Υπάρχουν δύο αντικρουόμενες
εκδοχές σχετικά με τις πρόσφατες
προσπάθειες οικονομικών
μεταρρυθμίσεων και τους
κινδύνους που δημιουργούν οι
μεγάλες τράπεζες σε όλο τον
κόσμο.
Η μία εκδοχή είναι λάθος· και η άλλη είναι τρομακτική.
Στο επίκεντρο της πρώτης εκδοχής, την οποία προτιμούν οι αξιωματούχοι του χρηματοπιστωτικού τομέα, βρίσκεται η άποψη ότι όλες οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις έχουν ήδη υιοθετηθεί (ή πρόκειται να εφαρμοστούν σύντομα).
Οι τράπεζες έχουν λιγότερο χρέος σε σχέση με τα επίπεδα ιδίων κεφαλαίων τους, από ό,τι είχαν το 2007. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, εφαρμόζονται ήδη νέοι κανόνες που περιορίζουν το πεδίο των τραπεζικών δραστηριοτήτων. Οι κανόνες αυτοί θα γίνουν σύντομα νόμος και στο Ηνωμένο Βασίλειο –και η ηπειρωτική Ευρώπη θα ακολουθήσει.
Οι υποστηρικτές της άποψης αυτής, πιστεύουν επίσης ότι οι μεγάλες τράπεζες διαχειρίζονται καλύτερα τους κινδύνους από ό,τι πριν την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008.
Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, οι μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου εξακολουθούν να είναι υπερβολικά μεγάλες για να διαχειριστούν και έχουν ισχυρά κίνητρα να συμμετάσχουν σε αυτήν ακριβώς την υπερβολική ανάληψη κινδύνων που μπορεί να γκρεμίσει οικονομίες.
Η περσινή υπόθεση της λεγόμενης «Φάλαινας του Λονδίνου» και η ζημιά που υπέστη η JPMorgan Chase εξαιτίας των συναλλαγών του περίφημου trader, είναι ένα καλό παράδειγμα. Και, σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτής της εκδοχής, σχεδόν όλες οι μεγάλες τράπεζες εμφανίζουν συμπτώματα χρόνιας κακοδιαχείρισης.
Ενώ η συζήτηση σχετικά με τις μεγάλες τράπεζες ακούγεται μερικές φορές ιδιαίτερα τεχνική, στην πραγματικότητα είναι πολύ απλή. Αναρωτηθείτε το εξής: Αν ένα γιγαντιαίο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα μπει σε μπελάδες, δεν είναι αυτό μεγάλη υπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη, την ανεργία και όλα τα παρεμφερή;
Ή, για να το ρωτήσουμε ακόμα πιο ωμά, θα μπορούσε η Citigroup ή μία παρομοίου μεγέθους ευρωπαϊκή εταιρεία να μπει σε μπελάδες και να κατρακυλήσει ξανά προς την αποτυχία, χωρίς να προσελκύσει κάποια μορφή στήριξης από την κυβέρνηση ή την κεντρική τράπεζα (είτε πρόκειται για διάφανη στήριξη, είτε για μεταμφιεσμένη);
Οι ΗΠΑ έκαναν ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση με τον Τίτλο ΙΙ του νόμου Dodd-Frank το 2010, ο οποίος ενίσχυσε τις εξουσίες εξυγίανσης της Ομοσπονδιακής Εταιρείας Ασφάλισης Καταθέσεων (FDIC). Επιπλέον, η FDIC έχει αναπτύξει κάποια εύλογα σχέδια, ιδιαίτερα για την αντιμετώπιση των εγχώριων χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων. (Είμαι μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής της FDIC που είναι υπεύθυνη για τη Συστημική Ανάλυση· όλες οι απόψεις που εκφράζονται εδώ είναι δικές μου.)
Ωστόσο, ένας μεγάλος μύθος κρύβεται στην καρδιά του επιχειρήματος του χρηματοπιστωτικού κλάδου, το οποίο ουσιαστικά λέει ότι «όλα είναι καλά».
Οι εξουσίες εξυγίανσης της FDIC δεν πρόκειται να λειτουργήσουν για μεγάλες, πολύπλοκες, διασυνοριακές χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις. Ο λόγος είναι απλός: Το δίκαιο των ΗΠΑ μπορεί να δημιουργήσει μία αρχή εξυγίανσης η οποία θα λειτουργεί μόνο εντός των εθνικών συνόρων. Η αντιμετώπιση πιθανών αποτυχιών σε μία εταιρεία όπως η Citigroup, θα απαιτούσε μία διασυνοριακή συμφωνία μεταξύ των κυβερνήσεων και όλων των αρμοδίων φορέων.
Στο τέλος των εαρινών συνόδων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην Ουάσιγκτον, DC, είχα την ευκαιρία να μιλήσω με τους ανώτερους αξιωματούχους και τους συμβούλους τους από διάφορες χώρες, μεταξύ άλλων και από την Ευρώπη.
Έκανα σε όλους την ίδια ερώτηση: Πότε θα έχουμε ένα δεσμευτικό πλαίσιο για τη διασυνοριακή εξυγίανση;
Οι απαντήσεις κυμάνθηκαν από το «σίγουρα όχι όσο ζούμε» μέχρι το «ποτέ». Και πάλι, ο λόγος είναι απλός: τα κράτη δε θέλουν να θυσιάσουν την κυριαρχία τους ή να δεσμευτούν με οποιονδήποτε τρόπο. Οι κυβερνήσεις θέλουν να έχουν τη δυνατότητα να αποφασίζουν τον καλύτερο τρόπο με τον οποίο θα προστατεύσουν τα εθνικά τους συμφέροντα όπως αυτές τα αντιλαμβάνονται, κατά τη διάρκεια μιας κρίσης. Κανείς δεν είναι διατεθειμένος να υπογράψει μία συνθήκη ή να δεσμευτεί με οποιονδήποτε άλλο τρόπο (με πρώτη και καλύτερη την πλειοψηφία της Γερουσίας των ΗΠΑ, η οποία χρειάζεται να επικυρώσει μία τέτοια συνθήκη).
Όπως το έθεσε πρόσφατα ο Bill Dudley, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Αποθεματικής Τράπεζας της Νέας Υόρκης, χρησιμοποιώντας λεπτές εκφράσεις απευθυνόμενος στους κεντρικούς τραπεζίτες, «τα εμπόδια για την ομαλή διασυνοριακή εξυγίανση, χρειάζεται ακόμη να προσδιοριστούν πλήρως και στη συνέχεια να διαλυθούν. Αυτό είναι αναγκαίο για να εξαλειφθεί το πρόβλημα που εκφράζεται με το συνηθισμένο επιχείρημα που λέει ότι «μία τράπεζα είναι υπερβολικά μεγάλη για να πτωχεύσει».
Μετάφραση: Η ομαλή εξυγίανση των τραπεζών είναι μία ψευδαίσθηση. Όσο επιτρέπουμε στις διασυνοριακές τράπεζες να παραμένουν στο τωρινό τους μέγεθος, οι πολιτικοί μας ηγέτες δεν θα είναι σε θέση να ανεχτούν την αποτυχία τους. Και, επειδή αυτά τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι –σύμφωνα με οποιονδήποτε λογικό ορισμό- «πολύ μεγάλα για να αποτύχουν», έχουν τη δυνατότητα να δανείζονται πολύ φθηνότερα από ότι αν ήταν διαφορετικά τα πράγματα.
Ακόμη χειρότερα, έχουν και το κίνητρο και την ευκαιρία να αναπτυχθούν ακόμη περισσότερο.
Αυτή η μορφή κρατικής στήριξης συνεπάγεται μεγάλη έμμεση επιδότηση για τις μεγάλες τράπεζες. Σίγουρα, πρόκειται για μία παράξενη μορφή επιδότησης, αλλά αυτό δεν την καθιστά λιγότερο επιζήμια για το δημόσιο συμφέρον. Αντιθέτως, επειδή η έμμεση υποστήριξη της κυβέρνησης για τις τράπεζες που είναι «υπερβολικά μεγάλες για να αποτύχουν» αυξάνεται με το ύψος του κινδύνου που αναλαμβάνουν, η στήριξη αυτή μπορεί να είναι μία από τις πιο επικίνδυνες επιδοτήσεις που έχει δει ποτέ ο κόσμος. Εξάλλου, το περισσότερο χρέος (σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια) σημαίνει και υψηλότερη πληρωμή όταν τα πράγματα πάνε καλά.
Και, όταν τα πράγματα πάνε άσχημα, αυτό μετατρέπεται σε πρόβλημα των φορολογουμένων (ή σε πρόβλημα κάποιας άλλης κυβέρνησης και των φορολογουμένων της).
Ποιο άλλο κομμάτι του επιχειρηματικού κόσμου έχει τη δυνατότητα να οδηγήσει σε ύφεση την παγκόσμια οικονομία, όπως έκαναν οι τράπεζες το φθινόπωρο του 2008; Επιπλέον, ποιος άλλος έχει τέτοιο κίνητρο για να μεγιστοποιήσει το ποσό του χρέους που εκδίδει;
Το μόνο κοινό, ανάμεσα στις δύο εκδοχές σχετικά με τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις, είναι ότι καμία τους δεν έχει αίσιο τέλος. Είτε θέτουμε ένα ουσιαστικό όριο στο μέγεθος των μεγαλύτερων χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεών μας, είτε θα πρέπει να προετοιμαστούμε για την απόλυτη οικονομική έκρηξη που πρόκειται να ακολουθήσει, εξαιτίας του χρέους.
banksnews
εκδοχές σχετικά με τις πρόσφατες
προσπάθειες οικονομικών
μεταρρυθμίσεων και τους
κινδύνους που δημιουργούν οι
μεγάλες τράπεζες σε όλο τον
κόσμο.
Η μία εκδοχή είναι λάθος· και η άλλη είναι τρομακτική.
Στο επίκεντρο της πρώτης εκδοχής, την οποία προτιμούν οι αξιωματούχοι του χρηματοπιστωτικού τομέα, βρίσκεται η άποψη ότι όλες οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις έχουν ήδη υιοθετηθεί (ή πρόκειται να εφαρμοστούν σύντομα).
Οι τράπεζες έχουν λιγότερο χρέος σε σχέση με τα επίπεδα ιδίων κεφαλαίων τους, από ό,τι είχαν το 2007. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, εφαρμόζονται ήδη νέοι κανόνες που περιορίζουν το πεδίο των τραπεζικών δραστηριοτήτων. Οι κανόνες αυτοί θα γίνουν σύντομα νόμος και στο Ηνωμένο Βασίλειο –και η ηπειρωτική Ευρώπη θα ακολουθήσει.
Οι υποστηρικτές της άποψης αυτής, πιστεύουν επίσης ότι οι μεγάλες τράπεζες διαχειρίζονται καλύτερα τους κινδύνους από ό,τι πριν την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008.
Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, οι μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου εξακολουθούν να είναι υπερβολικά μεγάλες για να διαχειριστούν και έχουν ισχυρά κίνητρα να συμμετάσχουν σε αυτήν ακριβώς την υπερβολική ανάληψη κινδύνων που μπορεί να γκρεμίσει οικονομίες.
Η περσινή υπόθεση της λεγόμενης «Φάλαινας του Λονδίνου» και η ζημιά που υπέστη η JPMorgan Chase εξαιτίας των συναλλαγών του περίφημου trader, είναι ένα καλό παράδειγμα. Και, σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτής της εκδοχής, σχεδόν όλες οι μεγάλες τράπεζες εμφανίζουν συμπτώματα χρόνιας κακοδιαχείρισης.
Ενώ η συζήτηση σχετικά με τις μεγάλες τράπεζες ακούγεται μερικές φορές ιδιαίτερα τεχνική, στην πραγματικότητα είναι πολύ απλή. Αναρωτηθείτε το εξής: Αν ένα γιγαντιαίο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα μπει σε μπελάδες, δεν είναι αυτό μεγάλη υπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη, την ανεργία και όλα τα παρεμφερή;
Ή, για να το ρωτήσουμε ακόμα πιο ωμά, θα μπορούσε η Citigroup ή μία παρομοίου μεγέθους ευρωπαϊκή εταιρεία να μπει σε μπελάδες και να κατρακυλήσει ξανά προς την αποτυχία, χωρίς να προσελκύσει κάποια μορφή στήριξης από την κυβέρνηση ή την κεντρική τράπεζα (είτε πρόκειται για διάφανη στήριξη, είτε για μεταμφιεσμένη);
Οι ΗΠΑ έκαναν ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση με τον Τίτλο ΙΙ του νόμου Dodd-Frank το 2010, ο οποίος ενίσχυσε τις εξουσίες εξυγίανσης της Ομοσπονδιακής Εταιρείας Ασφάλισης Καταθέσεων (FDIC). Επιπλέον, η FDIC έχει αναπτύξει κάποια εύλογα σχέδια, ιδιαίτερα για την αντιμετώπιση των εγχώριων χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων. (Είμαι μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής της FDIC που είναι υπεύθυνη για τη Συστημική Ανάλυση· όλες οι απόψεις που εκφράζονται εδώ είναι δικές μου.)
Ωστόσο, ένας μεγάλος μύθος κρύβεται στην καρδιά του επιχειρήματος του χρηματοπιστωτικού κλάδου, το οποίο ουσιαστικά λέει ότι «όλα είναι καλά».
Οι εξουσίες εξυγίανσης της FDIC δεν πρόκειται να λειτουργήσουν για μεγάλες, πολύπλοκες, διασυνοριακές χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις. Ο λόγος είναι απλός: Το δίκαιο των ΗΠΑ μπορεί να δημιουργήσει μία αρχή εξυγίανσης η οποία θα λειτουργεί μόνο εντός των εθνικών συνόρων. Η αντιμετώπιση πιθανών αποτυχιών σε μία εταιρεία όπως η Citigroup, θα απαιτούσε μία διασυνοριακή συμφωνία μεταξύ των κυβερνήσεων και όλων των αρμοδίων φορέων.
Στο τέλος των εαρινών συνόδων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην Ουάσιγκτον, DC, είχα την ευκαιρία να μιλήσω με τους ανώτερους αξιωματούχους και τους συμβούλους τους από διάφορες χώρες, μεταξύ άλλων και από την Ευρώπη.
Έκανα σε όλους την ίδια ερώτηση: Πότε θα έχουμε ένα δεσμευτικό πλαίσιο για τη διασυνοριακή εξυγίανση;
Οι απαντήσεις κυμάνθηκαν από το «σίγουρα όχι όσο ζούμε» μέχρι το «ποτέ». Και πάλι, ο λόγος είναι απλός: τα κράτη δε θέλουν να θυσιάσουν την κυριαρχία τους ή να δεσμευτούν με οποιονδήποτε τρόπο. Οι κυβερνήσεις θέλουν να έχουν τη δυνατότητα να αποφασίζουν τον καλύτερο τρόπο με τον οποίο θα προστατεύσουν τα εθνικά τους συμφέροντα όπως αυτές τα αντιλαμβάνονται, κατά τη διάρκεια μιας κρίσης. Κανείς δεν είναι διατεθειμένος να υπογράψει μία συνθήκη ή να δεσμευτεί με οποιονδήποτε άλλο τρόπο (με πρώτη και καλύτερη την πλειοψηφία της Γερουσίας των ΗΠΑ, η οποία χρειάζεται να επικυρώσει μία τέτοια συνθήκη).
Όπως το έθεσε πρόσφατα ο Bill Dudley, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Αποθεματικής Τράπεζας της Νέας Υόρκης, χρησιμοποιώντας λεπτές εκφράσεις απευθυνόμενος στους κεντρικούς τραπεζίτες, «τα εμπόδια για την ομαλή διασυνοριακή εξυγίανση, χρειάζεται ακόμη να προσδιοριστούν πλήρως και στη συνέχεια να διαλυθούν. Αυτό είναι αναγκαίο για να εξαλειφθεί το πρόβλημα που εκφράζεται με το συνηθισμένο επιχείρημα που λέει ότι «μία τράπεζα είναι υπερβολικά μεγάλη για να πτωχεύσει».
Μετάφραση: Η ομαλή εξυγίανση των τραπεζών είναι μία ψευδαίσθηση. Όσο επιτρέπουμε στις διασυνοριακές τράπεζες να παραμένουν στο τωρινό τους μέγεθος, οι πολιτικοί μας ηγέτες δεν θα είναι σε θέση να ανεχτούν την αποτυχία τους. Και, επειδή αυτά τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι –σύμφωνα με οποιονδήποτε λογικό ορισμό- «πολύ μεγάλα για να αποτύχουν», έχουν τη δυνατότητα να δανείζονται πολύ φθηνότερα από ότι αν ήταν διαφορετικά τα πράγματα.
Ακόμη χειρότερα, έχουν και το κίνητρο και την ευκαιρία να αναπτυχθούν ακόμη περισσότερο.
Αυτή η μορφή κρατικής στήριξης συνεπάγεται μεγάλη έμμεση επιδότηση για τις μεγάλες τράπεζες. Σίγουρα, πρόκειται για μία παράξενη μορφή επιδότησης, αλλά αυτό δεν την καθιστά λιγότερο επιζήμια για το δημόσιο συμφέρον. Αντιθέτως, επειδή η έμμεση υποστήριξη της κυβέρνησης για τις τράπεζες που είναι «υπερβολικά μεγάλες για να αποτύχουν» αυξάνεται με το ύψος του κινδύνου που αναλαμβάνουν, η στήριξη αυτή μπορεί να είναι μία από τις πιο επικίνδυνες επιδοτήσεις που έχει δει ποτέ ο κόσμος. Εξάλλου, το περισσότερο χρέος (σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια) σημαίνει και υψηλότερη πληρωμή όταν τα πράγματα πάνε καλά.
Και, όταν τα πράγματα πάνε άσχημα, αυτό μετατρέπεται σε πρόβλημα των φορολογουμένων (ή σε πρόβλημα κάποιας άλλης κυβέρνησης και των φορολογουμένων της).
Ποιο άλλο κομμάτι του επιχειρηματικού κόσμου έχει τη δυνατότητα να οδηγήσει σε ύφεση την παγκόσμια οικονομία, όπως έκαναν οι τράπεζες το φθινόπωρο του 2008; Επιπλέον, ποιος άλλος έχει τέτοιο κίνητρο για να μεγιστοποιήσει το ποσό του χρέους που εκδίδει;
Το μόνο κοινό, ανάμεσα στις δύο εκδοχές σχετικά με τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις, είναι ότι καμία τους δεν έχει αίσιο τέλος. Είτε θέτουμε ένα ουσιαστικό όριο στο μέγεθος των μεγαλύτερων χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεών μας, είτε θα πρέπει να προετοιμαστούμε για την απόλυτη οικονομική έκρηξη που πρόκειται να ακολουθήσει, εξαιτίας του χρέους.
banksnews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου