥ ΦΡΑΝΚΟ ΤΖΕΦΙΡΕΛΙ


Κάθε Πάσχα, η σειρά «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ» έρχεται στη τηλεοράση. Είναι τόσο εμβληματική αυτή η σειρά που χωρίς αυτή θα ένιωθες πως κάτι λείπει από την Μεγάλη Εβδομάδα.

Κακά τα ψέματα, για αρκετούς που πηγαίνουν εκκλησία μόνο στην Ανάσταση και απέχουν για διάφορους λόγους από την κατανυκτική ατμόσφαιρα των ημερών, ο «Ιησούς από τη Ναζαρέτ» έρχεται κάθε χρόνο τέτοια εποχή να καλύψει το κενό.

Άρτια στην κινηματογράφηση και τη φωτογραφία, το μουσικό χαλί και τη σκηνογραφία, η σειρά θεωρείται από πολλούς ένα ατμοσφαιρικό τηλεοπτικό αριστούργημα, αλλά και ένα ρίσκο που διέψευσε πολλούς.

Ρίσκο διότι επρόκειτο για ένα κολοσσιαίο project, με ανάλογο κόστος παραγωγής. Εκτός του ότι τεχνικά είναι αψεγάδιαστη, προκλήθηκε εύλογα η ανάγκη ενός πολυπληθούς cast, αλλά και η συμμετοχή ορισμένων ιερών τεράτων της 7ης τέχνης.

Συνολικά εφτά κάτοχοι Όσκαρ και έξι που είχαν κερδίσει υποψηφιότητα έλαβαν μέρος στο διάρκειας έξι ωρών φιλμ.

Μεταξύ αυτών οι Λόρενς Ολίβιε (Νικόδημος), Τζέιμς Μέισον (Ιωσήφ της Αριμαθέας), Ροντ Στάιγκερ (Πόντιος Πιλάτος), Άντονι Κουίν (Καϊάφας), Έρνεστ Μπόργκναϊν (Εκατόνταρχος) και Πίτερ Ουστίνοφ (Ηρώδης ο Μέγας) ήταν τα μεγαλύτερα ονόματα που έβαλαν την υπογραφή τους στη σειρά.

Ακόμα η αγαπημένη του Τζεφιρέλι -και Ιουλιέτα του- Ολίβια Χάσεϊ (στο ρόλο της Παναγίας), η Αν Μπάνκροφτ (Μαρία Μαγδαληνή) αλλά και οι Ντόναλντ Πλέζανς (Μελχιώρ), Κρίστοφερ Πλάμερ (Ηρώδης Αντύπας), Τζέιμς Ερλ Τζόουνς (Βαλτάσαρ) και Κλαούντια Καρντινάλε (Μοιχαλίδα).

Η σπαζοκεφαλιά βέβαια για τους παραγωγούς ήταν ο ηθοποιός που θα έπαιρνε τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η αρχική πρόθεση ήταν να ανατεθεί σε κάποιον σταρ κοινής αποδοχής, με τους Ντάστιν Χόφμαν και Αλ Πατσίνο να είναι οι βασικοί υποψήφιοι! Σκηνοθέτης και σεναριογράφος ωστόσο ένιωσαν άβολα με αυτές τις προτάσεις, καθώς κανείς από τους δύο ηθοποιούς δεν έμοιαζε με την εικόνα που είχε καθιερωθεί στον κοινό νου για τον Ιησού.

Η ιδέα για τον άσημο τότε Ρόμπερτ Πάουελ προέκυψε με εισήγηση της συζύγου του Βρετανο-ουκρανού παραγωγού Λιου Γκρέιντ, η οποία τον είχε δει σε μια σειρά του BBC. Έκανε λόγο για τα «υπέροχα γαλάζια μάτια» του, αν και ο Φρανκ Τζεφιρέλι τον προόριζε αρχικά για το ρόλο του Ιούδα (τον οποίο δεν είχε καταφέρει να αποδεχτεί λόγω ασθένειας ο Πίτερ Ο’ Τουλ)!

Ο Λιου Γκρέιντ ήταν αυτός τον οποίο παρότρυνε ο Πάπας ο Παύλος ο 6ος να αποπειραθεί μια τηλεοπτική σειρά με θέμα την ζωή του Ιησού. Ναι η ιδέα να μεταφερθεί με πιστότητα στη μικρή και μεγάλη οθόνη (το έργο προβλήθηκε με μειωμένη διάρκεια και στον κινηματογράφο) η ζωή του Θεανθρώπου, σύμφωνα με τα τέσσερα Ευαγγέλια, ήταν του ίδιου του προκαθήμενου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Ο Γκρέιντ ανέθεσε την σκηνοθεσία στον Φράνκο Τζεφιρέλι που τότε απολάμβανε τα εύσημα για την εξαιρετική κινηματογραφική μεταφορά του σαιξπηρικού «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Αρχικά, ο Ιταλός σκηνοθέτης, ο οποίος γνώριζε προσωπικά τον Πάπα από την εποχή που ο τελευταίος ήταν Αρχιεπίσκοπος του Μιλάνου, αρνήθηκε την πρόταση.

Κατόπιν πιέσεων, αποφάσισε στα τέλη του 1973, να πει το «ναι» στο εγχείρημα, θέτοντας ωστόσο τους όρους του.

Ξεκαθάρισε ότι πρόθεση του δεν ήταν να φτιάξει ακόμα μία ιστορία για τον Ιησού, που θα συγκινούσε μόνο τους θρησκευόμενους Χριστιανούς, αλλά ακόμα και την κοινότητα των άθεων. Ζήτησε υπέρβαση του μπάτζετ για να δημιουργήσει ένα λυρικό τηλεοπτικό έπος, που θα γινόταν οικουμενικά αποδεκτό και σημείο αναφοράς στην προκείμενη θεματολογία.

Για αυτό το σκοπό επιστρατεύτηκαν ιστορικοί και θεολόγοι από το Βατικανό και το Κολέγιο των Ραβίνων στο Λονδίνο. Η σύνθεση της πλοκής από τις ιστορίες των τεσσάρων ευαγγελίων, με χρονολογική σειρά, ανατέθηκε παραδόξως στον Άγγλο λογοτέχνη και σεναριογράφο Άντονι Μπέρτζες.

Ήταν ο άνθρωπος που είχε γράψει το περίφημο «Κουρδιστό Πορτοκάλι», μια σπουδή πάνω στη βία, η οποία θεωρήθηκε εξτρεμιστική για την εποχή της και απαγορεύτηκε σε αρκετές χώρες.

Βασισμένος περισσότερο στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, ο σεναριογράφος κράτησε όσο το δυνατόν περισσότερους διαλόγους όπως παρουσιάζονται αυτούσιοι στα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, με αρκετές φράσεις να απαγγέλλονται στα Αραμαϊκά.

Φυσικά, ένα μεγάλο ποσοστό της επιτυχίας καθρεφτίστηκε στη μορφή του Ρόμπερτ Πάουελ, που με την πάροδο των χρόνων ταυτίστηκε στη συνείδηση πλήθους κόσμου με την προσπάθεια να φανταστούμε τον Ιησού. Αυτό όμως ήταν, όπως αποδείχτηκε, προϊόν και κάποιων τεχνικών «τρικ».

Το μακιγιάζ του Πάουελ αποτελούνταν από μια λεπτή γραμμή σκούρου μπλε eyeliner στο επάνω μέρος του ματιού, και μια λεπτή γραμμή λευκού στο κάτω. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υπογραμμίζει το διάφανο μπλε των ματιών του. Επιπλέον, ο Πάουελ εξασκήθηκε να μπορεί να κρατάει τα μάτια του ανοιχτά για όσο το δυνατόν περισσότερη ώρα.

 Ο στόχος ήταν ο τηλεοπτικός Ιησούς Ιησούς να μην ανοιγοκλείνει ποτέ τα μάτια του και όταν αυτό δεν ήταν οργανικά εφικτό, έδινε τη λύση το μοντάζ. Ήταν ένα «κόλπο» για να προσδώσει ένα μυσταγωγικό, υπεράνθρωπο στοιχείο στη φιγούρα και μια επιλογή που δικαίωσε τον Τζεφιρέλι καθώς σύμφωνα με τους τηλεοπτικούς κριτικούς «ο θεατής απέκτησε μια διεισδυτική επαφή με το πρόσωπο του Ιησού».

Σε όλη τη σειρά ο Πάουελ εμφανίζεται να ανοιγοκλείνει μόνο μία φορά τα μάτια, ενώ άλλες δύο συμβαίνει στο αγόρι που τον υποδύεται, σε μια σκηνή που βρίσκεται στη Συναγωγή.

Τα γυρίσματα της σειράς ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 1975 σε Μαρόκο και Τυνησία και ολοκληρώθηκαν τον Μάιο του 1976.

H σειρά προβλήθηκε για πρώτη φορά από το Ιταλικό κανάλι RAI1 στις 27 Μαρτίου 1977 και έτυχε αποθεωτικών σχολίων από τους κριτικούς. Κάποιες σκηνές της, όπως η ανάσταση του Λαζάρου και το ξέσπασμα του Ιησού στο Ναό του Σολομώντα, θεωρήθηκαν κορυφαίες στην τέχνη της μικρής και μεγάλης οθόνης.

Στο αριστούργημα του Φράνκο Τζεφιρέλι τίποτα δεν είχε αφεθεί στην τύχη. Και προφανώς για αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι 40 και πλέον χρόνια μετά υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που επιστρέφουν νοερά στο 33 μ.Χ. μέσα από τα μάτια του Ρόμπερτ Πάουελ…

ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ ΣΤΟ https://newsthessaloniki.gr/

 

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2022

Επιχείρηση Paperclip και η διαφυγή των ναζί επιστημόνων στην Αμερική

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ PAPERCLIP ΚΑΙ Η ΔΙΑΦΥΓΗ ΤΩΝ ΝΑΖΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ

 

 


By Κωνσταντίνος Δήμου, Αρχισυντάκτης Ιστορίας

Έχετε αναρωτηθεί ποτέ, πώς οι Αμερικανοί κατάφεραν να επικρατήσουν επί των Σοβιετικών στον εξοπλιστικό αγώνα κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου (1945-1991); Μήπως συνδέεται η τεχνολογική υπεροχή των πρώτων με τον προσεταιρισμό των ηττημένων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου;

Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει τελειώσει με νίκη των συμμαχικών δυνάμεων της Entente και της ΕΣΣΔ επί των δυνάμεων του Άξονα. Η ειρήνη όμως δεν θα κρατήσει για πολύ, καθώς ένας νέος ανταγωνισμός θα ξεσπάσει μεταξύ των δύο άσπονδων συμμάχων, σχετικά με το ποσοστό και τη σφαίρα επιρροής που θα έχει ο καθένας επί ευρωπαϊκού εδάφους. Από τη μία, οι Αμερικανοί, οι σύμμαχοί τους και από το 1949 η Βορειοατλαντική Συμμαχία (North Atlantic Treaty Organization-NATO) επιθυμούσαν τον περιορισμό της ΕΣΣΔ και την προστασία της Δυτικής Ευρώπης από τον «κόκκινο φασισμό». Από την άλλη, οι Σοβιετικοί και η συμμαχία της Βαρσοβίας επιθυμούσαν την εδαφική επέκταση και την επιβολή του κομμουνιστικού δόγματος πέρα από το Σιδηρούν Παραπέτασμα. Αυτό μεταφραζόταν, στο ποιος θα είχε την καλύτερη και μεγαλύτερη στρατιωτική ισχύ και τα πιο εξελιγμένα οπλικά συστήματα, ώστε σε περίπτωση στρατιωτικής συμπλοκής οι μεν να έχουν το επάνω χέρι απέναντι στους δε. Όταν όμως, αναφερόμαστε στην έρευνα και ανάπτυξη τεχνολογίας αιχμής, ίσως ο πιο σημαντικός πόρος που μπορεί να διαθέτει κανείς είναι το ανθρώπινο δυναμικό.

Γι’ αυτό το λόγο, τόσο οι ΗΠΑ όσο και οι ΕΣΣΔ και άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, όπως η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, προσπάθησαν να αποκτήσουν ή να δελεάσουν Γερμανούς επιστήμονες με διάφορα «προνόμια», ώστε να μεταβούν στις χώρες τους και να συνεχίσουν τις έρευνες που διεξήγαγαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά και να παραδώσουν τα πορίσματα ερευνών που είχαν στην κατοχή τους, όπως ήταν, για παράδειγμα, το πρόγραμμα βαλλιστικών πυραύλων A-4/ V-2 του Γ΄ Ράιχ. Δηλαδή το κέρδος μιας χώρας θα ήταν μια απώλεια για την άλλη πλευρά, μια πεποίθηση που ενισχύθηκε, έτι περισσότερο, στο αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου τις δεκαετίες του ’50-’60.

Εκτόξευση πυραύλων V2 στην ερευνητική στρατιωτική βάση Peenemünde Army Research Institute έξω από τις βαλτικές ακτές. Χιλιάδες κρατούμενοι πέθαναν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες εργασίας στα στρατόπεδα συγκέντρωσης Nordhausen, Buna και Monowitz για την κατασκευή τους, παραδόξως περισσότεροι απ’ όσους θα σκότωνε ποτέ το ίδιο το όπλο. Πηγή εικόνας: el.wikipedia.org

Οι δύο νέες αναδυόμενες παγκόσμιες υπερδυνάμεις συγκεκριμένα, ανέπτυξαν δύο πρωτοβουλίες γι’ αυτόν τον σκοπό: Οι Σοβιετικοί την επιχείρηση Osoaviakhim και οι Αμερικανοί την επιχείρηση «Συνδετήρας» (Operation ή Project Paperclip), ονομασία που προέκυψε από τους συνδετήρες που είχαν επάνω τους οι φάκελοι μετανάστευσης των ναζί επιστημόνων, τους οποίους η κυβέρνηση των ΗΠΑ ενδιαφερόταν να στρατολογήσει σε (απόρρητα) προγράμματα του Αμερικανικού Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας, ή γενικότερα, στο στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα επιχειρήσεων (Military-Industrial Complex, MIC), με το αζημίωτο φυσικά. Άλλωστε, και οι ίδιοι οι Γερμανοί επιθυμούσαν να διαφύγουν στις ΗΠΑ, καθώς φοβόντουσαν ότι άμα έμεναν στην Ευρώπη, θα μπορούσαν να πέσουν στα χέρια των Σοβιετικών, οι οποίοι δεν θα ήταν τόσο «ευγενικοί» μαζί τους, ούτε και θα τούς έδιναν περιθώρια επιλογής: είτε θα εξαναγκάζονταν να δουλέψουν για λογαριασμό τους, είτε θα κατέληγαν στα σιβηρικά gulag ή στο εκτελεστικό απόσπασμα. Συνεργασία ή θάνατος, λοιπόν. Φυσικά, οι Αμερικανοί το αντιλήφθηκαν αυτό και το εκμεταλλεύτηκαν προς όφελος τους, τηρώντας μια πιο μετριοπαθή στάση και πολιτική, υποσχόμενοι μάλιστα την αμνήστευσή τους από εγκλήματα πολέμου και την «αποναζιστοποίηση» (“denazification”) ενός -ενδεχομένως- αμαρτωλού παρελθόντος.

Τέτοιου είδους επιχειρήσεις απόκτησης επιστημονικού προσωπικού και τεχνικού εξοπλισμού είχαν ήδη ξεκινήσει πριν το πέρας του πολέμου, όταν οι Σύμμαχοι αντιλήφθηκαν ότι στο εγγύς μέλλον οι Σοβιετικοί θα συνιστούσαν τη μεγαλύτερη στρατιωτική απειλή και τον κύριο οικονομικό ανταγωνιστή τους. Με διαταγή του στρατηγού Dwight Eisenhower δημιουργούνται οι στρατιωτικές ομάδες T-Force, οι οποίες ήταν επιφορτισμένες με τον εντοπισμό επίμαχων τοποθεσιών, προσώπων και υλικού του εχθρού και τη διασφάλισή τους μέχρι να καταφτάσει το εξειδικευμένο προσωπικό της CIOS (Combined Intelligence Objective Subcommittee) για ανάλυση και έρευνα. Η ανάπτυξή τους στο πεδίο της μάχης βοήθησε στη διάσωση και/ή υποκλοπή ενός τεράστιου όγκου εγγράφων, απόρρητων και μη, του γερμανικού Ράιχ, το οποίο στη συνέχεια μεταφέρθηκε στις ΗΠΑ. Το επόμενο βήμα ήταν η επιχείρηση Overcast, με σκοπό την αποστολή των επιστημόνων των ναζί στις ΗΠΑ, η οποία, παρότι δεν ήταν και πολύ επιτυχημένη, υπήρξε ο προπομπός της καλύτερα οργανωμένης επιχείρησης Paperclip.


Ο βαρόνος Wernher Von Braun (με το χέρι στο γύψο) παραδίδεται στο 44ο Σύνταγμα Πεζικού του Αμερικανικού Στρατού, όταν μαζί με μια ομάδα επίλεκτων επιστημόνων υποχώρησε στην ενδοχώρα της Βαυαρίας το Μάιο του 1945 ώστε να διαπραγματευτούν. Την ίδια στιγμή, ο Κόκκινος Στρατός προήλαυνε προς το Peenemunde. Φωτογραφία από NASA Marshall Space Flight Center. Πηγή εικόνας: defensemedianetwork.com
 
 
 

Παρόμοιας φύσης ήταν και η επιχείρηση “Alsos”, αποτελούμενη από μια ομάδα επιστημόνων, με επικεφαλής τον Αμερικανολλανδό επιστήμονα Samuel Goudsmit, με σκοπό το κυνήγι προηγμένης τεχνολογίας των ναζί, όπως τα λεγόμενα “wunderwaffen” (wonder weapons) και το κατά πόσο είχε προχωρήσει το πυρηνικό πρόγραμμα των Γερμανών. Υπήρχαν πολλοί λόγοι που οι Αμερικανοί έδειξαν τέτοιο ενδιαφέρον στη ναζιστική τεχνολογία: τα γερμανικά επιστημονικά προγράμματα, αν και αρκετά βρίσκονταν ακόμη σε πρώιμο στάδιο ανάπτυξης, αποδείχθηκαν μακροπρόθεσμα πρωτοποριακά για την εποχή τους, ενώ, σε αντίθεση με άλλες χώρες που επένδυαν σε δοκιμασμένα όπλα συμβατικής τεχνολογίας, το Γ΄ Ράιχ είχε δαπανήσει διόλου ευκαταφρόνητα ποσά για την κατασκευή των απαραίτητων υποδομών για την ανάπτυξη νέων οπλικών συστημάτων. Βαλλιστικοί πύραυλοι, τουρμπινοκίνητα υπερηχητικά αεροσκάφη, νέοι τύποι υγρών καυσίμων, συνθετικό καουτσούκ, βιολογικά και χημικά όπλα, όπως τα θανάσιμα αέρια tabun και sarin, είναι μόνο μερικές από τις νοσηρές εφευρέσεις που επινόησαν (ή σκόπευαν να πραγματώσουν) τα επιστημονικά μυαλά των Γερμανών, ειδικά τα τελευταία χρόνια, όταν συνειδητοποίησαν ότι ίσως θα έχαναν τον πόλεμο και ο Heinrich Himmler ζήτησε να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειες. Απελπισμένοι καιροί, απελπισμένοι μέτρα. Κατά τον Eisenhower, αν οι Γερμανοί τα είχαν ήδη αναπτύξει και τα δοκίμαζαν στο πεδίο της μάχης 6 μήνες νωρίτερα, η απόβαση στην Ευρώπη θα ήταν πλέον αδύνατη και ίσως ο πόλεμος να είχε πάρει μια πολύ διαφορετική τροπή απ’ αυτή που γνωρίζουμε σήμερα. Ωστόσο, η Wehrmacht και η Luftwaffe δίσταζαν να τα χρησιμοποιήσουν, επειδή φοβόντουσαν ότι θα υπάρξουν σκληρά αντίποινα.

Η επιχείρηση Paperclip ξεκίνησε υπό άκρα μυστικότητα το Μάιο του 1945. Αρχικά 700 ειδήμονες, από πυραυλικούς επιστήμονες μέχρι μηχανολόγους, τεχνικούς, επιδημιολόγους, ιολόγους και επιχειρηματίες διέφυγαν στις ΗΠΑ, όπου υπέγραψαν ανανεώσιμα συμβόλαια συνεργασίας με την αμερικανική κυβέρνηση. Αργότερα, το πρόγραμμα επεκτάθηκε ώστε να συμπεριλάβει οποιοδήποτε πρόσωπο με κάποια ειδικότητα που αποτελούσε στόχο των Σοβιετικών. Επικεφαλής της επιχείρησης Paperclip τέθηκε η Joint Intelligence Objectives Agency (JIOA), υποεπιτροπή της Joint Intelligence Committee (JIC), για την οποία μέχρι και σήμερα γνωρίζουμε εξαιρετικά λίγα, μιας και τα περισσότερα αρχεία παραμένουν απόρρητα. Επισήμως, η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν αναγνώριζε την ύπαρξη, ούτε και συμμετείχε σε αυτό το απόρρητο πρόγραμμα του Αμερικανικού Στρατού, παρά μόνο ελάχιστοι φορείς, όπως οι μυστικές υπηρεσίες OSS (Office of Strategic Services) και η CIA. Άλλωστε, η επιλογή μεταφοράς, η αμνήστευση και η εργοδοσία πρώην εχθρών και νυν καταζητούμενων εγκληματιών πολέμου σε μυστικά προγράμματα, εκτός από ηθικά αμφιλεγόμενη, ήταν και παράνομη. Η κοινή γνώμη δεν έπρεπε να μάθει ότι το φιλελεύθερο αμερικανικό καθεστώς χορηγεί άσυλο σε στενούς συνεργάτες των ναζί, φανατικά πρώην(;) μέλη του ναζιστικού κόμματος και των SS, και ίσως ακόμη άτομα του στενού κύκλου του ίδιου του Φύρερ, που προέβησαν σε ανήθικα πειράματα χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου.

Ο κοινωνικός και επικοινωνιακός Wernher Von Braun (19121-1977), ο αποκαλούμενος και «πατέρας της πυραυλικής επιστήμης», ήταν ένα από τα σημαντικότερα αποκτήματα της επιχείρησης Paperclip. Από το πρόγραμμα V-2 προέκυψαν οι διηπειρωτικοί βαλλιστικοί πύραυλοι (ICBMs) και το πρόγραμμα της NASA για τη δημιουργία της πυραυλάκατου Saturn V που τελικά θα έστελνε τον άνθρωπο στο φεγγάρι το 1969. Ο ίδιος αρνιόταν την ανάμειξη του με τους ναζί, ωστόσο εξαναγκάστηκε το 1940 να ενταχθεί στο ναζιστικό κόμμα για να εξασφαλίσει την χρηματοδότηση που χρειαζόταν. Πηγή εικόνας: esquire.com
 
 
 Οι υπεύθυνοι γραφειοκράτες και δικαστές λοιπόν, έκαναν τα «στραβά μάτια» στο όνομα του «εθνικού συμφέροντος και ασφαλείας», απομονώνοντας τους επίμαχους φακέλους, χωρίς να τους παραπέμπουν στο State Department για περαιτέρω εξέταση, ειδικά αν τα στοιχεία που προέκυπταν ήταν ενοχοποιητικά για τον υποψήφιο. Μ’ αυτόν τον τρόπο, κατάφεραν να παρακάμψουν τη μεταναστευτική νομοθεσία και να εισέλθουν στη χώρα άτομα με δεδηλωμένο ή φημολογούμενο ναζιστικό παρελθόν. Πολλοί ήταν εκείνοι που στο όνομα της επιστήμης μετέτρεψαν “untermeschen”, «κατώτερους ανθρώπους» δηλαδή, σε δούλους ή σε πειραματόζωα για λογαριασμό του Γ΄ Ράιχ, όπως η γερμανική φαρμακευτική εταιρεία IG Farben. Ελάχιστοι ήταν οι κρατούμενοι που επέζησαν των πειραμάτων αντοχής, ψύξης, συμπίεσης-αποσυμπίεσης, την έκθεση σε θανατηφόρα αέρια, τύφο, και την πόση θαλασσινού νερού.

Μέχρι το Σεπτέμβριο του 1947, οπότε και το πρόγραμμα τερματίστηκε επίσημα, 1.500 Γερμανοί και Αυστριακοί επιστήμονες μαζί με τις οικογένειές τους έφτιαξαν μια νέα ζωή στις ΗΠΑ, υπό νέα ταυτότητα, μακριά από τα δικαστικά έδρανα, όπως ήταν οι dr. Kurt Blome, Georg Rickhey και Arthur Rudolph. Μάλιστα, το 90% των επιστημόνων παρέμεινε στην Αμερική μετά τη λήξη του προγράμματος, έχοντας λάβει την αμερικανική υπηκοότητα και συνεχίζοντας να εργάζονται πάνω στα αντικείμενά τους. Ανεπίσημα, το πρόγραμμα συνεχίστηκε υπό άλλες ονομασίες και εκδοχές (βλ. Project 63) μέχρι και το 1962, παρά τις διαμαρτυρίες της Δυτική Γερμανίας και τις προστριβές μεταξύ της JIOA και της CIA από το 1952 και έπειτα. Η περαιτέρω στρατολόγηση επιστημονικού προσωπικού μπορεί να σταμάτησε, ωστόσο οι μυστικές υπηρεσίες συνέχισαν να ασχολούνται με τα περίπου 1000 ονόματα της λίστας Paperclip, η JIOA μέσω του προγράμματος Defense Scientists Immigration Program (DEFSID) και η CIA μέσω του National Interest Program.

 


 Ο Kurt H. Debus, πρώην επιστήμονας πυραύλων V-2 που έγινε διευθυντής της NASA, ανάμεσα στο πρόεδρο των ΗΠΑ John F. Kennedy και τον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Lyndon B. Johnson κατά τη διάρκεια ενημέρωσης στο Blockhouse 34, Cape Canaveral Missile Test Annex. Πηγή εικόνας: el.wikipedia.org

 

 Εν κατακλείδι, η γερμανική τεχνογνωσία απέδωσε τα μέγιστα όχι μόνο στην αμερικανική οικονομία, αλλά και σε άλλους κλάδους, όπως ήταν η αεροναυπηγική, πυρηνική φυσική, ιατρική κ.α. Όπως θα έλεγε και ο Μακιαβέλλι, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ίσως τελικά η θεωρία συνωμοσίας που θέλει τους Χίτλερ και Μένγκελε να δραπετεύουν στη Λατινική Αμερική να μην ακούγεται πλέον και τόσο απίθανη…δεν βρίσκετε;

 

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Charles River Editors (s.d.), Operation Paperclip: The History of the Secret Program to bring Nazi Scientists to America during and after World War II
  • Jacobsen, Annie (2014), Operation Paperclip: The Secret Intelligence Program that brought Nazi Scientists to America, N.Y./Boston/London: Little Brown and Company
  • Crim, Brian E. (2018), Our Germans: Project Paperclip and the National Security State, Baltimore: John Hopkins University Press
https://www.offlinepost.gr/