ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΦΛΕΒΕΣ – Κορόϊδο
Γράφει η συγγραφέας
και αρθρογράφος Ηρώ Καραμανλή
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός των πλείστων παραγώγων του αρχαίου ρήματος κείρω (κόβω, τεμαχίζω) που χρησιμοποιούμε στην καθομιλουμένη. Συνεχίζοντας την περιπλάνησή με στόχο ομόρριζα, παράγωγα και σύνθετα του κείρω, μένει κανείς έκπληκτος από την ευρύτητα και την έκταση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.
Κάποιοι μελετητές θεωρούν ότι το πρώτο ελληνικό νόμισμα κόπηκε τον 8ο αι. π.Χ. στην Αίγινα που ήταν τότε μεγάλο εμπορικό κέντρο. Το έκοψε ο Φείδων, βασιλιάς του Άργους που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή στις πόλεις Επίδαυρο, Σικυώνα, κλεωνές, Αίγινα, Κόρινθο, Τροιζήνα, κ.α. Ονομάστηκε Φειδώνειο και απεικόνιζε μία θαλάσσια χελώνα. Κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν ότι η πρώτη κοπή ελληνικών νομισμάτων πραγματοποιήθηκε τον 6ο π.Χ. αι. και πάλι στην Αίγινα. Όπως και να ‘χει, η ανταλλακτική οικονομία ή ο αντιπραγματισμός όριζε μέχρι τότε την ανταλλαγή των προϊόντων δίχως τη διαμεσολάβηση του χρήματος. Αυτός ο τρόπος εμπορίου, είχε πολλά μειονεκτήματα όπως π.χ. η δυσκολία εξίσωσης της αξίας των αγαθών, η δυσκολία επίσπευσης της αγοραπωλησίας, η αναβολή της ανταλλαγής και η εξεύρεση αναγκαίων προϊόντων που επιθυμούσαν να αγοράσουν οι ενδιαφερόμενοι. Έτσι, δημιουργήθηκε η ανάγκη, όπως αναφέρει και ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του, οι άνθρωποι να δίδουν και να λαμβάνουν αμοιβαία για τις συναλλαγές τους ένα πράγμα, κοινής όμως ανάγκης στη ζωή, όπως ο άργυρος και ο σίδηρος. Τα κομμένα νομίσματα τα ονομάζουμε κέρματα. Η λέξη κέρμα (τεμάχιο, μικρό κομμάτι), προέρχεται από το αρχαίο «κείρω». Ο κερματισμός είναι ο διαμελισμός, το κόψιμο σε μικρότερα επιμέρους κομμάτια και κατακερματίζω σημαίνει μεταφορικά διαλύω, κομματιάζω.
Η ΛΕΞΗ
Κορόϊδο, το
Η λέξη κορόϊδο είναι σύνθετη και προέρχεται από το θηλ. ουσιαστικό κουρά (κόβω, αρχ. κείρω) και από το ουδ. ουσιαστικό γίδι. Τα κουρόγιδα ή κουράδια είναι τα πρόβατα επειδή τα κουρεύουμε για να πάρουμε το μαλλί τους. Αρχικώς, κορόϊδο ονομαζόταν η διαπομπευμένη γυναίκα. Μέχρι και πριν μερικές δεκαετίες, σε κλειστές και απομονωμένες περιοχές της χώρας μας, το κούρεμα των γυναικών μαρτυρούσε την τιμωρία που υφίστατο από τον περίγυρό της μία γυναίκα που έχασε την ηθική της. Σήμερα, την απευθύνουμε σ’ αυτόν που έγινε αντικείμενο χλευασμού, σε αυτόν που εξαπατήθηκε κι έπεσε θύμα εκμετάλλευσης. Φράσεις όπως «στην υγεία του κορόϊδου», «σ’ έπιασαν κορόϊδο», «κάνω το κορόϊδο», είναι συχνές στο καθημερινό μας λεξιλόγιο.
Επιπλέον η λέξη κουρεὺς σημαίνει κυριολεκτικά «ο κόπτων την κόμην και την γενειάδα των ανδρών» και προέρχεται από το αρχαίο ρήμα κείρω. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε τη διαφορά του κουρέα από τον κομμωτή. Ο κουρέας κόβει τα μαλλιά ενώ ο κομμωτής τα περιποιείται και τα καλλωπίζει. Η λέξη κόμμωση προέρχεται από το αρχαίο κομμώ και κομώ και προσδιόριζε την ιέρεια που φρόντιζε το άγαλμα της Αθηνάς στην Ακρόπολη. Αργότερα προσέλαβε τη σημασία του «φροντίζω – περιποιούμαι» με σημασιολογική επίδραση του ουσιαστικού «κόμη» (μαλλιά).
(Δημοσιεύθηκε
στην εφημερίδα ΠΡΩΙΝΗ, Δευτέρα 7/2/22
ΠΗΓΕΣ
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ>> ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ
ΛΕΞΙΚΟ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ – Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ
ΛΕΞΙΚΟ LIDDEL & SCOTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου