Τρίτη 5 Ιουλίου 2022

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΦΛΕΒΕΣ – Οψοκομιστής (Οι μάγκες του Ρολογιού)

 


ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΦΛΕΒΕΣ – Οψοκομιστής

 Γράφει η συγγραφέας Ηρώ Καραμανλή

Έχετε ακούσει τη έκφραση «οι μάγκες του Ρολογιού»; Η φράση είναι δηλωτική μιας ομάδας ανθρώπων που χαρακτηρίζεται από φτώχεια και οικονομική δυσπραγία  και που κινείται μεταξύ της αλητείας και της παρανομίας. Έφτασε ως τις μέρες μας από τις αρχές του 19ου αιώνα από ένα ρολόι που τοποθετήθηκε σε πυργίσκο μετρίου ύψους στην Παλαιά Αγορά της Αθήνας το 1914.

Το ρολόι της Πλάκας ή «το ρολόι του Ελγίνου» όπως το ονόμαζαν περιφρονητικά οι Αθηναίοι, το χάρισε στην Πρωτεύουσα ο αρχαιοκάπηλος Έλγιν αφού ολοκλήρωσε την κλοπή των μαρμάρων του Παρθενώνα. Στην πραγματικότητα αποτελούνταν από τέσσερα ρολόγια που τοποθετήθηκαν σε κάθε πλευρά του κακοφτιαγμένου πύργου και χαρίστηκαν από τον αρχαιοκάπηλο σαν ένδειξη εξιλέωσης για την αποτρόπαια πράξη του. Σε κάποιο σημείο μάλιστα του πύργου, άφησε και το αποτύπωμά του ο «μεγάλος δωρητής» με μία μαρμάρινη πλάκα που αναγραφόταν : «Θωμάς, κόμης του Έλγιν, χάρισε στους Αθηναίους ωρολόγιον και οι Αθηναίοι πολίτες το έστησαν το 1914».

Εκείνη την εποχή, η Αθήνα με τις μεγάλες προσδοκίες και τους ελάχιστους πόρους, μαστιζόταν από ανέχεια με τα παιδιά να είναι τα μεγαλύτερα θύματά της και των οποίων η μοίρα υπήρξε θλιβερή. Κρατική πρόνοια δεν υπήρχε και η εκπαίδευση στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Το «ρολόι του Ελγίνου» λοιπόν, είχε γίνει καταφύγιο και τόπος συνάντησης για αλήτες, ρακένδυτα παιδιά, απόρους και για όλα τα χαμίνια της Αθήνας που κατάστρωναν σχέδια για τις παράνομες δράσεις τους και έμειναν γνωστοί ως «οι μάγκες του Ρολογιού».

 

Η ΛΕΞΗ

Οψοκομιστής, ο

Η λέξη είναι σύνθετη και αποτελείται από το ουσιαστικό όψον (έδεσμα, τροφή, κυρίως ψάρι) και το ρήμα κομίζω (μεταφέρω) εξ ου και τα κόμιστρα (ναύλα, ποσό που πληρώνουμε για μία μεταφορά). Οψοκομιστής οπότε είναι αυτός που μεταφέρει τα ψώνια από την αγορά στα σπίτια. Ο Δημητράτος στο λεξικό του λέει : «αχθοφόρος μεταφέρων οψώνια εκ της αγοράς εις τας οικίας». Οψώνιον είναι «η δι’ αγοράς προμήθεια τροφίμων, τα ώνια». Η λέξη μαρτυρείται από το 1887 όταν αναφέρθηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα «Ακρόπολις». Συγγενικές λέξεις με το όψον είναι : οψάριον (νεοελλ. ψάρι), οψοποιός (μάγειρας), οψώνειον (προμήθεια σε τροφές ή τα χρήματα για την αγορά τους), κα.

Στη συλλογή του φιλολογικού συλλόγου «Παρνασσός» υπάρχει ένας ζωγραφικός πίνακας με θέμα «Οψοκομιστής». Είναι έργο του Σπύρου Μαντζάκου που γεννήθηκε κι έζησε στην Αθήνα στα μέσα του 19ου  αιώνα και πέθανε το 1920. Απεικονίζει έναν παιδί που είναι μαθητής της Σχολής Απόρων Παίδων του «Παρνασσού» -  άλλη φορά θα μιλήσουμε γι’ αυτή τη σχολή, έχει ενδιαφέρον και της πρέπει ξεχωριστή μνεία. Το αγόρι εργάζεται επίσης και είναι από την επαρχία όπως φανερώνουν τα ρούχα και τα τσαρούχια του. Έχει δεμένο στην πλάτη του ένα ψάθινο ζεμπίλι (καλάθι) που μεταφέρει τα ψώνια και σε ένα διάλειμμα από τη δουλειά του κάθεται σε ένα κασόνι κι αντί να ρεμπελεύει, διαβάζει ένα φθαρμένο βιβλίο. Ο πίνακας πιστεύω, είναι ενδεικτικός της εικόνας της Αθηναϊκής ζωής στις αρχές του 20ου  αιώνα.

Πριν πολλά χρόνια είχα ρωτήσει έναν μαθητή της πρώτης τάξης του Λυκείου, αν ξέρει τι είναι τα μάρμαρα του Έλγιν. «Δεν έχω ιδέα», μου απάντησε, «όμως από τη λέξη <μάρμαρα> βγάζω το  συμπέρασμα πως είναι γλυπτά και μάλλον ο γλύπτης είναι κάποιος Έλγιν». Θεωρώ λοιπόν ανεπίτρεπτο και ίσως ιερόσυλο όταν αναφερόμαστε στα μάρμαρα του Παρθενώνα να τα ονομάζουμε «μάρμαρα του Έλγιν».  Οι άνθρωποι που δεν γνωρίζουν τη μέγιστη κλοπή και την ξεδιάντροπη αρχαιοκαπηλία  οδηγούνται πολύ εύκολα σε παρεξηγήσιμα συμπεράσματα.

Το «δώρο-Ρολόι» του Άγγλου  Έλγιν, λειτούργησε μερικά χρόνια ώσπου καταστράφηκε στην μεγάλη πυρκαγιά της Αγοράς το 1884 κι όποια ερείπια έμειναν από τον πύργο, κατεδαφίστηκαν λόγω ανασκαφών στην περιοχή. Έτσι, το περιβόητο ρολόι εξ αιτίας της ειμαρμένης ή της απόδοσης μιας μικρής δικαιοσύνης, είχε άσχημη κατάληξη, αυτή δηλαδή που του άξιζε, επειδή ο Λαοκόωντας το είχε προβλέψει για όλες τις εποχές : «Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας».

Σημ. : Μέρη του μηχανισμού του ρολογιού και η θρασύτατη μαρμάρινη επιγραφή του Έλγιν φυλάσσονται στο Εθνολογικό Ιστορικό Μουσείο.

Σημ, της γράφουσας : Θα  βλέπουν στο Μουσείο τα εκθέματα οι ανυποψίαστοι τουρίστες και θα περνούν τον αρχαιοκάπηλο Έλγιν για κανένα σπουδαίο ευεργέτη της Ελλάδας. 

 

ΠΗΓΕΣ

ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ, ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΝ. ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΣ

ΛΕΞΙΚΟ ΜΕΣΣΑΩΝΙΚΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΩΔΟΥΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ -  ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΡΙΑΡΑ

ΝΕΩΤΕΡΟΝ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ «ΗΛΙΟΥ»

Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα ΠΡΩΙΝΗ, Δευτέρα 5/7/22 

 

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2022

"ΕΡΩΣ ΑΝΙΚΑΤΕ ΜΑΧΑΝ"


 

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΦΛΕΒΕΣ – Έρως

Γράφει η συγγραφέας Ηρώ Καραμανλή

 

«Έρως ανίκατε μάχαν…»!!!

 Και ποιος δεν γνωρίζει την οικουμενική φράση από την Αντιγόνη του Σοφοκλή που στο τρίτο στάσιμο και λίγο πριν την κάθαρση της τραγωδίας, ο χορός εξυμνεί τον παντοδύναμο έρωτα εν μέσω μιας διαμάχης για το αν θα υπερισχύσει  ο άγραφος θεϊκός νόμος ή ο γραπτός νόμος των ανθρώπων. Οι λίγο μεγαλύτεροι σε ηλικία, θυμούνται τη φράση και από την ελληνική ταινία «Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη να απαγγέλει τον ύμνο του έρωτα με τρεμάμενη φωνή και λαμπερά μάτια από τα δάκρυα, μία αλησμόνητη στιγμή που αποδείκνυε περίτρανα τα συναισθήματά της προς τον καθηγητή Δημήτρη Παπαμιχαήλ.

 Αποτελεί μέγιστη αλήθεια το γεγονός πως ο έρωτας είναι το εντονότερο από όλα τα συναισθήματα που η φύση προίκισε τον άνθρωπο. Ο Καρτέσιος κάνει λόγο για τον έρωτα στο πόνημά του «Περί παθών της ψυχής» και τον κατατάσσει μεταξύ των έξι θεμελιωδών παθών του ανθρώπου. Ο Καντ διαχωρίζει τον έρωτα σε δύο είδη, το ένα είδος είναι η παθολογική αγάπη η οποία πηγάζει από την αισθησιακή φύση του ανθρώπου και το άλλο, είναι η πρακτική αγάπη που προέρχεται από την συνείδηση του ηθικού χρέους. Κατά τον Σέλλιγκ, έρωτας είναι «ο δεσμός όλων των όντων», ο Έγγελς λέει πως «ο έρωτας είναι η συνείδηση της ενότητας ενός ανθρώπου με κάποιον άλλο άνθρωπο» και ο Σοπενάουερ αναφέρει πως ο έρωτας είναι ένα στρατήγημα της φύσης για τη διατήρηση του είδους.

 Το «Έρως ανίκατε μάχαν» του Σοφοκλή έχει μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες σε όλο τον κόσμο. Αυτό και μόνο φανερώνει πως ο έρωτας είναι σαν πυρετός, περιέχει ισχυρά συναισθήματα και μεταμορφώνει τον άνθρωπο δίνοντάς του ένα νέο σκοπό, μια αλλιώτικη οπτική από αυτήν που είχε για όλα τα πράγματα. Τον καθιστά ανίκανο να κατανοήσει οτιδήποτε δεν είναι έρωτας και οτιδήποτε είναι έρωτας τον ολοκληρώνει ως οντότητα και τον γεμίζει ευτυχία. Έτσι, η κοινωνική, ψυχολογική και φιλοσοφική διάσταση του αρχέγονου αυτού συναισθήματος, αναλύθηκε ως φαινόμενο από αρχαιοτάτων χρόνων και θα αναλύεται στο διηνεκές.

 Η ΛΕΞΗ

 Έρως, ο

 Έρωτας είναι το έντονο συναίσθημα έλξης και επιθυμίας μεταξύ δύο προσώπων. Μεταφορικά σημαίνει το πάθος, την ιδιαίτερη αγάπη, την υπερβολική αφοσίωση σε κάτι. Είναι αρχαία λέξη και προέρχεται από το ρήμα έραμαι (αγαπώ, ποθώ). Ο Γιώργος Μπαμπινιώτης αναφέρει στο λεξικό του πως η λέξη είναι άγνωστης ετυμολογίας. Από το ίδιο ρήμα παράγονται οι λέξεις : έρασις (επιθυμία), ερασιχρήματος, εραννός (ευχάριστος), εράσμιος, εραστής, αξιέραστος, ερατεινός, ερατός (αγαπητός), Ερατώ, ερατώνυμος, παιδεραστής, κα.

 Από την αρχή της ύπαρξης της λογοτεχνίας, το ερωτικό φαινόμενο δίνει κίνητρο και ισχυρή έμπνευση στους λογοτέχνες που πολλοί από αυτούς έχουν παρουσιάσει αριστουργηματικά έργα με θέμα τον έρωτα. Κατά την πρωτόγονη εποχή δεν παρουσιάζεται σε καμία εκδήλωση το φαινόμενο του έρωτα. Το συναντάμε βαθμιαία να εκδηλώνεται σε διάφορες εκφραστικές μορφές με την εξελικτική πρόοδο του πολιτισμού. Στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα εμφανίζεται υπό μορφήν ενστίκτου του ανδρικού φύλου προς το γυναικείο. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα καταστρατήγησε έναν δεκάχρονο πόλεμο επειδή η Ελένη ερωτεύθηκε τον Πάρι. Τα ερωτικά μυθιστορήματα των πρώτων μετά Χριστόν αιώνων, επέδρασαν όχι μόνο στη μεταγενέστερη φιλολογία του Βυζαντίου αλλά και στη λογοτεχνία όλης της δύσης. Μερικά από τα πιο αξιόλογα ήταν : «Έρως και ψυχή» του Απουλήιου, «Κατά Δάφνιν και Χλόην¨του Λόγγου (250 μ.Χ.), «Τα καθ’ Ηρώ και Λέανδρον» του Μουσαίου(550 μ.Χ.), κα. Ο Ιπποτικός έρωτας ξεκινάει κατά τον 11 ο αι, και εξασθενεί την εποχή της Αναγέννησης με τον ερχομό του ρομαντικού έρωτα όπου οι κύριοι και οι κυρίες σε κοινωνικούς κύκλους εξυψώνουν τον Πλατωνικό έρωτα. Στη νεοελληνική λογοτεχνία ο έρωτας υπήρξε έμπνευση όλου του συγγραφικού κόσμου, όχι μόνο των καθαρολόγων ποιητών αλλά και των δημοτικιστών. Κατά το τέλος του 19 ου αιώνα με την εμφάνιση νέων τάσεων στη φιλολογία, σημειώνεται και η αντίστοιχη μεταβολή στις αντιλήψεις περί έρωτος.

 Τα βιβλία που ασχολούνται με την ιστορική πορεία του ερωτικού φαινομένου, αναφέρουν πως την περίοδο της επικράτησης του Ρεαλισμού δεν θα ήταν δυνατόν να διατηρηθεί ο Ρομαντικός έρωτας, ως εκ τούτου παρατηρείται μία εξασθένιση του ερωτικού συναισθήματος. Κατά την προσωπική μου άποψη, δεν πιστεύω ότι ισχύει αυτό επειδή ο έρωτας, οποιαδήποτε εποχή με οποιεσδήποτε συνθήκες, παραμένει ισχυρός, αμετάβλητος και νικητής. Ακριβώς όπως το λέει ο Σοφοκλής :

 «Έρως, ανίκατε μάχαν»!!!

ΠΗΓΕΣ

ΛΕΞΙΚΟ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ

ΝΕΩΤΕΡΟΝ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ «ΗΛΙΟΥ» 

  (Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα ΠΡΩΙΝΗ, Δευτέρα 27/6/22)

 

Πέμπτη 26 Μαΐου 2022

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΦΛΕΒΕΣ – Χαμαιτύπη



 ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΦΛΕΒΕΣ – ΧΑΜΑΙΤΥΠΗ

 Γράφει η συγγραφέας Ηρώ Καραμανλή


Τον 15ο αιώνα εφευρέθηκε η τυπογραφία από τον Ιωάννη Γουτεμβέργιο με την χρησιμοποίηση του επίπεδου πιεστηρίου.  Το πρώτο βιβλίο που τύπωσε ο Γουτεμβέργιος ήταν η Βίβλος στην λατινική της μετάφραση (Βουλγάτα), σε σελίδες των 42 αράδων το 1455. Τυπογραφία είναι η εκτυπωτική μέθοδος στην οποία χρησιμοποιούνται ανάγλυφες μεταλλικές πλάκες, επίπεδες ή κυλινδρικές, στις οποίες το θέμα που θα μελανωθεί και θα εκτυπωθεί, προεξέχει.  Η τυπογραφία  είναι αρχαία ελληνική λέξη, σύνθετη,  που σχηματίζεται από το ουσιαστικό τύπος και το ρήμα  γράφω.  Κατά λέξη σημαίνει «τύπτω  γραφή» (χτυπώ τα γράμματα).

Η τυπογραφία,  όχι όπως την ξέρουμε σήμερα, ήταν διαδεδομένη και γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Τα θεμέλια της αναπαραγωγικής διαδικασίας τοποθετούνται στην προϊστορία και στη ιστορία της γραφής που άρχισε στη Σουμερία την 4η χιλιετία π.X. Οι Σουμέριοι τελειοποίησαν ένα σύστημα γραφής στον άργιλο και ήξεραν πώς να δημιουργούν αντίγραφα με τη δημιουργία καλουπιών μπρούτζου  και χαλκού. 

Έλληνες τεχνίτες της εποχής του χαλκού ανέπτυξαν την τέχνη της δημιουργίας αντιγράφων από καλούπια ανάγλυφα και εσώγλυφα. Δείγματα όπως ο ανερμήνευτος ακόμη δίσκος της Φαιστού, που αποτελεί το «παλαιότερο δείγμα κινητής τυπογραφίας στον κόσμο» (1700 π.Χ.) αλλά και η αποτύπωση παραστάσεων στα αρχαία Ελληνικά κοσμήματα και νομίσματα (600 π.Χ.), για την δημιουργία των οποίων έχει χρησιμοποιηθεί διαδικασία παρόμοια με αυτή που χρησιμοποίησε ο Γουτεμβέργιος για την δημιουργία τυπογραφικών στοιχείων, δηλαδή τη χρήση της μήτρας (matrix) και του πατρότυπου (patrix), αποδεικνύουν ότι οι αρχαίοι Έλληνες έφθασαν πολύ κοντά στην εφεύρεση της τυπογραφίας.

Μία πρωτόγονη μορφή τυπογραφίας επίσης, ήταν  και η χρήση σφραγιδόλιθων από τους Βαβυλώνιους και άλλους αρχαίους λαούς. 
Η αντιγραφή των βιβλίων με το χέρι, με τη χρήση πένας ή πινέλου με μελάνι, ήταν χαρακτηριστικό των αρχαίων πολιτισμών της Αιγύπτου, της Ελλάδας και της Ρώμης. Με παρόμοιο τρόπο γινόταν και η αντιγραφή βιβλίων στα μεσαιωνικά μοναστήρια.

Η ΛΕΞΗ

Χαμαιτύπη,  επιθ..

Αρχαία, σύνθετη λέξη που αποτελείται από το τύπος  παράγωγο του τύπτω (με τύπτει η συνείδησή μου),   που σημαίνει χτυπώ, πλήττω, (κυρίως δια ροπάλου ή ξύλου «τύπτουσιν ροπάλοισιν…» [τον όνον]   Ίλ. Λ. 561) και την λέξη χαμαί : χάμω, κάτω.   Με την αρχαία αυτή λέξη, ονομάζεται η γυναίκα που εξασκεί «το αρχαιότερο επάγγελμα στον κόσμο», η ιερόδουλη,  η πόρνη.  Η λέξη είναι άγνωστη σήμερα αλλά χρησιμοποιείται η λέξη χαμαιτυπείο : πορνείο, καταγώγιο.

Ονομάστηκαν έτσι οι πόρνες της αρχαιότητας, οι γνωστές εταίρες, επειδή φορούσαν ειδικά φτιαγμένα σανδάλια που στη σόλα τους που είχαν ανάγλυφα τα γράμματα και σχημάτιζαν την λέξη «έπου», δηλαδή : ακολούθησε, ενώ  άλλες είχαν γραμμένο το όνομά τους. «Τύπωναν χαμαί», κάτω δηλαδή, στα χωμάτινα δρομάκια, την πρόσκλησή τους στους υποψήφιους πελάτες.

Η πρακτική αυτή καταγράφεται στην πλούσια Κόρινθο της αρχαιότητας. Εκεί έζησε και η καλλίπυγος, μορφωμένη και με ονομαστή εξυπνάδα, εταίρα Λαΐς. Η Λαΐδα πληρωνόταν, όπως είχε πει ο Διογένης ο κυνικός, δέκα χιλιάδες δραχμές (που ισοδυναμούσαν με δώδεκα κιλά ασημιού) για μια ερωτική συνεύρεση. Ένα ποσό αστρονομικό σημερινής αξίας περίπου δύο χιλιάδων ευρώ. Ο φιλόσοφος  Σωτίων υποστήριζε ότι η παροιμιώδης έκφραση «οὐ παντός άνδρός ἐς Κόρινθον ἔσθ’ ὁ πλοῦς», δηλαδή «δεν είναι για όλους τους άνδρες η πλεύση προς την Κόρινθο», αναφερόταν στις πανάκριβες υπηρεσίες της  Λαΐδας, που δεν μπορούσαν να τις απολαύσουν όλοι.

 

ΠΗΓΕΣ

ΛΕΞΙΚΟΝ LIDELL & SCOTT

ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ «ΗΛΙΟΥ»

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΠΡΩΙΝΗ, Δευτέρα 20/9/21