Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΤΑΣΟΥ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ




                                                                                                                         Γράφει ο Γιάννης Βάγιας

Δικαιώματα δημιουργών
Αρμοδιότητες Μ.Μ.Ε. και «Άνθρωποι του Πνεύματος»
Όρια παρέμβασής τους

Όπως, ενδεχομένως, να υπέπεσε στην αντίληψη κάποιων αναγνωστών του περιοδικού σας, στην αρχή του καλοκαιριού -και για αρκετό χρόνο- τόσο στα Μ.Μ.Ε. (έντυπα) όσο και στο διαδίκτυο έγινε «χαμός» με αφορμή μια επιστολή εβδομήντα δύο (72) «πνευματικών ανθρώπων» του τόπου μας (Δημουλά, Βαλτινού, Πατρίκιου κ.ά). Ξεσηκώθηκε τόσος θόρυβος που δεν έλεγε να κοπάσει, επί δύο σχεδόν μήνες. Μόνο που τα παραπάνω μέσα αν δεν κακοποίησαν την αλήθεια οπωσδήποτε, στην καλύτερη περίπτωση, την εμφάνισαν μισή. «Επικεφαλής» της επιχείρησης αυτής, δυστυχώς, τέθηκε η εφημερίδα «Αυγή» (διά χειρός της κ. Πόλυς Κρημνιώτη αλλά και της ίδιας της διευθύνσεώς της). Δηλαδή της εφημερίδας που ο Τάσος Λειβαδίτης είχε κρατήσει τη στήλη της κριτικής βιβλίου επί δεκαετίες…
Οι 72 «πνευματικοί άνθρωποι» (ποιητές, λογοτέχνες, εκδότες κ.λ.π.), συνεπικουρούμενοι και από Γάλλους ομότεχνούς τους, με μιαν επιστολή τους που δημοσιεύτηκε σε αρκετά Μ.Μ.Ε., αποπειράθηκαν, φανερά, να εξαναγκάσουν (με την άμεση αξίωσή τους, διαφορετικά «υπόδειξή» τους) τον εγγονό –και μοναδικό κληρονόμο– του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη, δηλαδή τον αποκλειστικό δικαιούχο των πνευματικών δικαιωμάτων επί του έργου του, όχι απλώς να επιτρέψει την έκδοση των ποιημάτων στη γαλλική γλώσσα αλλά να χορηγήσει τέτοια άδεια αποκλειστικά και μόνον στον Γάλλο μεταφραστή Μ. Βόλκοβιτς.
`
Πρέπει να επισημανθεί, πριν από την παράθεση των γεγονότων, ότι ο κ. Μ. Βόλκοβιτς έχει μεταφράσει το έργο ή μέρος του όλων των ποιητών που υπέγραψαν την άνω επιστολή ή πρόκειται να μεταφράσει και να εκδώσει, και ότι συνδέεται με όλα τα άλλα πρόσωπα (εκδότες κ.λ.π.) Δηλαδή συνδέεται με όλους όσους «υπέγραψαν» την επιστολή (η οποία προκάλεσε μεγάλο θόρυβο στην πνευματική ζωή του τόπου) ή, ακριβέστερα, συναίνεσαν να αναφερθεί το όνομά τους αφού, στην πραγματικότητα, κανένας τους δεν την διάβασε αλλά απλά δεχτήκανε, όταν ο ίδιος ο κ. Μ. Βόλκοβιτς -ή κάποιος εκπρόσωπός τους στην Ελλάδα τους ζήτησε να «συνυπογράψουν» το περιεχόμενό της, χωρίς καν να τους το διαβάσει -γραμμένο από τον ίδιον.
Με την επιστολή τους αυτή, οι 72 επιδίωξαν όχι μόνον να πείσουν τον μοναδικό δικαιούχο κ. Στέλιο Χαλά να χορηγήσει την άδεια εκδόσεως ποιημάτων του Τ. Λειβαδίτη στον κ. Βόλκοβιτς, στα γαλλικά, αλλά και να καταλύσουν τόσο τους κανόνες της λογικής όσο και της ηθικής και οπωσδήποτε να… ανατρέψουν το ισχύον νομοθετικό καθεστώς, το οποίο προβλέπει τα αυτονόητα: δηλαδή αναγνωρίζει στους δικαιούχους των πνευματικών δικαιωμάτων το δικαίωμα να επιλέγουν οι ίδιοι, αποκλειστικώς, το πρόσωπα του μεταφραστή, του εκδότη κ.λ.π.
`
Αν μάλιστα ληφθεί υπ’ όψη ότι κανένας (απολύτως ΚΑΝΕΝΑΣ) από τους υπογράφοντες την άνω επιστολή δεν μπήκε στον κόπο, πριν την «υπογράψει», να πράξει ό,τι η κοινή λογική επιβάλει, δηλαδή ν’ αναρωτηθεί γιατί ο δικαιούχος κ. Χαλάς αρνήθηκε να χορηγήσει στον κ. Βόλκοβιτς την άδεια για έκδοση -τότε ο καθένας μπορεί να κατανοήσει το μέγεθος της ευθύνης τους αλλά και την έκταση της επιπολαιότητάς τους.
Προτού, όμως, παραθέσω τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν (και αποδεικνύουν «του λόγου το αληθές» των παραπάνω ισχυρισμών μου), επιβάλλεται η εξής επισήμανση: όλα (γεγονότα) αποδεικνύονται από το περιεχόμενο των εγγράφων, δηλαδή των επιστολών που έχουν ανταλλαγεί μεταξύ των κ. Βόλκοβιτς και Χαλά μέσω των «εκπροσώπων» τους: του ποιητή Γιώργου Μαρκόπουλου και εμένα. Τα έγγραφα αυτά τα συνυποβάλλω σε φωτοαντίγραφα και είναι στη διάθεση οποιουδήποτε. Δυστυχώς όμως οι 72 προτίμησαν, χωρίς καμιά έρευνα, να πιστέψουν όλα όσα ο συνεργάτης τους κ. Βόλκοβιτς τους διαβεβαίωσε αδιαφορώντας για το τι ορίζουν ακόμα και αυτονόητοι κανόνες όπως πχ: «Μηδενί δίκην δικάσης, πριν αμφοίν μύθον ακούσης».
Η «ιστορία», η οποία επιβάλλεται να γίνει γνωστή προς αποκατάσταση της αλήθειας, μέσω του περιοδικού σας, (μιας και κανένα μέσο ενημέρωσης δεν την αποκάλυψε ολόκληρη, παρότι είχε νομική αλλά και ηθική, πρωτίστως, υποχρέωση και τους το ζητήσαμε), έχει ως εξής:
`
Ο κ. Βόλκοβιτς είναι καθ’ ομολογία του μεταφραστής πολλών δεκάδων Ελλήνων ποιητών στη γαλλική γλώσσα. Όμως, για ανεξήγητους λόγους, μέχρι τον Μάρτιο του έτους που διανύουμε, δεν είχε… (ακόμα!) ανακαλύψει την ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη: δηλαδή ενός ποιητή ο οποίος κατά κοινή παραδοχή όλων των ειδικών (κριτικών κ.λ.π.) συμπεριλαμβάνεται οπωσδήποτε στη πρώτη δεκάδα των σπουδαιότερων του εικοστού αιώνα. Την ανακάλυψε λοιπόν το 2013 και αφού –πάντοτε καθ’ ομολογία του μετάφρασε κάποια ποιήματά του (χωρίς, όμως, να έχει την οποιαδήποτε επικοινωνία με τον δικαιούχο κ. Χαλά) έσπευσε να ζητήσει εκ των υστέρων την άδειά του (τον Μάρτιο του 2014) για την έκδοσή τους!
Μέσω του κοινού φίλου ποιητή Γιώργου Μαρκόπουλου και εμένα (σαν εκπροσώπου του κ. Χαλά) άρχισαν οι «διαπραγματεύσεις (τις οποίες όπως αποδείχθηκε, στη συνέχεια, ο κ. Βόλκοβιτς εκλαμβάνει σαν ταυτόσημες με τις μονομερείς αντιλήψεις του). Μας απέστειλε επιστολή και ζήτησε από τον κ. Χαλά να του χορηγήσει άμεσα: α) Τα δικαιώματα εφ’ όλων των πνευματικών δικαιωμάτων επί του συνόλου του έργου του Τ. Λειβαδίτη, β) Την ανάληψη ευθύνης του, προς προστασία τους, σε περίπτωση που κάποιος άλλος στη Γαλλία εξέδιδε ποίηση Λειβαδίτη. (Δηλ. ο κ. Χαλάς να αναλάβει τις, τυχόν, δίκες εκτός Ελλάδας), γ) Την απαγόρευση σε οποιονδήποτε να εκδώσει, κατά τη διάρκεια ισχύος της μεταξύ μας, συμβάσεως, οποιοδήποτε βιβλίο του ποιητή και δ) Την υπεύθυνη δήλωση (του κ. Χαλά) περί του ότι δεν είχε μεταφραστεί έως τότε ποίηση του Λειβαδίτη στη γαλλική γλώσσα (δηλ. του ζήτησε να κάνει ψευδή δήλωση αφού γνώριζε ότι είχε μεταφραστεί).
Πέραν, όμως, αυτού, στο σχετικό συμφωνητικού (το οποίο είχε ετοιμάσει και υπογράψει ο κ. Βόλκοβιτς) δεν αναφερόταν καν η ταυτότητα του εκδότη!
`
Παρότι οι αξιώσεις του ήταν απαράδεκτες, εγώ του απάντησα αμέσως δηλώνοντάς του ότι ευχαρίστως θα του παραχωρούσαμε την άδεια αν εξαλείφονταν τα παραπάνω.
Παρά πάσαν όμως προσδοκίαν, ο κ. Βόλκοβιτς με τη δεύτερη επιστολή του αποκάλυψε τις εγωιστικές αντιλήψεις του: Ναι μεν υποχώρησε από τις άνω αξιώσεις του αλλά ευθέως δεν δίστασε να προσβάλει βάναυσα τόσο την προσωπικότητα του κ. Χαλά όσο και τη δική μου, φθάνοντας στο σημείο να μας αποδώσει ακόμα και έλλειψη αγάπης και σεβασμού προς τον ποιητή, διατεινόμενος ότι μόνον αυτός τις διαθέτει! Ακόμα αμφισβήτησε την αγάπη μας στην πατρίδα μας και ευθέως συνέδεσε την άρνησή μας με οικονομικές, δήθεν, αξιώσεις του κ. Χαλά αφού έφτασε στο σημείο να του υποσχεθεί ότι θα του καταβάλει… 200 ευρώ για μιαν «υπογραφούλα»! (η οποία, όπως αργότερα μας αποκάλυψε, του ήταν αναγκαία, για να εισπράξει χρηματικό ποσό από το Υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας).
`
Φυσικά, μετά από μια τέτοια συμπεριφορά, αποκλείστηκε, εξ αντικειμένου, κάθε δυνατότητα συνεργασίας μας. Γι΄αυτό του απαντήσαμε ότι δεν επιθυμούμε καμιά επικοινωνία μαζί του και ότι δεν επρόκειτο να του επιτρέψουμε την έκδοση. Του γνωστοποιήσαμε, δε, ότι αν επιμείνει θα προσφύγουμε στα Μ.Μ.Ε. Τότε αυτός έτρεξε να… μας προλάβει: Μας γνώρισε ότι αν δεν του χορηγούσαμε την άδεια για την έκδοση εντός δέκα ημερών θα μας κατήγγελλε στις εφημερίδες και θα ασκούσε τα «δικαιώματά» του. Πράγματι, μετά την παρέλευση της… προθεσμίας που μας έταξε, βρήκε ευήκοα ώτα (π.χ. την κ. Κρημνιώτη στην «Αυγή», την κ. Κουζέλη στο «Βήμα» κ.ά.) και υλοποίησε τις απειλές του.
Μετά τα παραπάνω ήταν αδιανόητη κάθε επικοινωνία με τον κ. Βόλκοβιτς και η άρνηση του κ. Χαλά να του χορηγήσει άδεια εκδόσεως κατέστη αμετάκλητη.


Αμέσως μετά, δηλαδή όταν πείστηκε γι’ αυτό, επιστράτευσε τους 72 τη συνηγορία των οποίων επιμένει να επικαλείται έως και σήμερα με επιστολές του που εξακολουθεί να μας στέλνει, προφανώς γιατί ελπίζει ότι, έτσι, θα υποχωρήσει ο κ. Χαλάς και θα του χορηγήσει την άδεια.
(Βέβαια, αν συνεχίσει την ίδια τακτική και δεν ανακαλέσει τις ύβρεις και προσβολές, ο κ. Χαλάς δεν θα έχει άλλη επιλογή από εκείνη της προσφυγής του στην ελληνική δικαιοσύνη).
Κατόπιν όλων των παραπάνω προκύπτουν ευλόγως μείζονος σημασίας ερωτήματα, αναμένοντα (τόσο από τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης όσο και από τους άνω «πνευματικούς ανθρώπου») απαντήσεις, όπως:
`
1. Κατά ποια λογική, αλλά κυρίως κατά ποιον κανόνα ηθικής ο οποιοσδήποτε (πολλώ δε μάλλον οι «πνευματικοί άνθρωποι») δικαιούνται ν’ αξιώνει από τους δικαιούχους των πνευματικών δικαιωμάτων την ανάθεση της μεταφράσεως, της έκδοσης κ.λ.π. ενός έργου σε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο της επιλογής του; Με άλλα λόγια, η ιδιότητα του «πνευματικού ανθρώπου» διαλαμβάνει και την εξουσία του να ορίζει αυτός τον μεταφραστή και εκδότη του έργου κάποιου άλλου δημιουργού;
2. Μπορεί να διανοηθεί κάποιος (και από τους 72) ότι δεν θα μπορεί αυτός να επιλέγει τον εκδότη κ.λ.π. του έργου του κι ότι αυτή η επιλογή ανήκει στους «πνευματικούς ανθρώπους»;
3. Αποτελεί ή όχι κατάντια όταν ο Τύπος φτάνει στο σημείο να ταυτίζει την άσκηση ενός νόμιμου (και ηθικού) δικαιώματος (από τον δικαιούχο) με «καραντίνα» του δημιουργού του έργου (όπως τιτλοφόρησε, το σχετικό δημοσίευμά της η «Αυγή»;)
`
Όταν μάλιστα η εφημερίδα αυτή τιτλοφορείται «Εφημερίδα της Αριστεράς», και όταν, παρά τις πλείστες όσες, προς αποκατάσταση της αλήθειας, προσκλήσεις μας όχι μόνον αρνήθηκε να καταχωρήσει τις απόψεις μας αλλά και εξακολουθεί να προβάλλει τις ίδιες απόψεις της, δεν επιβεβαιώνει την πλήρη έκπτωση των αξιών και του πολιτισμού;
Και το τελευταίο:
Όλοι μας γνωρίζουμε ότι η χώρα μας εδώ και τέσσερα, σχεδόν, χρόνια βιώνει έναν άνευ προηγουμένου Μεσαίωνα: Χιλιάδες άνθρωποι έχουν οδηγηθεί στην αυτοκτονία, κοιμούνται στα πεζοδρόμια, μένουν νηστικοί ή σιτίζονται στα συσσίτια. Χιλιάδες άνθρωποι σκοτώνονται καθημερινά στις Γάζες, στις Συρίες κ.λ.π. Οι πνευματικοί άνθρωποι τι κάνουν; Εγώ προσωπικά δεν έχω αντιληφθεί τίποτα. Ούτε μια επιστολή τους στα Μ.Μ.Ε. …
Καταλήγοντας αναρωτιέμαι:
Θα συνιστούσε, άραγε, αφέλειά μου αν ανέμενα –έστω και καθυστερημένα– από τους 72 ν’ απευθυνθούν στα ίδια Μ.Μ.Ε. και να αποποιηθούν τον ρόλο του συνηγόρου υπερασπίσεως που τους ανέθεσε ο κ. Βόλκοβιτς; Να παραδεχτούν ότι η –με την άνω επιστολή– «παρέμβασή» τους ήταν τουλάχιστον ατυχής και ότι ζητούν συγγνώμη από τον εγγονό του ομότεχνού τους;
Το μέλλον θα δείξει αν θα συνεχιστεί η υφιστάμενη και στη χώρα μας «ξηρασία» (κατά πως λέει ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός…)

* Οι επιστολές που έχουν ανταλλαγεί μεταξύ του κ. Βόλκοβιτς και κ. Βάγια (εκπροσώπου του κ. Χαλά) έχουν παραδοθεί στο περιοδικό Μετρονόμος από όπου και η πρώτη δημοσίευση του κειμένου  και είναι στη διάθεση οποιουδήποτε.

*Ο Γιάννης Βάγιας είναι εκπρόσωπος του Στέλιου Χαλά, εγγονού του Τάσου Λειβαδίτη και αποκλειστικού κληρονόμου των δικαιωμάτων του έργου του ποιητή.

Διαβάσαμε το κείμενο του κ. Γιάννη  Βάγια στο :   http://www.poiein.gr/

Κάτω από το διευκρινιστικό κείμενο του κ. Βάγια που αποκαθιστά την αλήθεια, σχολιάζει αναφέροντας ένα εξαιρετικό περιστατικό ο κ. Μανόλης Πρατικάκης, ποιητής και νευρολόγος – ψυχίατρος, που αξίζει να ειπωθεί.

Του Μανόλη Πρατικάκη:

“Θα περιγράψω ένα περιστατικό σχετικά με δημοσίευση ποιημάτων του Λειβαδίτη σε περιοδικό, γιατί νομίζω ότι έχει ένα γενικότερο ενδιαφέρον, καθώς εμπλέκονται σ’ αυτό και άλλοι σημαντικοί ποιητές. Το 1988ήταν τα δεκάχρονα του περιοδικού «Το Δέντρο» και στο πανηγυρικό τεύχος ο Μαυρουδής και ο Γουδέλης θέλησαν να τιμήσουν τον Λειβαδίτη, με πρωτοσέλιδα ανέκδοτα ποιήματά του.
Ο Μαυρουδής γνώριζε την φιλία μου με τον Λειβαδίτη και με παρακάλεσε να μεσολαβήσω για τη συγκατάθεσή του και να έρθουν τα πρωτότυπα κείμενα στα χέρια τους. Πράγματι τηλεφώνησα στον Λειβαδίτη, του εξήγησα την πρόθεση του περιοδικού και εκείνος συμφώνησε. Συναντηθήκαμε στο σπίτι του και μου έδωσε τα ποιήματα, τα οποία και έδωσα στο «Δέντρο». Το περιοδικό όμως είχε ζητήσει συνεργασία, για το ίδιο, πανηγυρικό τεύχος και από τους Ρίτσο, Καρούζο, Βρεττάκο, κ.λ.π. Προσωπικά αγνοούσα τα ονόματα των άλλων συνεργατών πλην του Λειβαδίτη. Δέκα μέρες, περίπου, αργότερα με παίρνει τηλέφωνο ο Λειβαδίτης. Άρχισε διστακτικά να μου λέει ότι δεν ήταν απαραίτητο να μπουν «πρώτα» τα ποιήματά του, και κάτι τέτοια. Του απάντησα ότι η επιλογή ήταν πηγαία, ότι «ήταν μια επιλογή εκτίμησης και αγάπης σ’ εσένα και το έργο σου» κ.λ.π. «Καλά παιδί μου», απάντησε, όπως συνήθιζε με τους φίλους του. Την επόμενη άλλο τηλεφώνημα, γύρω από το ίδιο θέμα με αυξανόμενη αγωνία. Παρά τις εξηγήσεις μου, που προς το παρόν τον έπειθαν, επανερχόταν εναγωνίως. Όταν τον ρώτησα αν υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος, απάντησε αρνητικά. Όμως όπως έμαθα αργότερα, υπήρχε. Στο μεταξύ ο Νίκος Καρούζος, αυτός ο σπουδαίος ποιητής, φίλος επίσης, και με πιο συχνές συναντήσεις, είχε μάθει τη μεσολάβησή μου για τα ποιήματα του Λειβαδίτη στο «Δέντρο». Με παίρνει, λοιπόν, έξαλλος, σ’ ένα μεταμεσονύχτιο τηλεφώνημα, βρίζοντας τους υπεύθυνους του περιοδικού και αφήνοντας αρκετές αιχμές για τη δική μου μεσολάβηση. «Τον Φίλο σου τον Λειβαδίτη», όπως έλεγε συχνά με κάποια ζηλόφθονη σκοπιμότητα. Πάνω από μισή ώρα φώναζε με ένα βάναυσο επίμονο, δαιμονικό αλλά συγκρατημένο λόγο: «κανείς ζωντανός δεν μπορεί να προηγηθεί από μένα, να το πεις στους φίλους σου, στον άθλιο Μαυρουδή και τον τρισάθλιο Γουδέλη, ας μην τολμήσουν…σαράντα χρόνια τώρα μου χρωστάει η Ελλάδα…κανένας ζωντανός», επαναλάμβανε για πολλοστή φορά ως συνήθιζε, «μόνο οι νεκροί μπορούν να προηγηθούν, μόνο οι νεκροί», κ.ο.κ. Προσπάθησα μάταια να τον καθησυχάσω. Επαναλάμβανε σαν από μαγνητόφωνο τις ίδιες ακριβώς φράσεις, σα μια οργισμένη μηχανή που ήξερε να χρησιμοποιεί μόνο αυτές τις λέξεις, με αυτήν την αλληλουχία, με την ίδια αδιάλειπτη οξύτητα και οργή. Συμφωνήσαμε να συναντηθούμε την επομένη. «Αλλά οι άθλιοι ας μην τολμήσουν» ήταν η επωδός. Όταν έκλεισε ήρθε μπροστά μου η ήρεμη, καλοσυνάτη μορφή του Λειβαδίτη, ο διακριτικός, γεμάτος δισταγμούς λόγος του, που «απαιτούσε» ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που απαιτούσε ο μαινόμενος Καρούζος. Τι διαφορά! 

Έβλεπα μπροστά μου δυο ειδών παραλογισμούς, που μόνο από καλλιτέχνες μπορούσαν να εκφραστούν. Όταν αργότερα βρέθηκα στο σπίτι του Λειβαδίτη, σε μια στιγμή που εκείνος έλειπε, η γυναίκα του η Μαρία, πολύ εμπιστευτικά μου αποκάλυψε ότι ο Τάσος δεν θέλει να είναι πρωτοσέλιδο «γιατί θα στεναχωρηθεί και θα θυμώσει ο Γιαννάκης», δηλ. ο Ρίτσος, μου είπε χαμηλόφωνα. Και πρόσθεσε, σχεδόν φοβισμένη: «Έχει κάνει και τρεις μήνες να του πει καλημέρα, σε κάποιες ανάλογες περιπτώσεις. Πρέπει όλα να περνούν από την έγκρισή του. Ο Τάσος τον σέβεται, τον θεωρεί δάσκαλό του, αν κι εκείνος δεν παύει ποτέ να μας το υπενθυμίζει, αλλά και τον φοβάται. Συχνά για τέτοια, τον κρατά σε καραντίνα, πράγμα που ο γλυκός μου ο Τάσος, δεν μπορεί να αντέξει. Εσύ ξέρεις πόσο καλός και πόσο εύθραυστος είναι. Ο Ρίτσος έμαθε για το πρωτοσέλιδο του «Δέντρου» και ήδη μας έκανε αρκετούς υπαινιγμούς, ξέρει εκείνος τον τρόπο», πρόσθεσε. Ήταν η Τρίτη κατά σειρά έκπληξή μου.



Όταν την επομένη μου τηλεφώνησε ο Λειβαδίτης, για το γνωστό θέμα, του είπα, σχεδόν, οργισμένος. «Ε, ως εδώ, Τάσο. Τα ποιήματά σου θα μπουν πρωτοσέλιδο. Οι τιμές και τα πρωτοσέλιδα του Ρίτσου δεν μετριούνται. Δεν έχεις δικαίωμα να αποποιηθείς μια τιμή που σου κάνει ένα περιοδικό. Μη με ξαναπάρεις γι’ αυτό το θέμα, τέρμα και τελεία. Ο Ρίτσος έχει μπουχτίσει, αλλά παραμένει άπληστος. Ως εδώ». Φαίνεται ότι η οργή μου τον ανακούφισε. Καταλάβαινε επίσης πως είχα αντιληφθεί την πηγή της αγωνίας του. Και ότι με είχε εξοργίσει η αιτία αυτής της αγωνίας, αυτή η καταπιεστική μηχανή, η ρετουσαρισμένη με τόσο τέλεια και ατελείωτη απρέπεια, στο όνομα της φιλίας και της ιδεολογικής ανιδιοτελούς συντροφικότητας – τι κούφιες λέξεις!

Σ’ αυτό το περιστατικό η μοίρα θέλησε να παίξει ένα μακάβριο παιχνίδι. Πριν κυκλοφορήσει το τεύχος του «Δέντρου» με τη συνεργασία αυτών των κορυφαίων ποιητών, ο Λειβαδίτης εισάγεται στο Γενικό Κρατικό Αθηνών, και μετά από δύο εξάωρα χειρουργεία για ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, στα οποία, με παράκληση του ποιητή, ήμουν παρών, πεθαίνει. Ένας τεράστιος, απρόβλεπτος θρόμβος (μοναδικός στα χρονικά της Αγγειοχειρουργικής κλινικής), έφραξε το μόσχευμα και παρά τις απέλπιδες προσπάθειες, κατέληξε. Φαντάζομαι ότι ο Καρούζος θα έμεινε άναυδος. Τώρα πια θα μπορούσαν άνετα να τεθούν σε εφαρμογή οι αφορισμοί του. «Οι νεκροί προηγούνται». Τον είχε προλάβει η πραγματικότητα. Και φυσικά, ούτε ο Ρίτσος θα τολμούσε να απαιτήσει υπακοή από τον νεκρό «μαθητή» και σύντροφο στους αγώνες και την τέχνη. Όταν αργότερα συνάντησα τον Καρούζο στο γνωστό στέκι της πλατείας Μαβίλη, μου επανέλαβε μ’ εκείνη τη βραχνή μεταλλική φωνή του «οι νεκροί όντως προηγούνται…είδες φίλε μου τι παιχνίδι μας έπαιξε η τύχη;». Μόνο που τώρα η φωνή του είχε ένα ράγισμα, ένα θάμπωμα. Εκείνη την στιγμή κατάλαβα ότι αισθάνθηκε τον παραλογισμό του και ότι είχε ίσως την υποψία ότι με την άγρια εμμονή του οδήγησε (σε επίπεδο μεταφυσικής) τα πράγματα, έτσι, που να προηγηθεί ο Λειβαδίτης, αλλά όχι βέβαια ζωντανός.


Στο σπίτι του νεκρού πια Λειβαδίτη είχαμε μαζευτεί πολλοί. Ήταν εκεί και ο Ρίτσος. Έκλαιγε σπαρακτικά, με λυγμούς, απογυμνωμένος. Γέρος όσο ποτέ. Χωρίς κανένα φτιασίδι. Δίχως να σκέφτεται πως θα τον δει χωρίς τις προσωπίδες του ο κόσμος. Αφάνταστα γέρος, εύθραυστος και πελιδνός, αυτός με τις παλιές συντεταγμένες σοσιαλιστικές του βεβαιότητες με το αγέρωχο επιτηδευμένο ύφος που μας δήλωνε πόσο μακριά στεκόταν από ευτέλειες και ματαιοδοξίες. Ήταν καθισμένος εκεί, ένα θλιβερό ανθρώπινο κουρέλι με πραγματικούς λυγμούς και αληθινά δάκρυα. Πρώτη φορά τον έβλεπα αυθεντικό και γνήσιο. Ήταν η κατάρρευση ενός μύθου. Εκμηδενισμένος, ξένος προς το ποιητικό του σώμα. Έκλαιγε για όλους και για όλα που είχαν καταρρεύσει και προ πάντων για τον ίδιο. (Βρισκόμαστε στο 1989 που μόλις είχε καταρρεύσει η Σοβιετική ΄Ενωση, ο Τσαουσέσκου, κ.λ.π.). Έκλαιγε μπροστά στο θάνατο ενός αληθινά Αγγελικού ποιητή.
Που δεν ήξερε τι θα πει μικρότητα.”

στις 1-11-2014  11:36 am

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου