Αφορμή για τις γραμμές που θα ακολουθήσουν, αποτέλεσαν οι έντονες -και στην περιοχή μας πλέον- κινήσεις, που δηλώνουν ξεκάθαρα την επιθυμία κάποιων να «λάβουν θέσεις εκκίνησης», προλαμβάνοντας ή και προκαλώντας (κατ’ επιθυμία τους) τις πολιτικές εξελίξεις.
Ξεκινώντας από τα όσα δεν αφήνουν καμία αμφιβολία, οι κινήσεις που έγιναν όλο το προηγούμενο διάστημα και συνεχίζουν να γίνονται αυτό τον καιρό στο χώρο της «προοδευτικής κεντροαριστεράς», σηματοδοτούν μία προσπάθεια επανάκαμψης στο προσκήνιο, ενός πολιτικού κατεστημένου που (κατά τη γνώμη μου) φέρει ακέραια την ευθύνη για την πολιτική απαξίωση αλλά και την οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση που βιώνει σήμερα ο λαός και η πατρίδα μας.
Θεωρώντας περιττή την ιστορική αναδρομή σε πολιτικά γεγονότα του παρελθόντος, μιας και το θέμα μας έχει να κάνει με τα όσα σήμερα συμβαίνουν, θ’ αναφερθώ στον Απρίλιο του 2014 όταν ο πρώην πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου σε τηλεοπτική του συνέντευξη στο Bloomberg με φόντο την Ακρόπολη, είχε απορρίψει τις κατηγορίες περί υπονόμευσης της (τότε) κυβέρνησης, χαρακτηρίζοντας μάλιστα ως «Πρωταπριλιάτικο και επικίνδυνο αστείο τις φήμες περί ίδρυσης νέου κόμματος».
Εννέα μήνες μετά, και τρεις εβδομάδες πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, ο κ. Παπανδρέου ανακοινώνει επίσημα την ίδρυση του «Κινήματος Δημοκρατών Σοσιαλιστών». Στο νέο αυτό κόμμα, εντάσσονται και οι πρώην υπουργοί του ΠΑΣΟΚ Γ. Πεταλωτής, Φ. Σαχινίδης, Δ. Ρέππας, Φ. Πετσάλνικος και Μ. Καρχιμάκης.
Από τον Ιανουάριο δε του 2017, το «Κίνημα» του κ. Παπανδρέου συμμετέχει ως συνιστώσα (διατηρώντας την αυτονομία του) στην «Δημοκρατική Συμπαράταξη» της οποίας ηγείται η κα Φ. Γεννηματά.
Τον Μάρτιο του 2017, τρεις πρώην υπουργοί του ΠΑΣΟΚ, η Ά. Διαμαντοπούλου, ο Γ. Φλωρίδης και ο Γ. Ραγκούσης, σε εκδήλωση σε κεντρικό ξενοδοχείο των Αθηνών, ανακοινώνουν την ίδρυση του πολιτικού φορέα «Ώρα Αποφάσεων».
Αποτελεί αξιοσημείωτο δε ότι στην εκδήλωση εκείνη, είχαν παρευρεθεί τρεις (τουλάχιστον) από τους σημερινούς υποψηφίους για την προεδρία της … «Δημοκρατικής Συμπαράταξης» (αν μπορεί κάποιος να υποθέσει το όνομα του φορέα ο οποίος … αναζητεί νέο πρόεδρο). Οι Γ. Ραγκούσης, Στ. Θεοδωράκης και Γ. Καμίνης.
Σημειώνεται δε ότι πρόσφατα και «μετά τη συνεδρίαση της πανελλαδικής Συντονιστικής της Επιτροπής, η «Ώρα Αποφάσεων» αποφάσισε να σταθεί θετικά στο εγχείρημα της ίδρυσης νέου φορέα της Κεντροαριστεράς και την εκλογή αρχηγού που βρίσκονται σε εξέλιξη, διατηρώντας ωστόσο τις σοβαρές επιφυλάξεις της», όπως αναφέρουν πρόσφατα δημοσιεύματα, τονίζοντας ωστόσο ότι «θα εκφραστεί, θα παρέμβει και θα πορευτεί πολιτικά κατά την διάρκεια των διαδικασιών καθώς και μετά την ολοκλήρωσή τους», μη παραλείποντας να αναφέρει ότι θα σταθεί «μη αντιπαρατιθέμενη πολιτικά» στο νέο αυτό πολιτικό φορέα.
Δεν περιμέναμε και κάτι διαφορετικό, θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς.
Πριν λίγες δε ημέρες, από το «Κίνημα Δημοκρατών Σοσιαλιστών» του κ. Παπανδρέου, έγινε γνωστό ότι ο ίδιος, μπορεί μεν να μην διεκδικεί την προεδρία του «νέου» φορέα, εν τούτοις δήλωσε ότι «θα είναι «στρατιώτης» και «εγγυητής» της προσπάθειας για την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς» ενώ δεν παρέλειψε να τονίσει ότι «κάθε διαδικαστική λεπτομέρεια στην εκλογική διαδικασία για τον επικεφαλής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, σχετίζεται με την οικοδόμηση ενός κλίματος εμπιστοσύνης … το κλίμα αυτό θα συμβάλει ώστε να διεξαχθεί τις επόμενες εβδομάδες ένας ουσιαστικός διάλογος, με εναλλακτικές θέσεις και προτάσεις για τη μετατροπή των αξιακών προτεραιοτήτων μας σε πολιτικές πρωτοβουλίες και πράξεις. Συνακόλουθα θα βοηθήσει και στην αναζωογόνηση της σχέσης εμπιστοσύνης με τους πολίτες»
Όσο συνηθισμένος κι αν είναι κανείς στον ξύλινο πολιτικό λόγο, η τελευταία πρόταση είναι δηλωτική του ξεκάθαρου (και αποκλειστικού) σκοπού για τον οποίο δημιουργείται ο «νέος» αυτός πολιτικός φορέας.
Τα ψηφαλάκια
Τον κύριο όμως ρόλο συγκράτησης των ψηφοφόρων οι οποίοι παραδοσιακά αποφασίζουν να στηρίξουν επιλογές που, είτε τοποθετούνται ιδεολογικά στο χώρο του κέντρου, είτε απηυδισμένοι από τις πολιτικές επιλογές των εκάστοτε κυβερνήσεων, «κινούνται» μεταξύ κεντροαριστεράς και κεντροδεξιάς, με βάση το προσωπικό τους κριτήριο της μη επιλογής των άκρων, και όχι απαραίτητα ταυτισμένοι με το σύνολο των ιδεολογικών τοποθετήσεων των κομμάτων που επιλέγουν, ανέλαβε από το Φεβρουάριο του 2014 ο κ. Σταύρος Θεοδωράκης με την ίδρυση του πολιτικού φορέα «Το Ποτάμι».Συγκέντρωσε από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής του τα «βλέμματα» των κυρίαρχων Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης της χώρας, σε βαθμό μάλιστα που ακόμη και ο πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ κ. Κρεμαστινός να αναφέρει σε ραδιοφωνική του συνέντευξη «Όλοι το βλέπουν καχύποπτα και, βεβαίως, έχουν δίκιο … μια κίνηση η οποία γίνεται έτσι ξαφνικά δεν περιμένει κανένας να έχει τόση αποδοχή από τα Μέσα Ενημερώσεως– … ένα κόμμα που δεν έχει αρχίσει, που δεν έχει μέλη, που δεν έχει πρόγραμμα, που δεν έχει τίποτα, τι να σας πω, η αποδοχή από τα Μέσα Ενημερώσεως μοιάζει με μεγάλη διαφήμιση … Αυτή είναι η πραγματικότητα χωρίς υπερβολές», καταλαβαίνει κανείς ότι η ίδρυση αυτού του πολιτικού φορέα, είναι πολύ πιθανό να είχε τη στήριξη (αν δεν προέκυψε ως πρωτοβουλία) σημαντικών προσώπων, είτε του πολιτικού είτε και του επιχειρηματικού τοπίου της χώρας.
Οι ίδιοι λοιπόν άνθρωποι που αποφάσιζαν ή επηρέαζαν σημαντικά (αν δεν κατεύθυναν) τα πολιτικά πράγματα της χώρας, από τα μέσα (τουλάχιστον) της δεκαετίας του ’80, «στοιχήθηκαν» και συνεχίζουν να «στοιχίζονται», οι ίδιοι ή οι διάδοχοί τους, πίσω από διάφορες πολιτικές πρωτοβουλίες, οι οποίες -το πιο λογικό είναι- να μεταφέρουν κατ’ ουσία και πράξη, την ιδιοτέλεια των προσωπικών τους επιδιώξεων, στην πολιτική σκηνή της χώρας.
Προσέξτε: Φεβρουάριος 2014 «Το Ποτάμι», Ιανουάριος 2015 «Κίνημα Δημοκρατών Σοσιαλιστών», Μάρτιος 2017 «Ώρα Αποφάσεων».
Τρεις πολιτικοί φορείς, στο χώρο της αναφερόμενης ως «προοδευτικής κεντροαριστεράς», που ιδρύθηκαν είτε από πρώην υπουργούς, είτε από πρώην Πρωθυπουργό, είτε απόλαυσαν τη μέγιστη «προσοχή» των κραταιών ΜΜΕ της χώρας, σε διάστημα δύο μόλις ετών, χωρίς να αναφερθεί η ίδρυση και άλλων κινήσεων, όπως αυτή του κ. Α. Λοβέρδου (με τη «Συμφωνία για τη Νέα Ελλάδα»), ή του κ. Β. Οικονόμου (με τον «Δημοκρατικό Σύνδεσμο»).
Θα μπορούσε βεβαίως κανείς να υποθέσει, ότι κάτι τέτοιο αποτελούσε «πρόταγμα της κοινωνίας», ή ότι «υπήρχε κενός πολιτικός χώρος που έπρεπε να καλυφθεί».
Ισχύει όμως κάτι τέτοιο ;
Σαφώς και όχι.
Πρόκειται απλά και μόνο για την προσπάθεια εκείνων που, λόγω των επιλογών τους, είτε έχουν απωλέσει εδώ και αρκετό καιρό την δυνατότητα που είχαν να «τρέφονται από τον κρατικό κορβανά», τόσο οι ίδιοι όσο και οι συνεργάτες-υποστηρικτές τους, είτε συνειδητοποιούν, όσο περνά ο καιρός όλο και περισσότερο, ότι η ελπίδα (και κρυφή ευχή) για την γρήγορη επιστροφή τους στα κυβερνητικά έδρανα, μοιάζει πλέον τόσο μάταιη, όσο και ο αγώνας του μυθικού Σίσυφου.
Άλλωστε, οι πολιτικές δυνάμεις που εκπροσωπούν σήμερα τους πολίτες στο ελληνικό κοινοβούλιο, έλαβαν ακριβώς την δύναμη και τις θέσεις που ο ελληνικός λαός αποφάσισε. Ποιος ο λόγος λοιπόν της σύμπραξης, έστω και μέσω της … επαναφοράς στο προσκήνιο, στελεχών και πολιτικών φορέων, που όχι απλά δοκιμάσθηκαν στην διακυβέρνηση της χώρας και απέτυχαν οικτρά, στέλνοντας «τον λογαριασμό» στους πολίτες, αν όχι η εκπλήρωση των μοίχιων σκέψεών τους για την … επανάληψη του καταστροφικού τους «περάσματος» ;
«Διακρίνοντας» δε ήδη το μειδίαμα στα χείλη εκείνων που διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, σκέφτονται «κι εκείνοι που αποχώρησαν από τα κόμματά τους και στελεχώνουν σήμερα την κυβέρνηση ; Γι’ αυτούς … τίποτε ;», ο αντίλογος είναι νομίζω ολοφάνερος.
Έμπειρα κυβερνητικά στελέχη, πολιτικών φορέων που κυβέρνησαν αυτό τον τόπο, όταν κάποια στιγμή της πολιτικής ή/και κυβερνητικής τους σταδιοδρομίας, συνειδητοποίησαν ότι οι κεντρικές πολιτικές αποφάσεις των κομμάτων στα οποία ήταν ενταγμένοι, όχι απλά υπερέβαιναν αλλά αντέβαιναν όσα η συνείδησή τους επέβαλε, επέλεξαν να ακολουθήσουν τη συνείδησή τους και όχι τα κόμματά τους.
Αποχώρησαν ή διεγράφησαν από αυτά, όντας κυβερνητικά στελέχη, είτε για να ενταχθούν στον «ΣΥ.ΡΙΖ.Α.» ως τον πολιτικό εκείνο φορέα στο χώρο της κεντροαριστεράς, με μικρή (τότε) εκλογική απήχηση, ο οποίος όμως -κατά την προσωπική τους εκτίμηση- εκπροσωπούσε σε μεγαλύτερο βαθμό όσα οι ίδιοι πίστευαν, είτε δημιούργησαν τους «Ανεξάρτητους Έλληνες», έναν πολιτικό φορέα που δημιουργήθηκε μέσα σε ελάχιστο χρόνο, κατ’ απαίτηση μιας μερίδας πολιτών οι οποίοι ένιωθαν ότι δεν τους εκπροσωπούσε κανένας από τους ήδη υπάρχοντες.
Όχι εκ του ασφαλούς. Όχι χωρίς κόστος.
Και βέβαια, χωρίς ν’ «αφήνουν στο πόδι τους» τον γιο, την κόρη ή τον … ανηψιό τους.
Κάτι που φαίνεται ότι αποτελεί … δόγμα στο κόμμα (κυρίως) της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αν σκεφθεί και υπολογίσει κανείς το πόσοι και πόσες από τους νυν ή και παλαιότερους βουλευτές της «Νέας Δημοκρατίας», τυπικά και ουσιαστικά «μεταβίβασαν» την βουλευτική τους έδρα, στους άμεσους ή έμμεσους συγγενείς τους.
Κι επειδή σήμερα ο πρόεδρος του κόμματος, γόνος και ο ίδιος μιας εκ των οικογενειών που εδώ και δεκαετίες «πληροί τα κριτήρια ένταξης στον ορισμό της οικογενειοκρατίας» στην Ελλάδα, στην προσπάθειά του να παρουσιάσει μία νέα αλλά άκρως πλασματική εικόνα για το κόμμα στο οποίο «άρχει», μπορεί να στέλνει με τις αποφάσεις του το μήνυμα πως «κάτι άλλαξε», εν τούτοις, είναι νομίζω δεδομένο πως αυτό που δεν έχει σε καμία περίπτωση αλλάξει, είναι η «νοοτροπία εξουσίας» που διακατέχει τα στελέχη του κόμματος.
Μία νοοτροπία που έχει «εμποτισθεί στα κύτταρα» των στελεχών του, οδηγώντας τα σε συμπεριφορές που κάνουν σχεδόν «απτό» το φαινόμενο, κάθε φορά που με λόγια ή πράξεις τους, απευθύνουν είτε την κριτική τους προς την κυβέρνηση, είτε επιχειρηματολογούν (όταν όντως σπανίως το κάνουν), για την υπεράσπιση των θέσεών τους.
Αλλά αυτό, δεν είναι αποκλειστικό «προνόμιο» των στελεχών της ΝΔ.
Όταν λοιπόν διαχρονικά, τα … 3/5 σχεδόν των βουλευτών, κυρίως του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης που όχι απλά κατέρχονται ως υποψήφιοι/ες, αλλά … εκλέγονται, καταλαμβάνοντας μάλιστα υπουργικές θέσεις, είναι γιοι, κόρες, αδελφοί, ανήψια ή ότι άλλο, γνωστών οικογενειών της πολιτικής στην Ελλάδα, τι άλλο μπορεί να υποθέσει κανείς, εκτός του ότι η «νοοτροπία εξουσίας» που έχουν αναπτύξει, τους οδηγεί στο (εύλογο για τους ίδιους) συμπέρασμα ότι, όπως ο πατέρας επιθυμεί κάποιος εκ των στενότερων συγγενών του να συνεχίσει την … οικογενειακή επιχείρηση, ή (κι ας χαρακτηρισθεί το παράδειγμα ως … ακραίο) ο «ελέω Θεού» μονάρχης, στέφει ως διάδοχο στο «θρόνο» τον γιο του, έτσι ακριβώς και οι «ελέω Προέδρου» και γονέα, θείου κλπ, εν ενεργεία ή πρώην βουλευτή, δίνουν το χρίσμα της διαδοχής τους στα βουλευτικά έδρανα, στους άμμεσους ή έμμεσους συγγενείς τους.
Και είναι τόσο δεδομένη πλέον η «διαδικασία», που η όποια παρέκκλιση από αυτή είναι ικανή να προκαλέσει τριγμούς ακόμη και στη θέση του ίδιου του προέδρου του κόμματος.
Βλέπετε … τα σόγια, μπορεί να στηρίζονται μεταξύ τους, δημιουργούν όμως και στενούς κύκλους κοινών συμφερόντων.
Κι όταν αυτά τα συμφέροντα, δεν μπορούν να δημιουργήσουν τις συνθήκες εκείνες που θα τους επέτρεπαν να … αναπτύξουν την δυναμική τους (για να το θέσουμε κομψά), είτε στην πολτική, είτε στην … επιχειρηματική ζωή της χώρας (λόγω της απώλειας της εξουσίας), τότε επέρχεται -το λιγότερο- ο εκνευρισμός.
Δηλωτικό ίσως αυτού του εκνευρισμού, ο οποίος μπορεί να γίνει κατανοητός μόνο αν συνδυάσει κανείς την απώλεια της εξουσίας σε σχέση με τη «νοοτροπία εξουσίας» που αναφέρθηκαν προηγουμένως, οι συχνότατες πλέον φωνασκίες εντός του ελληνικού κοινοβουλίου, ακόμη και με τη χρήση εκφράσεων ή λέξεων που σε παλαιότερες εποχές θα αρκούσαν για να προκαλέσουν τις αντιδράσεις ακόμη και των συναδέλφων τους στην ίδια παράταξη (και όχι χαχανητά και χειροκροτήματα), το μόνο βέβαιο αποτέλεσμα είναι η συνεχής απαξίωση τόσο των ιδίων ως πολιτικών, όσο και (κυρίως) της πολιτικής -γενικότερα- στην Ελλάδα.
Σε κάθε περίπτωση, οι βουλευτές και τα στελέχη, τόσο της «προοδευτικής παράταξης», όσο και της «Νέας Δημοκρατίας», το μόνο που καταφέρνουν με τα λόγια, τις πράξεις και τις συμπεριφορές τους, είναι το να αφήνουν μία «πικρή γεύση στα χείλη» των πολιτών.
Καμία «αναδιάταξη» ή «σύμπραξη» των δυνάμεών τους, καμία «αλλαγή πλεύσης» ή προσπάθεια να πείσουν πως άλλαξαν, δεν πρόκειται να «… βοηθήσει στην αναζωογόνηση της σχέσης εμπιστοσύνης με τους πολίτες» (κοινώς … τα ψηφαλάκια), ώστε να τους εμπιστευθούν και πάλι τις τύχες της χώρας.
Γιατί πολύ απλά, δεν έχουν συνειδητοποιήσει (ακόμη) πως δεν αρκεί η αλλαγή ή η σύμπραξη προσώπων, για να πείσουν.
Κι από τη στιγμή που, όπως ο Πυθαγόρας ο Σάμιος είπε «… όταν κάποιος αποκτήσει συναίσθηση του κακού που έκανε, από τότε αρχίζει η διαδικασία βελτίωσής του», τα στελέχη τόσο της «Δημοκρατικής Συμπαράταξης» και των συνιστωσών της, όσο και της «Νέας Δημοκρατίας», όχι απλά δεν έχουν αποκτήσει συναίσθση του κακού που έχουν προκαλέσει στην πατρίδα μας, αλλά αντίθετα, μοναδική τους επιδίωξη είναι η επιστροφή τους στην άσκηση εξουσίας (λόγω νοοτροπίας) όπως αυτοί την εννοούν, δεν τους αξίζει να την αποκτήσουν.
Το ζήτημα κύριοι είναι δομικό, κι έχει να κάνει τόσο με το «σπίτι», όσο και με τους «ενοίκους» του.
Του Γιώργου Τσακίρη
Ὁ Γιώργος Τσακίρης είναι μέλος τοῦ Εθνικού Συμβουλίου τῶν Ἀνεξάρτητων Ελλήνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου