Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2015

ΤΟ "ΟΧΙ" ΠΟΥ ΕΣΩΣΕ ΤΗΝ ΙΣΛΑΝΔΙΑ

«Σηκώστε τη σημαία σας και κηρύξτε την ανεξαρτησία σας. Μην τους αφήνετε να σας φέρονται έτσι». Bjork

Συντάκτης: 

Oταν ο λαός της Ισλανδίας κλήθηκε να αναλάβει την ευθύνη για τα προβλήματα μιας τράπεζας έθεσα το ζήτημα σε δημοψήφισμα. Και όχι μία φορά, αλλά δύο. Ηταν η πρώτη φορά που η δημοκρατική βούληση του λαού κρίθηκε σημαντικότερη από τα οικονομικά συμφέροντα των αγορών».

Τα λόγια του Ισλανδού προέδρου Ολάφουρ Ράγκναρ Γκρίμσον αντηχούν ακόμη στα αυτιά των περίπου 300.000 κατοίκων της Ισλανδίας, που έσωσαν τη χώρα τους αρνούμενοι να πληρώσουν ένα απεχθές χρέος το οποίο δημιουργήθηκε σε βάρος τους και χωρίς τη συγκατάθεσή τους. «Αποφασίσαμε», εξηγούσε παλαιότερα ο Γκρίμσον, «να μη διασώσουμε τις τράπεζες και να τις αφήσουμε να καταρρεύσουν, επιβάλαμε ελέγχους στη ροή κεφαλαίων, υποτιμήσαμε το νόμισμα και δεν ακολουθήσαμε την πολιτική λιτότητας των υπόλοιπων χωρών».

Η επιτυχία της Ισλανδίας ήταν τόσο μεγάλη ώστε ακόμη και το ΔΝΤ αναγκάστηκε ύστερα από μερικά χρόνια να παραδεχτεί σε έκθεσή του ότι ο λόγος για τον οποίο η ισλανδική οικονομία αναπτύσσεται, όταν οι υπόλοιπες βυθίζονταν στην ύφεση, είναι ότι δεν ακολούθησε κανέναν από τους κανόνες που συνήθως προτείνουν οι θεσμοί.

Αναζητώντας εναγωνίως δικαιολογίες για να αμφισβητήσουν το success story της Ισλανδίας, οι οπαδοί των μνημονίων προωθούν την άποψη ότι «στην Ισλανδία οι τράπεζες συμπαρέσυραν τον υγιή δημόσιο τομέα ενώ στην Ελλάδα ο δημόσιος τομέας συμπαρέσυρε τις υγιείς τράπεζες».
Οπως απέδειξε όμως στο προκαταρκτικό της πόρισμα η Επιτροπή Αλήθειας Δημόσιου Χρέους, τίποτα δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την πραγματικότητα. Στην Ελλάδα, όπως και σε ολόκληρο τον κόσμο, οι κυβερνήσεις της λιτότητας μετέτρεψαν μια κρίση του ιδιωτικού τομέα σε δημοσιονομική, παρεμβαίνοντας για τη διάσωση τραπεζών που με βάση και τους πιο σκληρούς κανόνες της καπιταλιστικής οικονομίας θα έπρεπε να έχουν αφεθεί να καταρρεύσουν και να εθνικοποιηθούν αυτομάτως από το κράτος.

Δεκάδες μύθοι ακόμη επιχειρούν να αμφισβητήσουν τους τρεις πυλώνες που οδήγησαν στην επιτυχία της Ισλανδίας, δηλαδή την προσφυγή σε δημοψήφισμα, την απόφαση για αθέτηση πληρωμών ενός παράνομου και απεχθούς χρέους αλλά και την ικανότητα υποτίμησης του νομίσματος – καθώς η Ισλανδία δεν ήταν μέλος της ευρωζώνης. «Το ισλανδικό Δημόσιο ακολούθησε και αυτό πολιτική λιτότητας» υποστήριζε πριν από μερικές εβδομάδες αρθρογράφος των «New York Times», θεωρώντας ότι εντόπισε κάποια τρύπα στην εξήγηση της επιτυχίας. Είναι αλήθεια ότι το Ρέικιαβικ κατάφερε να περιορίσει δαπάνες του Δημοσίου αλλά το έκανε με τρόπο που προστάτευσε και ενίσχυσε τα ασθενέστερα στρώματα.

Μία από τις πρώτες αποφάσεις ήταν η αύξηση των δαπανών για την υγεία, προκειμένου να προληφθούν τα αυξημένα περιστατικά καρδιαγγειακών παθήσεων που συνήθως ακολουθούν τις μεγάλες οικονομικές κρίσεις. Λίγο αργότερα η κυβέρνηση προχώρησε και σε γενναίο κούρεμα των ιδιωτικών χρεών των νοικοκυριών και μικρών επιχειρήσεων, δίνοντας μια ισχυρή δόση οξυγόνου το οποίο επέστρεψε με πολλαπλασιαστικά οφέλη στην εθνική οικονομία.

Και φυσικά, αφού αμφισβήτησε έμπρακτα όλα όσα πρεσβεύει η Ευρωπαϊκή Ενωση, όπως την υποδούλωση χωρών στο χρέος, την κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών και την ενίσχυση των τραπεζών σε βάρος των ανθρώπων και της κοινωνικής συνοχής, η Ισλανδία πήρε και την τελική απόφαση να διακόψει οριστικά τις διαδικασίες ένταξης στην Ε.Ε. Οι δρόμοι τους δεν ήταν πλέον απλώς ασύμπτωτοι, αλλά οδηγούσαν σε σύγκρουση αρχών και αξιών.

Εν τέλει όποιο και αν ήταν το ερώτημα που τέθηκε στην Ισλανδία -όσο βαθιά οικονομικό ή νομικό- η απάντηση ήταν: δημοκρατία. Τα δημοψηφίσματα έφεραν την αστική δημοκρατία της Ευρώπης όσο πιο κοντά γινόταν στην αληθινή δημοκρατία που οραματιζόταν η Ντολόρες Ιμπαρούρι όταν έλεγε την περίφημη φράση της: «Καλύτερα να πεθάνεις όρθιος παρά να ζήσεις για πάντα γονατιστός».

Το διαβάσαμε στο efsyn.gr

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΖΩΗΣ !


teacher and students

Αυτή η υπέροχη δασκάλα Μαθηματικών έχει τη συνταγή που σώζει ζωές παιδιών
 
Πριν από μερικές βδομάδες, πήγα στην τάξη του Τσέις για ενισχυτική διδασκαλία.  Είχα στείλει ένα μέιλ στην δασκάλα του Τσέις ένα βράδυ όπου έγραφα «Ο Τσέις επιμένει πως αυτές οι ασκήσεις που έχει για το σπίτι είναι μαθηματικά – αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι τον πιστεύω. Βοήθεια, παρακαλώ». 

Μου απάντησε αμέσως λέγοντας: «Κανένα πρόβλημα, μπορώ να καθίσω μαζί του μετά το σχολείο οποιαδήποτε στιγμή». 
Κι εγώ της λέω «Όχι, όχι αυτόν. Αυτός το καταλαβαίνει. Εμένα βοηθήστε». 
Κι έτσι κάπως κατέληξα μπροστά σ’ έναν μαυροπίνακα σε μια άδεια αίθουσα της πέμπτης δημοτικού κοιτάζοντας επίμονα σειρές σχημάτων που για την δασκάλα του Τσέις ήταν «αριθμοί».

Στάθηκα λίγο μπροστά στον πίνακα ενώ η δασκάλα του Τσέις κάθισε πίσω μου, βυθισμένη στο γραφείο της και με ήρεμη φωνή προσπαθούσε να με κάνει να καταλάβω τον «νέο τρόπο που διδάσκουμε τη διαίρεση». Ευτυχώς για μένα, δεν χρειάστηκε να ξεμάθω πολλά γιατί ποτέ μου δεν κατάλαβα τον «παλιό τρόπο που διδάσκαμε τη διαίρεση». Μου πήρε μία ολόκληρη ώρα να λύσω ένα πρόβλημα, αλλά καταλάβαινα πως η δασκάλα του Τσέις με συμπάθησε έτσι κι αλλιώς. Συνεργάστηκε παλιότερα με την ΝΑΣΑ, κι έτσι προφανώς έχουμε πολλά κοινά.

Έπειτα, καθίσαμε για λίγα λεπτά και συζητήσαμε για την διδασκαλία των παιδιών και τι ιερό καθήκον   και ευθύνη που είναι. Συμφωνήσαμε πως μαθήματα όπως η ανάγνωση και τα μαθηματικά είναι τα λιγότερο σημαντικά που διδάσκονται σε μια τάξη. Μιλήσαμε για την διαμόρφωση μικρών ψυχών που θα συνεισφέρουν σε μια μεγαλύτερη κοινότητα -και μιλήσαμε για το κοινό μας όνειρο να αποτελούνται αυτές οι κοινότητες από άτομα που είναι Ευγενικά και Γενναία πάνω απ’ όλα.

Κι έπειτα μου είπε το εξής: Κάθε Παρασκευή απόγευμα, η δασκάλα του Τσέις ζητά από τους μαθητές της να βγάλουν ένα κομμάτι χαρτί και να γράψουν τα ονόματα τεσσάρων παιδιών με τα οποία θα ήθελαν να κάτσουν μαζί την επόμενη εβδομάδα. Τα παιδιά ξέρουν ότι αυτές τους οι επιθυμίες μπορεί να πραγματοποιηθούν μπορεί όμως και όχι. Ζητάει επίσης από τα παιδιά να ονομάσουν έναν μαθητή που πιστεύουν ότι ήταν εξαιρετικός «πολίτης» της τάξης. Οι ψήφοι τους παραδίδονται σε αυτήν κατ’ ιδίαν.
Και κάθε Παρασκευή απόγευμα, αφού οι μαθητές πάνε σπίτι, η δασκάλα του Τσέις βγάζει αυτά τα χαρτιά, τα τοποθετεί μπροστά της και τα μελετά. Ψάχνει για μοτίβα.

Ποιον δεν θέλει κανείς να έχει διπλανό;
Ποιος δεν ξέρει καν ποιον να ζητήσει για διπλανό;
Ποιος περνάει απαρατήρητος και δεν προτείνεται ποτέ;
Ποιος είχε ένα εκατομμύριο φίλους την προηγούμενη βδομάδα και κανέναν αυτή τη βδομάδα;

Βλέπετε, η δασκάλα του Τσέις δεν ψάχνει καινούργιο διάγραμμα θέσεων ή «εξαιρετικούς πολίτες». Η δασκάλα του Τσέις ψάχνει για μοναχικά παιδιάΨάχνει για παιδιά που δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν με άλλα παιδιά. Εντοπίζει τα μικρά εκείνα που περνούν απαρατήρητα στην κοινωνική ζωή της τάξης. Ανακαλύπτει ποιων τα προτερήματα περνούν απαρατήρητα από τους συμμαθητές τους. Και εντοπίζει -αμέσως- ποιος διαπράττει και ποιος υφίσταται τη σχολική βία (bullying).

full love
 Ως δασκάλα, γονιός και άνθρωπος που αγαπάει όλα τα παιδιά – θεωρώ ότι αυτό είναι η πιο έξυπνη στρατηγική Νίντζα της αγάπης που έχω δει ποτέ μου. Είναι σαν να παίρνεις την ακτινογραφία της τάξης και να κοιτάς κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων και μέσα στις καρδιές των παιδιών. Είναι σαν να βγάζεις χρυσό απ’ το χρυσορυχείο-ο χρυσός είναι αυτά τα μικρά που χρειάζονται λίγη βοήθεια – που χρειάζονται τους ενήλικες να επέμβουν και να τα ΔΙΔΑΞΟΥΝ πώς να κάνουν φίλους, πώς να ζητήσουν από τους άλλους να παίξουν, πώς να συμμετέχουν σε μία ομάδα και πώς να μοιραστούν τα χαρίσματα τους με τους άλλους. Και αυτό αποθαρρύνει τη σχολική βία( bullying) γιατί ο κάθε δάσκαλος γνωρίζει πως το bullying συμβαίνει όταν δεν κοιτάει -και τα παιδιά που το υφίστανται φοβούνται να το μαρτυρήσουν. Μα, όπως είπε "η αλήθεια αποκαλύπτεται σε αυτά τα προσωπικά μικρά χαρτιά".

Ενώ η δασκάλα του Τσεις εξηγούσε αυτή την απλή, πανέξυπνη ιδέα -την κοιτούσα με ορθάνοιχτο το στόμα. «Πόσο καιρό χρησιμοποιείς το σύστημα αυτό;» ρώτησα.
"Από τη σφαγή στο λύκειο Κολουμπάιν, είπε. Κάθε Παρασκευή μετά το Κολουμπάιν".

Θεέ και Κύριε.
Αυτή η υπέροχη γυναίκα παρακολούθησε τι έγινε στο Κολουμπάιν γνωρίζοντας πως ΟΛΗ Η ΒΙΑ ΞΕΚΙΝΑΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΕΙΨΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ. 
Όλη η εξωτερική βία ξεκινά ως εσωτερική μοναξιά. Παρακολουθούσε την τραγωδία αυτή ΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ πως τα παιδιά που δεν τα προσέχει κανείς κάποια στιγμή θα κάνουν οτιδήποτε μόνο και μόνο για να τα προσέξουν.
Κι έτσι αποφάσισε να αρχίσει να πολεμάει την βία από νωρίς και συχνά, και με τον κόσμο που είναι κοντά της. Αυτό που κάνει η δασκάλα του Τσέις όταν κάθεται στην άδεια αίθουσα και μελετά αυτές τις λίστες που είναι γραμμένες από τρεμάμενα 11χρονα χέρια είναι να ΣΩΖΕΙ ΖΩΕΣ. Είμαι πεπεισμένη γι’ αυτό. Σώζει ζωές.
Κι αυτό που έμαθε αυτή η μαθηματικός χρησιμοποιώντας αυτό το σύστημα είναι κάτι που ήδη γνώριζε: πως τα πάντα -ακόμα κι η αγάπη και η αίσθηση του να ανήκεις κάπου-έχουν ένα μοτίβο. Και βρίσκει αυτά τα μοτίβα μέσα από αυτές τις λίστες -σπάει τους κώδικες της προβληματικής επικοινωνίας. Και δίνει στα μοναχικά παιδιά την βοήθεια που χρειάζονται. Γι’ αυτήν, είναι μαθηματικά. Είναι ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ.

Όλα είναι αγάπη – ακόμα και τα μαθηματικά.

Εκπληκτικό. Η δασκάλα του Τσέις παίρνει σύνταξη φέτος – μετά από δεκαετίες που έσωζε ζωές. Τι ωραίος τρόπος να περάσεις την ζωή σου: ψάχνοντας μοτίβα αγάπης και μοναξιάς, να παρεμβαίνεις κάθε μέρα – και να αλλάζεις την τροχιά του κόσμου μας.

full love
ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ 
ΝΑ ΔΙΔΑΣΚΕΤΕ, 
ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ. 

 Είστε οι πρώτοι που δέχεστε τα πυρά, η πρώτη γραμμή, οι ανιχνευτές προβληματικής επικοινωνίας και η μεγαλύτερη και μοναδική ελπίδα που έχουμε για έναν καλύτερο κόσμο. Αυτό που κάνετε στις τάξεις όταν κανείς δεν παρακολουθεί – είναι η μεγαλύτερη ελπίδα μας.
Δάσκαλοι – δασκάλες – έχετε ένα εκατομμύριο γονείς πίσω σας που ψιθυρίζουν όλοι μαζί: «Δεν μας νοιάζουν τα τυποποιημένα τεστ. Μας νοιάζει που μαθαίνετε στα παιδιά μας να είναι Γενναία και Ευγενικά. Και σας ευχαριστούμε. Σας ευχαριστούμε που σώζετε ζωές».

Με Αγάπη – Όλοι Εμείς

Πηγή: Glennon Melton, «This Brilliant Math Teacher Has a   Formula to Save Kids’ Lives», Huffington Post, 3.5.2014.



Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1940 - 1941


http://greekdocumentaries1.blogspot.gr/2012/06/blog-post_06.html

Του Θανάση Καλλιανιώτη

To παρακάτω κείμενο του γράφοντος τιτλοφορείται Η Ελλάδα κατά την περίοδο 1940 -1941. Εμπεριέχεται στο έργο Εμείς οι Έλληνες, πολεμική Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας, Από την Μικρασιατική Καταστροφή στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Κατοχή, τ. Β΄, Σκάι, Αθήνα 2008, σ. 54-88

Η συνθήκη των Βερσαλλιών
 Με τη συνθήκη των Βερσαλλιών το καλοκαίρι του 1919 τερματίστηκε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, αλλά οι εδαφικοί, στρατιωτικοί και οικονομικοί όροι που επεβλήθησαν από τους νικητές αμφισβητήθηκαν από τους ηττημένους, με αποτέλεσμα ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος να ξεσπάσει δύο μόλις δεκαετίες μετά.
Καταφανέστερη όλων ήταν η μειονεξία της Γερμανίας, καθώς εκτός από τις αποικίες έχασε και μητροπολιτικά εδάφη της: η Αλσατία και η Λωρραίνη προσαρτήθηκαν στη Γαλλία, η περιοχή Επέν και Σαιν Βιτ στο Βέλγιο, το βόρειο Σλέσβιγκ στη Δανία, ενώ στην Πολωνία παραχωρήθηκε ένας διάδρομος προς τη Βαλτική ο οποίος διχοτομούσε την Πρωσία. Παράλληλα παρέδωσε τα υποβρύχια και σχεδόν όλο το στόλο της, αποστρατικοποιήθηκε η κοιλάδα του ποταμού Ρήνου και ο στρατός της μειώθηκε σε 100.000 εθελοντές. Τέλος αναγκάστηκε να παραχωρήσει τα μεγάλα εμπορικά της πλοία, να προσφέρει δωρεάν γαιάνθρακα στη Γαλλία, το Βέλγιο και την Ιταλία και να αποζημιώσει τους αντιπάλους της με το υπέρογκο ποσό των 33 δις δολαρίων. Η Βουλγαρία έχασε τότε τη Δοβρουτσά προς χάριν της Ρουμανίας και τη Δυτική Θράκη προς όφελος της Ελλάδας.
Αν και νικήτρια, περισσότερο ανασφαλής χώρα στο στρατόπεδο των νικητών ήταν η Γαλλία που δεν είχε εμπιστοσύνη στην Κοινωνία των Εθνών, αν προέκυπταν προβλήματα όπως η κατάληψη της Κέρκυρας από την Ιταλία το 1923. Γι αυτό δυο χρόνια αργότερα υπέγραψε συμφωνίες φιλίας με χώρες που βρίσκονταν στον άμεσο ή σχεδόν γειτονικό περίγυρο της Γερμανίας, όπως το Βέλγιο, η Πολωνία, η Τσεχοσλοβακία, η Ρουμανία και η Γιουγκοσλαβία. Από την πλευρά της η Βρετανία υποσχέθηκε την παροχή στρατιωτικής βοήθειας στη Γαλλία και το Βέλγιο σε πιθανή επίθεση της Γερμανίας.

Φασίστες και Εθνικοσοσιαλιστές
 Με ελάχιστα εδαφικά κέρδη από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στα βόρεια και ανατολικά της σύνορα, κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που είχαν κληρονομηθεί από τη στρατιωτική σύγκρουση και κινητοποιήσεις αγροτών και εργατών –οι τελευταίοι επηρεάζονταν από την εγκαθίδρυση του κομουνισμού στη Ρωσία, αλλά κι από το σχέδιο εξαγωγής του μέσω της Κομουνιστικής Διεθνούς- συνετέλεσαν ώστε το δημιουργηθέν στην Ιταλία Φασιστικό Κόμμα από το Μπενίτο Μουσολίνι, πρώην δάσκαλο και σοσιαλιστή, που υποστήριζε την τήρηση της τάξεως να αποκτήσει την ευμένεια του στρατού, τη αυλής, των γαιοκτημόνων και των βιομηχάνων. Το 1924 το Φασιστικό Κόμμα έλαβε με εκλογές τα 3/5 των ψήφων κι ανήλθε στην εξουσία δημιουργώντας με την πάροδο των ετών ένα ολοκληρωτικό κράτος με διώξεις πολιτικών αντιφρονούντων, ασύστολη προπαγάνδα, λογοκρισία, προσωπολατρία του αρχηγού και ισχυρή μυστική αστυνομία.
Παρόμοια κατάληξη είχαν και τα πράγματα στη Γερμανία μετά τη νόμιμη άνοδο του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος στην εξουσία υπό την ηγεσία του Αδόλφου Χίτλερ, ερασιτέχνη ζωγράφου που είχε τιμηθεί για ηρωισμό στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η οικονομική κρίση στη χώρα ιδιαίτερα από το 1929 και μετέπειτα, η αύξηση των κομουνιστών και η πολιτική αστάθεια ωφέλησαν το Χίτλερ που έλαβε αρχικά έκτακτες εξουσίες από τη Βουλή για να καταλήξει έπειτα κι αυτός στη δημιουργία ενός ολοκληρωτικού κράτους. Με προγράμματα εξάλειψης της ανεργίας, εγχώριες κατασκευές προϊόντων που πρώτα εισάγονταν από το εξωτερικό με φθηνές πρώτες ύλες από τις χώρες προς Ανατολάς και ιδίως χάρη σε ένα άριστο εξοπλιστικό πρόγραμμα η Γερμανία κατέληξε στα τέλη της δεκαετίας του 1930 αξιοζήλευτη, όχι μόνο στην Ευρώπη.

Βαλκανικές ομοιότητες
 Η κατολίσθηση της Ρωσίας, της Ιταλίας και της Γερμανίας στον ολοκληρωτισμό δεν άργησε να βρει μιμητές και σε άλλες χώρες. Στα Βαλκάνια όπου το μορφωτικό επίπεδο, οι εθνικές και γλωσσικές μειονότητες, ο κομουνιστικός κίνδυνος και η κρίση του 1929 υπονόμευσαν χωρίς δυσκολία τους δημοκρατικούς θεσμούς κι έφεραν στην εξουσία στρατιωτικής υφής καθεστώτα (βασιλικά ή δικτατορικά) όχι όμως της ιδίας σκληρότητας με τα τρία αναφερόμενα ολοκληρωτικά.
Στην Ελλάδα μετά από 10 χρόνια απουσίας επανήλθε το 1935 ξανά η βασιλεία. Όμως η παλαιά διαμάχη των Φιλελεύθερων με τους Βασιλικούς, τα δύο πρόσφατα πραξικοπήματα του 1933 και 1935, η ασυνεννοησία των κομμάτων έπειτα από τις εκλογές του Ιανουαρίου του 1936 και οι υποκινούμενες από τους κομουνιστές απεργίες στο εσωτερικό συνεζεύχθησαν με την επίθεση της Ιταλίας στην Αιθιοπία το 1935 κι ένα χρόνο αργότερα με την κατάληψη της αποστρατικοποιημένης ζώνης της κοιλάδας του Ρήνου από τους Γερμανούς και την έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου στην Ισπανία με αποτέλεσμα την επιβολή δικτατορίας από τον υπουργό των Στρατιωτικών Ιωάννη Μεταξά με τη συγκατάθεση του βασιλιά τον Αύγουστο του 1936.

Ο Ιωάννης Μεταξάς 
Στο καθεστώς της «4ης Αυγούστου», ιδιαίτερα στην αρχηγία του Μεταξά, αντίθετα με τα πολλά που διαδίδονται, οφείλεται κατά κόρον, αν όχι αποκλειστικά, όχι μόνον η επιτυχής άμυνα εναντίον των  Ιταλών το 1940, αλλά και η νικηφόρα καταδίωξή τους δεκάδες χιλιόμετρα μέσα στην Αλβανία. Πράγματι ο άνδρας διέθετε αρκετή πολεμική πείρα ως εγκέφαλος του Ελληνικού Επιτελείου κατά τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο παρότι ήταν απλός λοχαγός του Μηχανικού και βαθιά γνώση της στρατηγικής και της τακτικής, αφού ήδη από το 1915 θεωρώντας ανεδαφική τη Μικρασιατική Εκστρατεία είχε εκφέρει γραπτά την αντιγνωμία του.
Πράγματι από το 1936 και μετέπειτα η Ελλάδα προσανατολίστηκε σοβαρά προς αντιμετώπιση εχθρικής εισβολής διπλασιάζοντας τις σχετικές δαπάνες: Ο αριθμός π.χ. των μονίμων αξιωματικών εξαρτιόταν πάντα από τα εκάστοτε σχέδια Επιστράτευσης, ενώ δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στο Σώμα των Αυτοκινήτων όπως επίσης και στη μετεκπαίδευση των εφέδρων αξιωματικών. Ακόμη πύκνωσαν οι ασκήσεις μάχης στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν και οι στρατιώτες, όχι μόνον τα στελέχη. Συγκροτήθηκαν παράλληλα για πρώτη φορά μεγάλες μονάδες Πυροβολικού (με επάρκεια 39.500 πλήρων βολών ορειβατικού Πυροβολικού) και Ιππικού όπως επίσης και τάγματα Μηχανικού. Δόθηκε προσοχή στον ιματισμό του Στρατού όπως επίσης και στην κατασκευή καλών αρβυλών. Αγοράστηκαν μουλάρια για τις μεταφορές, ενώ με την πρόνοια για τα τρόφιμα το στράτευμα διέθετε 20 ημέρες αυτονομία. Καθώς αναμενόταν επίθεση εκ μέρους της Βουλγαρίας κατασκευάστηκαν τέλος στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη υπόγεια οχυρά, γνωστά κι ως «γραμμή Μεταξά».

Αναζήτηση ασφάλειας
Παρόλο που η Ελλάδα είχε σοβαρές διαφορές με την Ιταλία, αφού η τελευταία είχε παλαιότερα αξιώσει την παραχώρηση περιοχών της Βορείου Ηπείρου στο Αλβανικό Κράτος, είχε καταλάβει το 1923 την Κέρκυρα και συνέχιζε ακόμη να κατέχει τα Δωδεκάνησα, για να εξασφαλισθεί από την Τουρκία και τη Γιουγκοσλαβία (που εποφθαλμιούσε τη Θεσσαλονίκη) υπέγραψε το 1928 με την Ιταλία δεκάχρονης διάρκειας σύμφωνο το οποίο προέβλεπε παροχή πολιτικής και διπλωματικής υποστήριξης σε περίπτωση βιαίας εισβολής. Με τη Γιουγκοσλαβία όμως κατόπιν παροτρύνσεως της Γαλλία υπέγραψε τον επόμενο χρόνο σύμφωνο φιλίας, αφού ρυθμίστηκαν οι διαφορές σχετικά με την Ελεύθερη Ζώνη στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Με την Τουρκία υπογράφτηκε το 1933 επίσης σύμφωνο με εγγυήσεις για το «κοινό των συνόρων», δηλαδή για τα σύνορα των δύο χωρών με τη Βουλγαρία –το 1938 προστέθηκε νέος όρος ότι σε κάθε άλλη περίπτωση πολέμου εκάστη χώρα θα προάσπιζε την ουδετερότητά της. Η διπλωματική κινητικότητα έφτασε όμως στο απόγειό της το επόμενο έτος με το «Σύμφωνον Συνεννοήσεως» μεταξύ Ελλάδας, Γιουγκοσλαβίας, Ρουμανίας και Τουρκίας. Σε περίπτωση επέμβασης Βαλκανικού Κράτους εναντίον ενός ή περισσότερων μελών, τα άλλα θα παρείχαν υποστήριξη. Με την Αλβανία και τη Βουλγαρία ουδεμία σχέση υπήρξε.
Όταν οι Ιταλοί κατέλαβαν την Αλβανία την άνοιξη του 1939 τόσο η Βρετανία όσο και οι Γαλλία προέβησαν σε μονομερείς δηλώσεις εγγύησης με κάθε μέσο προς την Ελλάδα και τη Ρουμανία, αν δέχονταν επίθεση.

Αίτια κι αφορμές του Ελληνοϊταλικού Πολέμου
Οι προστριβές, άμεσες ή έμμεσες, μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας χρονολογούνταν από το 1911, όταν η τελευταία κατέλαβε τα Δωδεκάνησα. Ένα χρόνο αργότερα η Ιταλία αντιτέθηκε στην κατάληψη της Αυλώνας από τα ελληνικά στρατεύματα. Το 1916 μάλιστα ιταλικά στρατεύματα έφτασαν έως τα Ιωάννινα. Τρία χρόνια αργότερα οι Ιταλοί ήθελαν να καταλάβουν, αντί για τους Έλληνες τη Σμύρνη. Το 1923 βομβάρδισαν κι αποβιβάστηκαν στην Κέρκυρα και υποστηρίζοντας σταθερά τις αλβανικές απόψεις υπέγραψαν αμυντική συμμαχία με την Αλβανία το 1927. Δέκα χρόνια αργότερα όντας ήδη μέλος του Άξονα Βερολίνου –Ρώμης η Ιταλία προχώρησε σε σύμφωνο φιλίας με τη Γιουγκοσλαβία περισφίγγοντας κατά κάποιο τρόπο την Ελλάδα από τρία μέρη, από ΝΑ (Δωδεκάνησα), από ΒΑ (Αλβανία) κι από Βόρεια (Γιουγκοσλαβία).
Για την Ιταλία δύο ήταν τα ζητούμενα στις αρχές του 20ού αιώνα και μετέπειτα: η επέκταση της επιρροής της στη Βαλκανική και η κυριαρχία στη Μεσόγειο Θάλασσα. Ανάμεσα όμως από τα Δωδεκάνησα που είχε προσαρτήσει και του κορμού της ιταλικής χερσονήσου έστεκε η Ελλάδα. Αυτή είχαν κατά νου οι Ιταλοί, όταν αποβιβάστηκαν στην Αλβανία τον Απρίλιο του 1939, οι στρατιωτικοί τουλάχιστον, που σύμφωνα με τις πληροφορίες που λάβαινε το ελληνικό Γενικό Επιτελείο Στρατού ομιλούσαν για διεύρυνση των αλβανικών συνόρων ή προσάρτηση της Τσαμουριάς στην Αλβανία.  Προφανώς είχε σειρά προς κατάληψη η Ελλάδα, από όπου θα λαμβανόταν τρόφιμα κι εφόδια, αλλά οι εγγυήσεις της Γαλλίας και της Βρετανίας, ιδιαίτερα της δεύτερης, υπήρξε παράγοντας που δεν μπορούσε εύκολα να παραγκωνιστεί.
Αν όμως η Βρετανία ακολουθούσε προσεκτική πολιτική ως προς την Ιταλία, η Γαλλία επέμενε σταθερά στη δημιουργία Βαλκανικού Μετώπου, για να απομακρύνει προς τον Νότο τον ερχόμενο πόλεμο διαφυλάσσοντας έτσι τα σύνορά της με τη Γερμανία. Τυπικά η Ελλάδα ακολουθούσε πολιτική ουδετερότητας, αλλά στην πραγματικότητα αξιωματικοί του ΓΕΣ, όταν ο Χίτλερ εισέβαλε στην Πολωνία, άρχισαν μυστικές επαφές με Γάλλους συναδέλφους των προσφέροντας παράλληλα στρατιωτικές πληροφορίες στους Βρετανούς. Αύξαινε λοιπόν η ανασφάλεια της Ιταλίας μπροστά στην πιθανότητα αποβίβασης Συμμάχων στη Θεσσαλονίκη, κι εκμετάλλευσης των αεροδρομίων και των λιμανιών της Ελλάδας από τη γαλλική και τη βρετανική αεροπορία και το στόλο τους. Οι υποθέσεις αυτές μεταμορφώθηκαν σχεδόν σε βεβαιότητες, καθώς η Ελλάδα αρνήθηκε να ανανεώσει το σύμφωνο του 1928.
Το ρου της ιστορίας φαίνεται όμως ότι κινούσαν οι Γερμανοί. Μόνο μετά από την εισβολή των Γερμανών στη Γαλλία τον Ιούνιο του 1940 οι Ιταλοί κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της Γαλλίας και της Βρετανίας κι άρχισαν να αναζητούν αφορμές για διατάραξη των σχέσεων με την Ελλάδα και να πυκνώνουν τις σχετικές αιτιάσεις: ότι ο Έλληνας πρόξενος στην Άγκυρα καταφερόταν κατά του Άξονα, πως  βρετανικά πολεμικά πλοία παρέμεναν υπέρ του δέοντος στα ελληνικά λιμάνια και ότι αεροπλάνα των Συμμάχων προσέβαλαν ιταλικά υποβρύχια.
Έχοντας έκτοτε στο νου αφορμές για πόλεμο οι Ιταλοί άρχισαν μία άκρως επιθετική πρακτική με παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου, βομβαρδισμούς ελληνικών πλοίων, ανακίνηση του αλυτρωτισμού των Τσάμηδων της Ελλάδας (υπόθεση Νταούτ Χότζα) και γραπτές μομφές στον Τύπο. Ελάχιστες μέρες αργότερα, το Δεκαπενταύγουστο, τορπίλισαν το εύδρομο Έλλη στην Τήνο. Τελευταία ήταν η ανακοίνωση του ιταλικού τύπου την 26η Οκτωβρίου του 1940 ότι Έλληνες άνοιξαν πυρ εναντίον αλβανικών φυλακίων στην περιοχή Κορυτσάς και πως Έλληνες ή Βρετανοί πράκτορες βομβάρδισαν το Λιμεναρχείο των Αγίων Σαράντα. Ο πόλεμος άρχισε το πρωί της μεθεπόμενης ημέρας

Τα ελληνικά σχέδια άμυνας
Μόλις οι Ιταλοί αποβιβάστηκαν στην Αλβανία, εκπονήθηκε εξ ανάγκης από το ΓΕΣ νέο σχέδιο αντιμετώπισης τόσο των Βουλγάρων όσο και των Ιταλών που έλαβε τον κωδικό ΙΒ. Για το πρώτο μέτωπο προβλεπόταν η εγκατάλειψη της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας με γραμμή άμυνας Καϊμακτσαλάν -Βέρμιο –Καμβούνια –Μέτσοβο -ποταμός Άραχθος, ενώ για το δεύτερο τελική οχύρωση των στρατευμάτων στον ποταμό Νέστο. Σε περίπτωση δυσχερειών η άμυνα θα μπορούσε να υποχωρήσει ως τον Πηνειό και τον Αξιό. Φαινόταν ίσως ηττοπαθές, αλλά θεωρήθηκε αναγκαίο, για να εξασφαλισθεί η περίπτωση υπερκέρασης των ελληνικών δυνάμεων από τη νότια Γιουγκοσλαβία, η οποία πιθανόν να επέτρεπε απρόσκοπτα τη διέλευση των Ιταλών από το έδαφός της και για να περατωθεί η επιστράτευση, για την οποία χρειάζονταν 40 περίπου ημέρες.
Δημιουργήθηκε τότε το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ) με έδρα την Κοζάνη για καλύτερο συντονισμό των ενεργειών. Παράλληλα άρχισε η οχύρωση της παραμεθορίου με την Αλβανία και η υπονόμευση του οδικού δικτύου. Τέλος τον Αύγουστο του 1939 επιστρατεύτηκαν άνδρες για στελέχωση της 8ης Μεραρχίας που κάλυπτε την Ήπειρο και της 9ης που βρισκόταν στη Δυτική Μακεδονία.
Καθώς όμως όλα έβαιναν κανονικά κι επιπλέον θεωρήθηκε βέβαιη η ουδετερότητα (ή και  η συμμαχία) της Γιουγκοσλαβίας το σχέδιο μεταβλήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου στο τολμηρότερο ΙΒα. Σύμφωνα με αυτό η γραμμή άμυνας προωθήθηκε στα σύνορα με την Αλβανία, ενώ ελήφθη μέριμνα για την προστασία των ακτών, ιδιαίτερα για την έμφραξη του Αμβρακικού κόλπου. Δημιουργήθηκε τότε και το Απόσπασμα Πίνδου, για να καλύπτει το κενό μεταξύ του ΤΣΔΜ και των δυνάμεων της Ηπείρου. Το μόνο ελληνικό έδαφος που αφέθηκε με τμήματα μόνο προκάλυψης, καθώς ως κύρια γραμμή άμυνας επιλέχτηκε στο νότιο τομέα ο ποταμός Καλαμάς, ήταν η ΒΑ Θεσπρωτία που συνόρευε με την Αλβανία.
Τον Απρίλιο του 1940 εκπονήθηκε νέο σχέδιο, το ΙΒβ, δυσχερέστερο όλων, διότι με γνώμονα τη μείωση του συμμαχικού στόλου στην περιοχή προέβλεπε επιπλέον την προστασία της Αττικής, της Ακαρνανίας, της Πελοποννήσου και της Κρήτης.

Τα σύννεφα πυκνώνουν
Ενόσω πύκνωνε το καλοκαίρι του 1940 η παρουσία του ιταλικού στρατού στην Αλβανία και οι αξιωματούχοι τους πίστευαν ότι η επίθεση εναντίον της Ελλάδας θα ήταν εκτός από βραχύχρονη και εύκολη το ελληνικό ΓΕΣ αξιοποιούσε ορθά κάθε πληροφορία για τις κινήσεις των Ιταλών και προσάρμοζε ταχύτατα τα σχέδια άμυνας. Τον Αύγουστο ήταν προφανές ότι οι Ιταλοί συγκέντρωναν δυνάμεις στο μέτωπο της Ηπείρου για κύρια επίθεση από την Κακαβιά και τη Μεσογέφυρα, χωριά διάμεσα των οποίων περνούσαν οι αμαξιτοί οδοί προς Ιωάννινα.
Διενεργήθηκε τότε σοβαρή επιστράτευση στη ΒΔ Μακεδονία και δόθηκαν αμυντικές αλλά και επιθετικές εντολές στις μονάδες: σταθερή θέση αντίστασης στην Ήπειρο, ιδιαίτερα στα στενά της Ελαίας (Καλπακίου), αφού αποσύρονταν πρώτα τα τμήματα προκάλυψης που θα επιβράδυναν τον εχθρό χωρίς να φθαρούν. Εμβολή όμως των Ιταλών στις βάσεις τους μέσα στην Αλβανία στον τομέα της Κορυτσάς, ενώ ταυτοχρόνως το Απόσπασμα Πίνδου θα διέκοπτε τη συγκοινωνία Κορυτσάς –Ερσέκας –Μεσογέφυρας.
Οι Έλληνες τον Οκτώβριο του 1940, παρά τις σύγχρονες των γεγονότων ή τις σημερινές φήμες, ήταν πανέτοιμοι για την αντιμετώπιση των Ιταλών. Ενισχυμένη η 8η Μεραρχία διέθετε ισοδύναμες σχεδόν δυνάμεις με τον εχθρό στην Ελαία, αλλά λιγότερες στον υπόλοιπο τομέα της. Στο χώρο του Αποσπάσματος  Πίνδου η αναλογία με τους Ιταλούς Αλπινιστές ήταν αποθαρρυντική, 1 προς 3. Στο μέτωπο της 9ης Μεραρχίας οι Έλληνες υπερτερούσαν. Παρόλο που ο βαρύς οπλισμός, τα άρματα μάχης και η αεροπορία έλειπαν από τον Ελληνικό Στρατό, περίσσευε η διάθεση για αντίσταση μέχρι εσχάτων, η καλή προετοιμασία και η άριστη γνώση του εδάφους.
Στα μέσα Αυγούστου του 1940 οι Ιταλοί βιάζονταν να καταλάβουν εν πρώτοις τη ΒΑ Θεσπρωτία (Τσαμουριά), αλλά οι Γερμανοί τους είχαν αποτρέψει, απασχολημένοι με τη μάχη της Βρετανίας κι επειδή επιθυμούσαν να τη συνδυάσουν με την ταυτόχρονη κατάληψη της Κρήτης. Μετά από άλλη μία αναβολή η επίθεση των Ιταλών κανονίστηκε για την 26η Οκτωβρίου του 1940. Αρχικοί σκοποί η κατάληψη της Ηπείρου και των Ιονίων νησιών με δευτερεύοντες στόχους τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα. Δεν είχε όμως πλήρως η στάση της Γιουγκοσλαβίας που ίσως συμπαραστέκονταν στην Ελλάδας, πιθανότητα που εξηγούσε και τα αμυντικά έργα των Ιταλών στο βόρειο τομέα.
Παράλληλα βολιδοσκοπήθηκε η Βουλγαρία για μία ταυτόχρονη επίθεση, αλλά η τελευταία αρνήθηκε. Τελικά λόγω της κακοκαιρίας στη θάλασσα η επίθεση αναβλήθηκε ακόμη μία φορά για την 28η Οκτωβρίου. Μέσα στο βαθύ όρθρο επισκέφτηκε τότε τον Ιωάννη Μεταξά ο Ιταλός πρεσβευτής παραδίδοντας τελεσίγραφο με το οποίο εκτοξεύονταν μομφές εναντίον της Ελλάδας ότι είχε δεχθεί τις συμμαχικές εγγυήσεις, φιλοξενούσε το βρετανικό στόλο, ευνοούσε τον ανεφοδιασμό των βρετανικών αεροσκαφών, επέτρεπε την κατασκοπία στο Αιγαίο εναντίον των Ιταλών και ακολουθούσε τρομοκρατική πολιτική στην Τσαμουριά εναντίον των Αλβανών. Ζητούσε παράλληλα από την Ελλάδα στρατηγικές θέσεις εντός της χώρας (χωρίς να τις καθορίζει) και αεροπορικές βάσεις στη Θεσσαλία και Μακεδονία.
Αλλά ο πρώτος, αν και δάκρυσε, δεν πτοήθηκε. Όπως είχε φανεί κατά την πενταετία της διακυβέρνησής του αλλά κι εκμυστηρευτεί στο Γερμανό πρόξενο λίγους μήνες νωρίτερα ο Μεταξάς ανεξάρτητα από τα προσωπικά του αισθήματα γνώριζε ότι στην ανατολική Μεσόγειο κυριαρχούσε η Βρετανία, εναντίον της οποίας δεν μπορούσε να αντιταχθεί. «Ο κύριος της θαλάσσης ήτανε και κύριος της Ευρώπης, ήτανε και κύριος του Κόσμου» είχε γράψει στο ημερολόγιό του ένα σχεδόν χρόνο νωρίτερα ο άριστος επιτελικός αξιωματικός.

Αντίπαλοι και σχέδια ενέργειας
Οι Ιταλοί διέθεταν δύο Σώματα Στρατού, το XXV ανεπτυγμένο στην οροθετική γραμμή από τη Θεσπρωτία ως την Κόνιτσα και το XXVΙ στη ΒΔ Μακεδονία. Ενδιάμεσα με κατεύθυνση τον τομέα της Πίνδου υπήρχε η 3η Μεραρχία Αλπινιστών Τζούλια. Το σύνολο του ιταλικού Στρατού έφθανε στους 97.000 περίπου άνδρες, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν και Αλβανοί άτακτοι. Για την αντιμετώπισή τους υπήρχαν αντίστοιχα η 8η ενισχυμένη Μεραρχία με έδρα τα Ιωάννινα, το Β΄ Σώμα Στρατού με έδρα τη Λάρισα και το Γ΄ με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Ενδιάμεσα τούτων στο χωριό Επταχώρι του Γράμμου βρισκόταν το Απόσπασμα Πίνδου, έφεδρη μονάδα που είχε επιστρατευθεί δύο μήνες πριν. Ο Ελληνικός Στρατός που επρόκειτο να αντιμετωπίσει του Ιταλούς στο μέτωπο της Αλβανίας δεν ξεπερνούσε τους 35.000 άνδρες. Οι υπόλοιποι βρίσκονταν έναντι της Βουλγαρίας, ήτοι το Δ΄ και Ε΄ Σώματα Στρατού. Όσον αφορά το στόλο οι Ιταλοί διέθεταν συντριπτική υπεροχή όπως επίσης και στην αεροπορία με αναλογία 400 προς 143 αεροσκάφη.
Στα πλεονεκτήματα των Ελλήνων συγκαταλέγονταν η αριθμητική αναλογία ανά Μεραρχία, αφού οι ιταλικές διέθεταν 2 συντάγματα, ενώ οι ελληνικές αντίστοιχες 3. Τα ατομικά τυφέκια των Ιταλών είχαν μικρότερο βεληνεκές και τα ρούχα όπως και οι κουβέρτες των στρατιωτών ήταν λεπτότερες. Επιπλέον στο επίπεδο του τάγματος οι Ιταλοί διέθεταν 8 πολυβόλα εν αντιθέσει με τους Έλληνες που είχαν 12. Αυτές οι μικροδιαφορές θα έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στη διάρκεια της σύγκρουσης, λόγω του ορεινού εδάφους όπου κυριαρχούσε το πεζικό και των καιρικών συνθηκών που είχαν αρκετά επιπόλαια υπολογιστεί εκ μέρους των Ιταλών.
Ακόμη ο Ελληνικός Στρατός πολεμούσε για την πατρίδα του σε έδαφος που γνώριζε άριστα και που ήταν αρνητικό για τα μηχανοκίνητα και το βαρύ οπλισμό των Ιταλών, εξ αιτίας της ανυπαρξίας πολλών ευρέων οδικών αρτηριών. Έτσι η υπερτίμηση των ιταλικών αρμάτων και η υποτίμηση του  Έλληνα αντιπάλου έμελε να έχουν τραγικές συνέπειες για τους επιτιθέμενους.
Το τελευταίο ιταλικό σχέδιο επιχειρήσεων τοποθέτησε την κύρια προσπάθεια στην κατεύθυνση των αμαξιτών οδών προς Καλπάκι, Ιωάννινα. Υποβοηθητικά θα δρούσαν μία Μεραρχία Ιππικού στην παραλιακή ζώνη της Θεσπρωτίας που θα συνέκλινε μετά προς τα Ιωάννινα και η Μεραρχία Αλπινιστών που μέσω Σαμαρίνας θα έφθανε στο Μέτσοβο για να αποκόψει τόσο τον ερχομό ενισχύσεων όσο και τη διαφυγή του Ελληνικού Στρατού. Ο ιταλικός στόλος δεν πραγματοποίηση καμία αποβατική ενέργεια, επειδή δόθηκε προτεραιότητα στις μεταφορές προς το Μέτωπο της Λιβύης. Η αεροπορία θα παρέλυε την επιστράτευση.
Το ελληνικό σχέδιο ήταν αμυντικό. Προέβλεπε αρχική άμυνα με τις κατά τόπους υπάρχουσες δυνάμεις κι έπειτα μετά από τη συγκέντρωση των επιστρατευμένων (22 ημέρες για το αλβανικό και 15 για το βουλγαρικό) κατευθύνσεις ανάλογα με την κατάσταση, διότι ως Μέτωπο λογιζόταν και η οροθετική προς τη Βουλγαρία. Ο στόλος θα διατιθόταν στην παράκτια άμυνα και τις μεταφορές. Η αεροπορία θα εκτελούσε αποστολές πληροφοριών, βομβαρδισμούς σε αεροδρόμια στην Αλβανία και εχθρικά πλοία και γενική αντιμετώπιση των ιταλικών αεροπλάνων που θα επιθυμούσαν να καταστρέψουν νηοπομπές, τεχνικά έργα ή τη φίλια αεροπορία.

Ιταλική εισβολή (28.10.40 – 13.11.40)
Οι Ιταλοί κινήθηκαν επιθετικά στην Ήπειρο το πρωί στις 5.30΄, μισή ώρα πριν από την εκπνοή του τελεσιγράφου. Τα τμήματα προκάλυψης αντιτάσσοντας επαρκή άμυνα συμπτύχθηκαν κανονικά προς τα πίσω ανατινάσσοντας τις γέφυρες. Τη δεύτερη ημέρα μία μηχανοκίνητη φάλαγγα βλήθηκε από το ελληνικό πυροβολικό κοντά στην Ελαία και σταμάτησε την προέλασή της. Οι Ιταλοί που φαίνεται δεν περίμεναν σοβαρή αντίσταση άρχισαν να κινούνται διστακτικά και να προπαρασκευάζουν επίθεση χωρίς όμως να έχουν στενή επαφή με την ελληνική άμυνα.
Η 2η Νοεμβρίου του 1940 πέρασε με εξ εδάφους κι από αέρος βομβαρδισμούς των ελληνικών θέσεων στα υψώματα γύρω από την Ελαία και επιθέσεις πεζικού χωρίς όμως αποτέλεσμα. Την επόμενη ημέρα πραγματοποιήθηκε επίθεση αρμάτων που αναχαιτίστηκε πάλι από το πυροβολικό, τον εφιάλτη των Ιταλών κατά τη διάρκεια του πολέμου με τους Έλληνες. Τμήματα Ιταλών που είχαν καταλάβει οχυρωμένα υψώματα εκδιώχθηκαν εύκολα. Στη Θεσπρωτία οι Ιταλοί αν και κατέλαβαν την Ηγουμενίτσα δεν προέλασαν προς τα Ιωάννινα, διότι η Ελαία δεν είχε ακόμη διαρραγεί. Την 8η Νοεμβρίου 1940 οι Ιταλοί έχοντας 5πλάσιες περίπου απώλειες από τους Έλληνες ανέστειλαν την προσπάθεια στο κύριο μέτωπο αναμένοντας ενισχύσεις κι αντικαθιστώντας το στρατιωτικό διοικητή τους στην Αλβανία.
Στον τομέα της Πίνδου οι Ιταλοί αλπινιστές, έμπειροι κι υπέρτεροι σε αριθμό, ανάγκασαν τους Έλληνες να υποχωρήσουν και προωθήθηκαν ταχύτατα μερικά μόνο χιλιόμετρα μακριά από τη Σαμαρίνα χωρίς να ενδιαφερθούν για την ασφάλεια των συγκοινωνιών τους. Με νέο όμως σχέδιο μάχης που αποσκοπούσε σε πλευρικό κτύπημα και διακοπή της τροφοδοσίας των αλπινιστών οι Έλληνες περιέσφιξαν επιτυχώς τον επικίνδυνο θύλακα από την πλευρά των Γρεβενών και του Μετσόβου συλλαμβάνοντας εκατοντάδες αιχμαλώτους. Στεναχωρημένη από τρόφιμα κι εφόδια η μεραρχία Τζούλια, που τμήματά της είχαν προωθηθεί ως τη Βωβούσα, άρχισε να υποχωρεί την 6η Νοεμβρίου προς την Κόνιτσα. Διαλύθηκε όμως σχεδόν τελείως ως την 13η Νοεμβρίου αντιμετωπίζοντας ενέδρες ελληνικών τμημάτων.
Στη ΒΔ Μακεδονία οι ελληνικές μονάδες ήταν στην αρχή διστακτικές, έπειτα όμως προχώρησαν μέσα στην Αλβανία φθάνοντας ως τις όχθες του ποταμού Δεβόλη. Οι Έλληνες, ορισμένοι από τους οποίους είχαν περπατήσει εκατοντάδες χιλιόμετρα ως τα σύνορα, είχαν ως την 13η Νοεμβρίου του 1940 αντικρούσει με επιτυχία τους Ιταλούς, είχαν συλλάβει πολλούς αιχμαλώτους και προωθηθεί μέσα στην Αλβανία

Ελληνική αντεπίθεση και προέλαση (14.11. 40 – 6.1.41)
Εφόσον είχε αναχαιτιστεί η επίθεση των Ιταλών κι ερχομένου του χειμώνα οι Έλληνες για αναγκαστικούς λόγους επιμελητείας επιδίωξαν αρχικά την κατάληψη της αμαξιτής οδού που από την Κορυτσά έφθανε στην Κόνιτσα μέσω του αλβανικού εδάφους. Ηττημένοι κι υποχωρώντας οι Ιταλοί έκαψαν την Κόνιτσα, την Ηγουμενίτσα, μερικά χωριά και κατέστρεψαν γέφυρες. Η ευνοϊκή εξέλιξη των επιχειρήσεων επέτρεψε στο ΓΕΣ να σχεδιάσει την 20ή Νοεμβρίου του 1940 την κατάληψη του λιμένα των Αγίων Σαράντα και την εξασφάλιση της οδού που εκκινούσε από κει κι έφθανε μέχρι το Λεσκοβίκι, συνδέοντας έτσι με μία σχεδόν ευθεία γραμμή όλο το Μέτωπο από τα παράλια ως τη Γιουγκοσλαβία.
Παράλληλα αποφασίστηκε τη κατάληψη της Κορυτσάς, για την οποία έπρεπε πρώτα να διασπαστεί η προσεκτικά οχυρωμένη τοποθεσία Μόροβα –Ιβάν. Διστακτική αρχικά για το φόβο των ιταλικών αρμάτων η 9η μεραρχία κατάφερε έπειτα από σκληρές επιθέσεις, πολλές από τις οποίες διεξήχθησαν δια της λόγχης, και σοβαρές απώλειες (600 και πλέον νεκροί) να εισέλθει στην Κορυτσά.
Μελετώντας έπειτα την περαιτέρω καταδίωξη των Ιταλών το ΓΕΣ τοποθέτησε την κύρια προσπάθειά του στον παραθαλάσσιο άξονα Ιωάννινα –Αυλώνα κι όχι στον ηπειρωτικό Φλώρινα –Ελβασάν, για να αντιμετωπιστούν οι δυσκολίες μεταφορών μέσα στις ερχόμενες βαριές κλιματικές συνθήκες. Παρόλα αυτά στο βόρειο τομέα του Μετώπου οι Έλληνες προωθήθηκαν μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου ως τη λίμνη Αχρίδα καταλαμβάνοντας το Πόγραδετς και τη Μοσχόπολη κι εξασφαλίζοντας το υψίπεδο της Κορυτσάς. Στο μέσον του Μετώπου οι Ιταλοί αμύνθηκαν γενναία στη διάβαση Κακαβιάς, όχι όμως και στο νότιο τομέα όπου την 6η Δεκεμβρίου κατελήφθησαν οι Άγιοι Σαράντα. Μία μέρα αργότερα έπεσε το Αργυρόκαστρο και τις επόμενες η Πρεμετή και η Χειμάρα.
Οι ελληνικές επιτυχίες επέφεραν τέτοια σοβαρή κρίση στην ιταλική στρατιωτική και πολιτική ηγεσία, ώστε η Ιταλία ζήτησε την επέμβαση της Γερμανίας, αλλά η τελευταία τουλάχιστον λόγω των δυσμενών μετεωρολογικών συνθηκών περιορίστηκε μόνο στη διάθεση ολίγων μεταφορικών αεροπλάνων. Πράγματι το κρύο και οι χιονοπτώσεις εξαντλούσαν τόσο τους μαχητές που πάθαιναν σωρηδόν κρυοπαγήματα όσο και τα μουλάρια που χάνονταν κατά εκατοντάδες περιορίζοντας στο ελάχιστο την απαραίτητη τροφοδοσία, η οποία γινόταν προβληματική καθώς απομακρύνονταν από τις βάσεις της χώρας. Έτσι την 6η Ιανουαρίου του 1941 ανεστάλησαν και τυπικά οι επιθετικές επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού, οι οποίες στην πραγματικότητα είχαν περιοριστεί εβδομάδες πιο πριν, ιδιαίτερα στο βόρειο τμήμα του Μετώπου.

Ο χειμώνας και η εαρινή ιταλική επίθεση (7.1.41 – 26.3.41)
Καθώς οι παγοπληξίες ξεπερνούσαν τις απώλειες μάχης και τα μεταφορικά ζώα είχαν πληγεί κατά το 1/3 τους ο Ελληνικός Στρατός περιέπεσε σε κατάσταση άμυνας, ενεργητικής όμως για να καλυτερέψει τις θέσεις του. Στο πλαίσιο αυτό επιχειρήθηκε και κατορθώθηκε η κατάληψη της στενωπού της Κλεισούρας στις 10 Ιανουαρίου του 1941 και η εκκαθάριση του όρους Τρεμπεσίνα με μεγάλες όμως δυσχέρειες σε ανθρώπινες ζωές, αφού οι μεν Ιταλοί διέθεταν περισσότερους όλμους, το δε ψύχος της ορεινής ζώνης ήταν ανυπόφορο για τους πολλούς. Το εξυφανθέν σχέδιο κατάληψης του λιμένος του Αυλώνα δεν επρόκειτο να τελεσφορήσει.
Σε συνάντηση στην Αυστρία στα μέσα Ιανουαρίου ο Μουσολίνι δήλωσε στο Χίτλερ ότι θα ετοίμαζε μεγάλη αντεπίθεση εναντίον των Ελλήνων στην αρχή της άνοιξης, προφανώς διότι γνώριζε ή διαισθάνθηκε ότι οι Γερμανοί θα προσέρχονταν στην Ελλάδα την ίδια περίοδο. Λόγω της τελευταίας προοπτικής συγκροτήθηκε τότε στην Ελλάδα το Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου (ΤΣΗ) για καλύτερο συντονισμό των δύο Μετώπων (αλβανικό και βουλγαρικό).
Την άφιξη ιταλικών ενισχύσεων στην Αλβανία, μέσα στην οποία συμπεριλαμβάνονταν –για λόγους γοήτρου- και ανώτατοι αξιωματούχοι του ιταλικού καθεστώτος, δεν πρόλαβε να δει ο Ιωάννης Μεταξάς που πέθανε στα τέλη του μηνός -όχι όμως και ο Μουσολίνι που παραβρέθηκε από κοντά. Όταν την 2η Μαρτίου 1941 οι Γερμανοί εισήλθαν στη Βουλγαρία, το ΓΕΣ αποφάσισε ότι στο μεν Αλβανικό Μέτωπο η κατάσταση θα έμενε η ίδια, αλλά ταυτόχρονα διέταξε τους Σωματάρχες να μελετήσουν μία ενδεχόμενη σύμπτυξη στη γραμμή Πιέρια –Αλιάκμονας –Σμόλικας –Μέρτζανη.
Η εαρινή επίθεση των Ιταλών έλαβε χώραν σε περιορισμένο μέτωπο με μεγάλη συγκέντρωση δυνάμεων ΒΔ της Κλεισούρας για να προκληθεί ρήγμα, μέσα από το οποίο θα προωθούνταν οδικώς προς την Πρεμετή κι εν συνεχεία προς τα Ιωάννινα. Παρόλη την πυκνή όμως προπαρασκευή του Πυροβολικού (100.000 βλήματα) οι Έλληνες δεν υποχώρησαν. Επικές συγκρούσεις διεξήχθησαν στο στρατηγικής αξίας ύψωμα 731, νότια του οποίου περνούσε απαραίτητη δίοδος, το οποίο επιχείρησαν να καταλάβουν περισσότερο από δέκα φορές. Αν ο Ελληνικός Στρατός έχασε την περίοδο αυτή 1200 περίπου άνδρες, οι Ιταλοί απώλεσαν τριπλάσιους χάνοντας περισσότερο το ηθικό τους. Όταν την 25η Μαρτίου 1941 ανατράπηκε στη Γιουγκοσλαβία η φιλοαξονική κυβέρνηση και η νέα τάχθηκε στο πλευρό των Συμμάχων, οι Ιταλοί έδωσαν προσοχή και προς το Βορρά με αποτέλεσμα να σταματήσουν κάθε διάθεση για νέους αγώνες.

Η γερμανική επίθεση στην Κεντρική κι Ανατολική Μακεδονία
Μεγάλη σπουδαιότητα απέκτησε η Ελλάδα το καλοκαίρι του 1940, όταν ο Χίτλερ αποφάσισε να στραφεί εναντίον της Ρωσίας. Έτσι η κατάληψή της ήταν αναγκαία για να εξασφαλιστεί η νότια πλευρά του στρατού του από την αεροπορία τουλάχιστον, η οποία μπορούσε να πλήξει τις πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας. Η πρώτη νύξη για την επιχείρηση αυτή έγινε την 12 Νοεμβρίου 1940 κι ένα μήνα αργότερα έλαβε το όνομα «Μαρίτα». Θα τελείωνε μέσα στο Μάρτιο του 1941 κι έπειτα οι Γερμανοί θα στρέφονταν εναντίον της Ρωσίας.
Στις 23 Νοεμβρίου 1940 η Ρουμανία προσχώρησε στον άξονα και λίγες μέρες αργότερα άρχισε να συγκεντρώνονται στο έδαφός της δυνάμεις με προορισμό την Ελλάδα. Την 1η Μαρτίου 1941 με αντάλλαγμα τη Δυτική Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία προσχώρησε και η Βουλγαρία οπότε οι γερμανικές δυνάμεις προωθήθηκαν μέσα σε μία εβδομάδα ως τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Παράλληλα με τη στρατιωτική ετοιμασία η Γερμανία επιχείρησε να βολιδοσκοπήσει την Ελλάδα για μία σύναψη ανακωχής με τους Ιταλούς, η πρώτη έλαβε χώρα την 17η Δεκεμβρίου του 1940, κατά την οποία ο γερμανικός στρατός θα παρεμβαλλόταν μεταξύ των δύο αντιπάλων μέχρι το διακανονισμό της διαφοράς.
Η Ελλάδα όμως τόσο επί Μεταξά όσο και επί πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κορυζή αρνήθηκε τη διαμεσολάβηση. Συγχρόνως, για να μην προκληθούν οι Γερμανοί, δεν επιθυμούσε την αρωγή της Βρετανίας στην περίπτωση που η αρωγή της τελευταίας ήταν ανεπαρκής. Στις αρχικές συσκέψεις Ελλήνων και Βρετανών στην Αθήνα όπως την 15η Ιανουαρίου 1941 αποφασίστηκε ότι συμμαχικός στρατός θα αποβιβαζόταν στη χώρα μόνο εάν οι Γερμανοί εισέρχονταν στη Βουλγαρία. Οι Βρετανοί –καθώς η κοιλάδα του Αξιού ήταν βατή στα γερμανικά άρματα- επέμεναν η τοποθεσία άμυνας να ξεκινά από τη θάλασσα της Πιερίας και μέσω Βερμίου να καταλήγει στο Καϊμακτσαλάν, μία πράγματι οχυρή θέση, αλλά για την εκλογή της οι Έλληνες δεν συμφωνούσαν, αφού θα αφηνόταν σχεδόν ολόκληρη η Βόρεια Ελλάδα στα χέρια των Γερμανών και των Βουλγάρων που καραδοκούσαν από πίσω.
Αναγκαστικά τότε προκρίθηκε η συμβιβαστική πρόταση σύμφωνα με την οποία θα εκκενωνόταν η Δυτική Θράκη και η άμυνα θα διεξαγόταν και στη γραμμή Μεταξά από τις ελλιπείς 4 ελληνικές μεραρχίες και στην τοποθεσία «Βερμίου» από κοινού με τους Βρετανούς (συγκρότημα W). Εν τω μεταξύ η Τουρκία είχε υπογράψει με τη Βουλγαρία σύμφωνο φιλίας και μη επιθέσεως. Την 3η Απριλίου του 1941 προκλήθηκαν και οι Γιουγκοσλάβοι για κοινή επιθετική ενέργεια στην Αλβανία όσο κι εναντίον των Γερμανών στη νότια Σερβία, αλλά η ασυνεννοησία ήταν προφανής. Ήταν φανερό ότι η έκβαση της άμυνας ήταν καταδικασμένη, αλλά παρόλα αυτά οι Σύμμαχοι για λόγους γοήτρου έστειλαν 60.000 περίπου άνδρες.
Το σχέδιο των Γερμανών, το οποίο υποστήριζαν 1000 αεροπλάνα, ήταν: με την κύρια προσπάθεια θα καταλαμβανόταν η Νότια Γιουγκοσλαβία κι έπειτα οι τεθωρακισμένες μονάδες θα προχωρούσαν ταχύτατα από Μοναστήρι προς Γρεβενά για να απειλήσουν από τα νώτα τόσο τον Ελληνικό Στρατό στην Αλβανία όσο και την τοποθεσία Βερμίου. Δευτερεύοντες στόχοι ήταν αφενός η διάσπαση της γραμμής Μεταξά κι αφετέρου η κατάληψη της Δυτικής Θράκης με σύγκλιση στη Θεσσαλονίκη. Αντίθετα οι Έλληνες θα αμύνονταν αρχικά στη γραμμή Μεταξά και το Νέστο και θα υποχωρούσαν προς Βέροια ή Καβάλα, ενώ το συγκρότημα W θα αμύνονταν σταθερά στη θέση του.
Οι Γερμανοί επιτέθηκαν το πρωί της 6ης Απριλίου 1941, ενώ η διακοίνωση με την οποία αναγγελλόταν η εισβολή δόθηκε στην Αθήνα ένα τέταρτο αργότερα. Το βράδυ οι Έλληνες στρατιώτες του δυτικού τομέα συμπτύχθηκαν πίσω από το Στρυμόνα, αφού οι Γερμανοί είχαν διεισδύσει από το δυτικό Μπέλες, ενώ τα οχυρά ήταν ακόμη απόρθητα. Τη δεύτερη μέρα της επίθεσης ορισμένα οχυρά εγκαταλείφτηκαν και οι άνδρες τους παραδόθηκαν ή διέφυγαν. Την τρίτη ημέρα της μάχης οι Γερμανοί εισέβαλλαν στην Ξάνθη και την Κομοτηνή και κινούνταν ήδη προς το Κιλκίς με αποτέλεσμα στις 11 το βράδυ να ζητηθεί από τους Έλληνες κατάπαυση του πυρός.
Την επομένη ημέρα 9η Απριλίου οι Γερμανοί είχαν εισέλθει στη Θεσσαλονίκη, ενώ μερικά οχυρά όπως οι Παληουριώνες αντιστεκόταν ακόμη. Μόνο στις 10 Απριλίου όλα τα τμήματα ανέμεναν την εκτέλεση των όρων της συνθηκολόγησης. Οι Έλληνες είχαν 1000 νεκρούς και τραυματίες, ενώ οι Γερμανοί 555 νεκρούς και 2134 τραυματίες.

Αποχώρηση Βρετανών
Εξ αιτίας της ταχύτατης διάσπασης του Γιουγκοσλαβικού μετώπου τροποποιήθηκε κι αραιώθηκε η διάταξη του συγκροτήματος W με επιπλέον εγκατάσταση τμημάτων στις διαβάσεις Πισοδερίου και Κλεισούρας και τις στενωπούς Κλειδίου και Μπουγαζίου, για να αποφευχθεί επαφή των Γερμανών με το ΤΣΔΜ που μαχόταν στο Αλβανικό Μέτωπο. Μετά από την κατάληψη της ανυπεράσπιστης Φλώρινας την 10η Απριλίου 1941 οι Γερμανοί αποφάσισαν να προελάσουν προς την Αθήνα από τους άξονες Φλώρινα –Λάρισα και Θεσσαλονίκη Λιτόχωρο.
Την 12η Απριλίου οι Γερμανοί διέσπασαν την άμυνα στο Κλειδί και τις επόμενες ημέρες έπειτα από μία αρματομαχία στον κάμπο της Πτολεμαΐδας και επιθέσεις εκβίασαν τη στενωπό της Κλεισούρας προχωρώντας προς Καστοριά. Οι Βρετανοί αποφάσισαν να συμπτυχθούν στις Θερμοπύλες, καθώς οι Έλληνες στρατιώτες άρχισαν να διαρρέουν για να μην αιχμαλωτιστούν, ενώ οι Γερμανοί προχωρούσαν και προς τα Γρεβενά. Στις 15 Απριλίου Νεοζηλανδοί και Αυστραλοί προέταξαν σθεναρή άμυνα στην περιοχή Σερβίων εμποδίζοντας τους Γερμανούς να διαβούν τον Αλιάκμονα, ενώ την ίδια μέρα παρά την πεισματώδη άμυνα των Ελλήνων κατελήφθη το Άργος Ορεστικό.
Μόνο μετά από την κατάληψη του Μοναστηρίου από τους Γερμανούς την 9η Απριλίου 1941 το ΓΕΣ αποφάσισε την εκκένωση της Βορείου Ηπείρου όπου το ηθικό του Στρατού άρχισε να μειώνεται. Καθώς οι μηχανοκίνητες μονάδες του εχθρού προχωρούσαν τα ελληνικά τμήματα συμπτύσσονταν από το βράδυ της 12ης Απριλίου, αρχικά ομαλά, όσο όμως πλησίαζαν στη μεθόριο με αυξανόμενο ρυθμό. Πρώτοι άρχισαν να φεύγουν κατά ομάδες οι οπλίτες που κατάγονταν από περιοχές κατειλημμένες από τους Γερμανούς, αφού φοβούμενοι τους Ιταλούς δεν υπολόγιζαν τα επιτόπια στρατοδικεία όπου τυφεκίζονταν οι ανυπάκουοι. Μπροστά στο φάσμα της αιχμαλωσίας οι Σωματάρχες του Αλβανικού πρότειναν στην Ελληνική Κυβέρνηση την 16η Απριλίου συνθηκολόγηση, αλλά η τελευταία αρνιόταν ενόσω ακόμη μάχονταν οι Βρετανοί στη χώρα.
Με τους Γερμανούς έξω από τη Λάρισα την 18η Απριλίου επισυνέβη πολιτική κρίση στην Αθήνα και αυτοκτονία του πρωθυπουργού Κορυζή, αφού δεν είχε λυθεί το δίλημμα μεταξύ συνθηκολόγησης και παράτασης της αντίστασης κατά των Ιταλών και των Γερμανών τόσο από τους Βρετανούς που ήταν οχυρωμένοι στις Θερμοπύλες όσο και από το ΤΣΔΜ και το ΤΣΗ. Την επομένη ημέρα προκρίθηκε η αποχώρηση της Κυβέρνησης στην Κρήτη και η εκκένωση της Ελλάδας από τους Βρετανούς, ενώ τη μεθεπόμενη ο διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου έλαβε την πρωτοβουλία σύναψης ανακωχής με τους Γερμανούς. Την 23η Απριλίου ο ίδιος υπέγραψε το 3ο και τελικό πρωτόκολλο συνθηκολόγησης με τους Γερμανούς αλλά και τους Ιταλούς, ενώ δύο μέρες αργότερα σχημάτισε με στρατιωτικούς και πολιτικούς «Κατοχική» Κυβέρνηση στην Αθήνα.
Έπειτα από αντίσταση στις Θερμοπύλες και τον Ισθμό της Κορίνθου και κάτω από σφοδρούς βομβαρδισμούς της γερμανικής αεροπορίας οι Βρετανοί εκκένωσαν στις 30 Απριλίου την ηπειρωτική Ελλάδα έχοντας 12000 συνολικές απώλειες κι αφήνοντας στα χέρια των Γερμανών 10000 άνδρες αιχμαλώτους, ενώ οι Γερμανοί αντίστοιχα 5000 άνδρες. Την 2η Μαΐου 1941 ο Χίτλερ έδωσε πλήρη ελευθερία στους Έλληνες αξιωματικούς κι οπλίτες που θεωρούνταν αιχμάλωτοι πολέμου.

Η μάχη της Κρήτης (20 -31.5.41)
Σε σύσκεψη των Γερμανών για την αναγκαία κατάληψη μίας αεροναυτικής βάσης στη Μεσόγειο, από όπου μπορούσαν να ελεγχθεί και ο δίαυλος του Σουέζ προκρίθηκε την 20η Απριλίου 1941 αντί για τη Μάλτα η Κρήτη. Όσα είχαν όμως διατυπωθεί στο ελληνικό ΙΒ σχέδιο άμυνας άλλαξαν, διότι την ευθύνη της ασφάλειας της νήσου ανέλαβαν από το Νοέμβριο του 1940 οι Βρετανοί επιτρέποντας έτσι την αναχώρηση στο Αλβανικό Μέτωπο της τοπικής 5ης μεραρχίας και ταγμάτων των Εμπέδων. Παρέμειναν έτσι μόνο ντόπιοι Πολιτοφύλακες ενισχυμένοι με τη Σχολή Οπλιτών Χωροφυλακής, μερικών ταγμάτων νεοσυλλέκτων και τη Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων –εκτός τούτων συγκροτήθηκαν σώματα ενόπλων πολιτών, αυθόρμητα ή από τους Βρετανούς και τη Χωροφυλακή.
Εκτός αυτών στην Κρήτη κατέληξαν 25000 περίπου Σύμμαχοι που διεκπεραιώθηκαν από την ηπειρωτική Ελλάδα. Συνολικά οι αμύντορες αριθμούνταν σε 43000 άνδρες, όχι όμως καλά εξοπλισμένοι. Αρχηγός όλων ανέλαβε ο υποστράτηγος Μπέρναρντ Φρέυμπεργκ, που ασχολήθηκε δραστήρια με την άμυνα ζητώντας ενισχύσεις σε πολεμικό υλικό, από το οποίο όμως έφτασε στο νησί λιγότερο από το μισό. Με το τετραμερές σχέδιο άμυνας καλύπτονταν οι πόλεις Ηράκλειο, Ρέθυμνο και Χανιά, τα τρία γειτονικά τους αεροδρόμιο και ο όρμος της Σούδας.
Στο σχέδιο των Γερμανών -όπου συμμετείχαν και οι Ιταλοί που θα αποβιβάζονταν στο νησί από την ανατολική ακτή- θα λάβαιναν μέρος 24000 περίπου άνδρες πέφτοντας με αλεξίπτωτα (10000), κατόπιν προσγείωσης αεροπλάνων (5750) και με πλωτά μέσα (7000). Η επίθεση θα πραγματοποιούνταν σε δύο κύματα με προτεραιότητα στην κατάληψη του αεροδρομίου Μάλεμε, των Χανίων και της Σούδας.
Μέρες πριν από την επίθεση προηγήθηκαν βομβαρδισμοί και περιπολίες αεροσκαφών για παρεμπόδιση άφιξης ενισχύσεων. Το πρωί όμως της 20ής Μαϊου 1941 οι βομβαρδισμοί και οι πολυβολισμοί πύκνωσαν υπερβολικά κι άρχισε να πέφτουν αλεξιπτωτιστές και να προσγειώνονται ανεμοπλάνα κυρίως στο τομέα του Μάλεμε και ανατολικότερα για να διακοπούν οι επαφές με τα Χανιά. Σφοδρές συγκρούσεις με σοβαρές γερμανικές απώλειες έλαβαν χώραν στο ύψωμα 107 από το οποίο ελέγχονταν το αεροδρόμιο του Μάλεμε με αποτέλεσμα το βράδυ οι Νεοζηλανδοί (χωρίς να το γνωρίζουν οι Γερμανοί) να το εγκαταλείψουν, μία μοιραία απόφαση.
Ένα βασικό στήριγμα της άμυνας είχε πέσει, ενώ οι Γερμανοί είχαν σταθεροποιηθεί επίσης έξω από τα Χανιά και το Ρέθυμνο. Εκτιμώντας σωστά την κατάσταση οι Γερμανοί αποφάσισαν να ενισχύσουν περαιτέρω τους τομείς Μάλεμε και Σούδα –Χανιά και πράγματι την επόμενη μέρα το ύψωμα 107 καταλήφθηκε, αλλά καθώς ο βρετανικός στόλος βύθισε αρκετά πλωτά γερμανικά μέσα, ο πόλεμος δεν είχε ακόμη κριθεί.
Την 22η του μηνός γερμανικά αεροπλάνα  (12 ανά ώρα) προσγειώνονταν συνεχώς στο Μάλεμε μεταφέροντας άνδρες, ενώ βομβαρδιζόταν η πόλη του Ρεθύμνου. Την επόμενη ημέρα βομβαρδίστηκε και το Ηράκλειο όπου οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν γυναικόπαιδα ως προπέτασμα για την κατάληψη της πόλης. Οι αντεπιθέσεις Συμμάχων κι Ελλήνων εναντίον των Γερμανών ήταν ανεπιτυχείς με αποτέλεσμα την 26η Μαϊου ζητήθηκε από το Φρέυμπεργκ η εκκένωση της Κρήτης.
Πράγματι την 27η έφθασαν στη Σούδα κι απέπλευσαν τα πρώτα βρετανικά πολεμικά φορτωμένα με άνδρες, ενώ οι Γερμανοί εισήλθαν στα Χανιά. Την επομένη ημέρα Βρετανοί επιβιβάστηκαν κι από το Ηράκλειο χωρίς να ειδοποιηθούν τα ελληνικά τμήματα που παρέμειναν επί τόπου. Μαχόμενα έπειτα τα τμήματα είτε παραδίδονταν στους Γερμανούς είτε υποχωρούσαν προς το νότο για να φθάσουν στα Σφακιά από όπου θα εγκατέλειπαν το νησί. Την 1η Ιουνίου έφθασαν εκεί οι Γερμανοί αιχμαλωτίζοντας όσους δεν πρόλαβαν να επιβιβαστούν στα πλοία, ενώ άλλοι στρατιώτες διέφευγαν στα βουνά. Οι Έλληνες αιχμάλωτοι απολύθηκαν από την Κρήτη τμηματικά από τις 20 Ιουνίου ως τα τέλη Νοεμβρίου του 1941.
Δέκα μέρες κράτησε η μάχη της Κρήτης με μεγάλες απώλειες για όλους: οι Έλληνες είχαν περίπου 340 θύματα, οι Βρετανοί 1750, ενώ οι Γερμανοί 2000 νεκρούς κι άλλους τόσους αγνοούμενους. Συνολικά στους δύο πολέμους με την Ιταλία και τη Γερμανία φονεύθηκαν 14000 περίπου Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες, τραυματίστηκαν 63000 εξ ων οι 25000 παγόπληκτοι, κι αιχμαλωτίστηκαν 2500 χιλιάδες άνδρες.

 http://blogs.sch.gr/thankall

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

BRICS ... ON THE WALL

Του Γιώργου Τσακίρη
Όταν στις 8 Ιουλίου του 2014 η Γερμανία κέρδιζε την Βραζιλία «μέσα στο σπίτι της» με 7-1 και προκρίθηκε με τον εντυπωσιακό αυτό τρόπο στον τελικό του Μουντιάλ, η πρόεδρος της χώρας Ντ. Ρούσεφ σίγουρα είχε πολύ περισσότερα πράγματα για ν’ ανησυχεί.
 
H οικονομία της Βραζιλίας είχε συρρικνωθεί κατά 0,6% το δεύτερο τρίμηνο σε σχέση με το προηγούμενο. Επρόκειτο για την δεύτερη διαδοχική τριμηνιαία πτώση του ΑΕΠ, κάτι που σήμαινε ότι η οικονομία βρισκόταν τεχνικά σε ύφεση.
Λίγα μόλις χρόνια πριν, η μεγάλη διεθνής ζήτηση για τα προϊόντα της σε εποχές υψηλών τιμών, η χαλαρή νομισματική πολιτική στις ΗΠΑ και ο εντοπισμός πλούσιων κοιτασμάτων πετρελαίου στην επικράτειά της, είχαν συμβάλει ώστε η Βραζιλία να γνωρίσει μία  καλπάζουσα ανάπτυξη. Η ανεξάντλητη ζήτηση για το σιδηρομετάλλευμα και τη σόγια της από την ιλιγγιωδώς αναπτυσσόμενη Κίνα, σε μια εποχή υψηλών τιμών των εμπορευμάτων, είχε οδηγήσει την οικονομία της Βραζιλίας σε μια δυναμική ανάπτυξη της τάξης του 4% ετησίως από το 2002 μέχρι και το 2008. Ήταν, άλλωστε, η εποχή που ο τότε πρόεδρος της αμερικανικής FED Αλαν Γκρίνσπαν, είχε επιλέξει την πολιτική των χαμηλών επιτοκίων, οδηγώντας τεράστιες ροές κεφαλαίων στη Βραζιλία. Μεσολάβησε, όμως, η αντιστροφή της συγκυρίας, με τις τιμές των εμπορευμάτων να έχουν μειωθεί στις διεθνείς αγορές,  καθώς επίσης και η ζήτηση από την επιβραδυνόμενη οικονομία της Κίνας, ενώ μία αύξηση των επιτοκίων στις ΗΠΑ είχε αντιστρέψει τις ροές των κεφαλαίων που εγκατέλειπαν πλέον τη Βραζιλία. 

Σήμερα η οικονομία της Βραζιλίας βρίσκεται κυριολεκτικά μεταξύ «σφύρας και άκμονος», εγκλωβισμένη ανάμεσα σε έναν καλπάζοντα πληθωρισμό και μια οικονομία στα πρόθυρα της ύφεσης.
Την ίδια στιγμή, με τις εκτιμήσεις να μιλούν για συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 1,1% μέσα στο τρέχον έτος, η κεντρική τράπεζα της χώρας επιχειρεί να τιθασεύσει τον πληθωρισμό που καλπάζει σε επίπεδα άνω του 8% και να κρατήσει τους επενδυτές αυξάνοντας διαρκώς τα επιτόκια φέρνοντάς τα στα επίπεδα του Δεκεμβρίου του 2008. Ταυτόχρονα η κυβέρνηση  προσπαθεί να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα 1,2% και να αποφύγει μια ακόμη υποβάθμιση του χρέους της χώρας (η Standard & Poor’s την έχει ήδη υποβαθμίσει πέρυσι σε μια βαθμίδα πάνω από τα ομόλογα «σκουπίδια») υιοθετώντας μια πολιτική λιτότητας με περικοπές στα επιδόματα ανεργίας και στις συντάξεις, που κάθε άλλο παρά ανάπτυξη αναμένεται να φέρουν.
Η «παραπαίουσα» αυτή οικονομική πολιτική, γίνεται αισθητή από τους κατοίκους της χώρας. Πριν από τρία χρόνια, το 57% των Βραζιλιάνων θεωρούσαν την οικονομία τους σε καλή υγεία, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της παγκόσμιας δημοσκόπηση της Ipsos Mori. Τα τελευταία στοιχεία για τον Ιούλιο του τρέχοντος έτους όμως, δείχνουν ότι το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί πλέον στο 12%.
Η αίσθηση αυτή γίνονται ισχυρές προσπάθειες να ανατραπεί, τόσο μέσω της συμμετοχής της χώρας στην ομάδα των BRICS, όσο και με άμεσες ξένες επενδύσεις, την πρωτοκαθεδρία των οποίων κατέχει η Κίνα.


Φαίνεται ότι έχει «κυλήσει αρκετό νερό στο αυλάκι» από τις αρχές του 2011 όταν κάποια σύννεφα είχαν αρχίσει να σχηματίζονται στις σχέσεις των δύο κρατών καθώς, μπορεί μεν η Κίνα να είχε γίνει η χώρα με τις περισσότερες άμεσες επενδύσεις στη μεγαλύτερη οικονομία της Λατινικής Αμερικής, ταυτόχρονα όμως και με τις φτηνότερες εξαγωγές προϊόντων στην Βραζιλία, κυρίως λόγω της υποβάθμισης της αξίας του Γουάν (παραβιάζοντας τους όρους ανταγωνιστικότητας), πλήττονταν η εσωτερική βιομηχανία της Βραζιλίας. Κάτι που είχε οδηγήσει τον Guido Mantega, τον Υπουργό Οικονομικών τότε της Βραζιλίας, να δηλώσει ότι ήταν πιθανή η επανεξέταση της περίπτωσης ανατίμησης του ρεάλ Βραζιλίας.
Η αλήθεια είναι ότι, εδώ και χρόνια, γενικά η Λατινική Αμερική δεν έχει στραμμένο το βλέμμα της στον Βορρά αλλά στην άλλη πλευρά του Ειρηνικού.

Η περιοδεία τον περασμένο Μάιο του κινέζου πρωθυπουργού Λι Κεκιάνγκ σε Βραζιλία, Περού, Κολομβία και Χιλή (τέσσερις χώρες στις οποίες το 2014 αντιστοιχούσε το 57% του όγκου των συναλλαγών Κίνας-Λατινικής Αμερικής) έγινε με σκοπό να καταδείξει ότι ο ασιατικός γίγαντας, παίζοντας στην παγκόσμια σκακιέρα σαν μια μεγάλη οικονομική δύναμη, έχει καταστεί όχι μόνο σημαντικός εμπορικός εταίρος αλλά κι ένας από τους βασικούς μοχλούς για την ανάπτυξη της περιοχής (να θυμίσουμε εδώ ότι την κατασκευή της ανταγωνιστικής προς αυτήν του Παναμά διώρυγα της Νικαράγουα στην Κεντρική Αμερική, έχει αναλάβει κινεζική κατασκευαστική εταιρία). Ταυτόχρονα όμως εξασφαλίζει πολύτιμες πρώτες ύλες έναντι ζεστού και πολλού χρήματος.
Η περιοδεία εκείνη ήρθε ως συνέχεια του «ιστορικού ανοίγματος» του προέδρου Σι Ζινπίνγκ, που τον περασμένο Ιανουάριο φιλοξένησε στο Πεκίνο την πρώτη συνάντηση του Φόρουμ Κίνας - CELAC (Κοινότητα Κρατών Λατινικής Αμερικής και Καραϊβικής). Άλλωστε το Πεκίνο είχε εκφράσει την πρόθεση να χρηματοδοτήσει έργα υποδομής στη Βραζιλία από το καλοκαίρι του 2014, όταν ο Κινέζος πρόεδρος μετέβη στη Φορταλέζα για τη συνάντηση των χωρών BRICS. Τότε είχαν γίνει αναφορές για επενδύσεις ύψους 50 δισ. δολαρίων που σχεδίαζε να υλοποιήσει η Κίνα μόνο στη Βραζιλία, με το σημαντικότερο (και φαραωνικό) έργο υποδομής που επρόκειτο να χρηματοδοτηθεί, να είναι μια σιδηροδρομική γραμμή που θα συνδέει την ακτή της Βραζιλίας στον Ατλαντικό με την ακτή του Περού στον Ειρηνικό.
Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια άλλωστε από τότε που διαβάζαμε τίτλους όπως «η Κίνα αγοράζει τον κόσμο» ή ο «ασιατικός δράκος δείχνει τα δόντια του».

Η Κίνα, είχε όντως μια φανταστική περίοδο ανάπτυξης. Τα τελευταία 30 χρόνια ήταν εντυπωσιακά, αν και πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι Κινέζοι ξεκίνησαν από ένα πολύ χαμηλό σημείο. Στην αρχή η επίτευξη ανάπτυξης ήταν εύκολη. Ήταν δύσκολο για την Κίνα να τα πάει χειρότερα.
Ήταν τότε που η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη κρατούσε σταθερά το τιμόνι της παγκόσμιας ανάκαμψης, με ρυθμούς άνω του 8-10%, εξασφάλιζε τεράστιες εισροές χρήματος και προχωρούσε η ίδια σε εντυπωσιακές επενδύσεις, ιδιαίτερα στη δοκιμαζόμενη και διψασμένη για κεφάλαια Ευρώπη. Ένα «θαύμα», που σήμερα αμφισβητείται έντονα.
Ο μετασχηματισμός της κινεζικής οικονομίας, τον οποίο το Stratfor έχει προβλέψει και αναλύσει εδώ και χρόνια, προσελκύει τώρα το ενδιαφέρον των ΜΜΕ.
Με τη συντριπτική πλειοψηφία των επενδυτών -94%- να εκτιμά ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την παγκόσμια οικονομία προέρχεται από την Κίνα, σύμφωνα με έρευνα της αμερικανικής εφημερίδας Wall Street Journal, και με δεδομένη την εξαιρετικά περιορισμένη συμμετοχή ξένων επενδυτών στις κινεζικές αγορές, η ελεύθερη πτώση των κινεζικών χρηματιστηρίων πριν λίγο καιρό, μπορεί να πλήξει τις επιχειρήσεις και την κατανάλωση, επιτείνοντας την επιβράδυνση της δεύτερης οικονομίας στον κόσμο.
Όπως επισημαίνει η BNP Paribas, η πτώση των κινεζικών μετοχών «συνεπάγεται μείωση του πλούτου των καταναλωτών αλλά και της εμπιστοσύνης και επομένως πτώση της κατανάλωσης». Στην περίπτωση αυτή θα πληγεί η κινεζική οικονομία, που ενδέχεται να αναπτυχθεί φέτος με ρυθμό κάτω από 7%.


Σύμφωνα δε με το Bloomberg , τα ανεξόφλητα δάνεια για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά διαμορφώθηκαν σε επίπεδα ρεκόρ 207% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος στο τέλος Ιουνίου, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από το 125% του 2008.
Τον ίδιο μήνα, ο διαχειριστής του ταμείου της BlackRock σημειώνει ότι υπήρχαν μόνο τέσσερις άλλες περιπτώσεις πιστωτικής επέκτασης τέτοιου μεγέθους παρόμοιες με αυτή που παρατηρείται στην Κίνα τα τελευταία 50 χρόνια. Όλες οδήγησαν σε τραπεζική κρίση.
Σειρά πήρε ο νομπελίστας οικονομολόγος Paul Krugman. «Τα σημάδια είναι πλέον ξεκάθαρα», γράφει σε άρθρο του στους New York Times. «Η Κίνα αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα. Δεν πρόκειται για κάποιο ανεπαίσθητο πισωγύρισμα, αλλά για κάτι πιο θεμελιώδες. Ολόκληρο το μοντέλο παραγωγής της χώρας, το οικονομικό σύστημα που οδήγησε σε τρεις δεκαετίες απίστευτης ανάπτυξης, έφθασε στα όριά του.»
Εν τω μεταξύ, η Goldman Sachs «έκοψε» την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη της χώρας στο 7,4%.

Η αλήθεια είναι ότι ένας βασικός παράγοντας που έκρυβε την εξασθένιση της οικονομίας της χώρας, είναι τα «κινέζικα στατιστικά» τα οποία -σύμφωνα με τον Krugman- είναι τα πλέον αναξιόπιστα. Η Κίνα είναι μια τεράστια χώρα σε έκταση και πληθυσμό. Η συγκέντρωση πληροφοριών για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται θα ήταν πολύ δύσκολο εγχείρημα, ακόμα και αν η χώρα είχε την πρόθεση να το πραγματοποιήσει.
Με τους Νew York Times, το Barrons και την Goldman Sachs να ανακοινώνουν σχεδόν ταυτόχρονα ότι η οικονομική κατάσταση στην Κίνα είναι από απογοητευτική ως και στα πρόθυρα της κατάρρευσης, αλλάζουν πολλά στον τρόπο που σκέφτεται η κοινή γνώμη για την Κίνα. Η συζήτηση μετατοπίζεται πλέον από τις προβλέψεις για το πόσο γρήγορα η χώρα θα ξεπεράσει τις ΗΠΑ, στον προβληματισμό για το μέγεθος των συνεπειών από ένα κινεζικό κραχ.

Όταν μάλιστα το Stratfor τονίζει ότι «έχουμε περάσει από την αντίληψη πως δεν υπάρχει κάτι που οι Κινέζοι δεν μπορούν να λύσουν, στη συνειδητοποίηση ότι η Κίνα βρίσκεται σε αδιέξοδο», μπορούμε μάλλον να εικάσουμε με βεβαιότητα ότι «οι Κινέζοι έχουν παγιδευτεί». Αν συνεχίσουν τον επιθετικό δανεισμό σε αποτυχημένες επιχειρήσεις, θα έχουν πληθωρισμό. Το κόστος θα αυξηθεί και οι εξαγωγές της χώρας θα γίνουν λιγότερο ανταγωνιστικές, την ώρα που ήδη υποχωρούν λόγω της ύφεσης στην Ευρώπη και της αδυναμίας στις ΗΠΑ. Από την άλλη πλευρά, αν αφήσουν επιχειρήσεις να καταρρεύσουν θα έχουν ανεργία. Και το Πεκίνο φοβάται την ανεργία και τις κοινωνικές επιπτώσεις που απορρέουν από αυτήν.


Όλα δείχνουν ότι δεν μπορούν να αποφύγουν τις συνέπειες της οικονομικής τους πραγματικότητας και όσο πιο μακριά μεταθέτουν τη μέρα της κρίσης τόσο πιο δύσκολο θα είναι να ανακάμψουν από αυτήν. Την έχουν ήδη αναβάλει πολύ περισσότερο από όσο θα έπρεπε. Θα την ανέβαλλαν κι άλλο αν μπορούσαν να στηρίξουν αποτυχημένες επιχειρήσεις με δάνεια. Δεν μπορούν να το κάνουν αυτό για πολύ ακόμα, αν δεν θέλουν να έχουν το τέλος που είχε το σοβιετικό μοντέλο.
Το κλειδί, σύμφωνα πάντα με το Stratfor, είναι να γίνει κατανοητό ότι αν η Κίνα δεν καταφέρει να λύσει τα προβλήματά της χωρίς πολιτικές συνέπειες θα προσπαθήσει να επιμηκύνει την οικονομική πτώση. Ο προφανής οικονομικός αντίκτυπος στον υπόλοιπο κόσμο θα πλήξει τα βιομηχανικά αγαθά, όπως τα σιδηρομεταλλεύματα, βασικό εξαγωγικό προϊόν της … Βραζιλίας.

Στα τέλη του περασμένου Μαΐου τώρα, στο συνέδριο του Ρωσικού Συμβουλίου Διεθνών Υποθέσεων που διεξήχθη στη Μόσχα και το οποίο ήταν αφιερωμένο στις ρωσο-κινεζικές σχέσεις, πολλά ελέχθησαν για την εμφάνιση ενός νέου τύπου συνεργασίας με το Πεκίνο.
Σύμφωνα με όσα συζητήθηκαν εκεί, στους στόχους των δύο χωρών είναι η δημιουργία Τράπεζας ανάπτυξης και ένα νέο νόμισμα, με σκοπό τη δημιουργία μιας μεγάλης Ευρασίας που θα περιλαμβάνει και ισχυρούς παίκτες, όπως την Ινδία, το Ιράν και άλλες χώρες.
Λίγους μήνες μετά, τον Ιούλιο, σε δηλώσεις του στο RIA Novosti, ο πρέσβης της Κίνας στη Ρωσία Λι Χουί ανέφερε ότι στόχος των δύο χωρών είναι η αύξηση του όγκου του διμερούς εμπορίου στα 100 δισ. δολάρια το 2015.
 «Ο όγκος του διμερούς εμπορίου κατά το προηγούμενο έτος έφτασε τα 95,2 δισ. δολάρια. Φέτος θα εκτελέσουμε τις οδηγίες του προέδρου μας και θα φτάσουμε τις εμπορικές συναλλαγές έως τα 100 δισεκατομμύρια. Και θα προσπαθήσουμε να επιτύχουμε αυτό τον στόχο», ανέφερε ο Κινέζος πρέσβης.
Η δήλωση πραγματοποιήθηκε μετά τη συμφωνία που υπεγράφη μεταξύ του Moscow Exchange (MOEX) και την China Financial Futures Exchange (CFFEX) με στόχο να ενισχύσει τους οικονομικούς δεσμούς ανάμεσα στη Μόσχα και το Πεκίνο.
Την ίδια ακριβώς περίοδο τα διεθνή ΜΜΕ είχαν επικεντρώσει το παγκόσμιο ενδιαφέρον στην ελεύθερη πτώση των μετοχών στα κινεζικά χρηματιστήρια, με τίτλους όπως «Θύελλα στην Κίνα», «Τι κρύβει το κραχ στα κινεζικά χρηματιστήρια», «Συνεχίζεται ο κατήφορος …» κ.α.

Είναι βέβαιο ότι όλοι οι «παίκτες» της αγοράς γνωρίζουν πλέον ότι από τον περασμένο Μάιο η Ρωσία έγινε η μεγαλύτερη προμηθεύτρια της Κίνας σε πετρέλαιο, υποσκελίζοντας τη Σαουδική Αραβία, καθώς εντείνεται η μάχη για την κατοχύρωση μεριδίων στην αγορά του δεύτερου μεγαλύτερου καταναλωτή πετρελαίου στον κόσμο.
Η Ρωσία έγινε ο μεγαλύτερος προμηθευτής της Κίνας για πρώτη φορά από το 2005, καθώς αναζητεί νέες αγορές μετά τις κυρώσεις που επέβαλε η Δύση εξαιτίας της διαμάχης στην Ουκρανία. Η Σαουδική Αραβία έχασε την πρώτη θέση στην κινεζική αγορά για πρώτη φορά, ύστερα από 13 μήνες και, όπως σχολιάζει ο Γκόρντον Κουάν, αναλυτής της Nomura στο Χονγκ Κονγκ, «Αν θέλει η Σαουδική Αραβία να ξανακερδίσει την πρώτη θέση, θα πρέπει να αποδεχτεί το γιουάν για πληρωμές πετρελαίου αντί μόνο το δολάριο» όπως το αποδέχτηκε η Ρωσία.
Καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη η αλλαγή οικονομικού μοντέλου στην Κίνα, με τον ΟΟΣΑ (και όχι μόνο) να προεξοφλεί περαιτέρω επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας, με τον τομέα των υπηρεσιών να επωμίζεται σημαντικότερο ρόλο υποκαθιστώντας τις επενδύσεις και την αγορά ακινήτων ως κύριο μοχλό της οικονομίας, ο Οργανισμός προβλέπει πως θα βρεθούν άλλες αναδυόμενες οικονομίες, με τη Ρωσία και τη Βραζιλία να ανακάμπτουν σε θετικούς -έστω και χαμηλούς- ρυθμούς ανάπτυξης το 2016.


Μόλις τον Απρίλιο φέτος άλλωστε η Παγκόσμια Τράπεζα προχώρησε στην παραδοχή ότι «τα χειρότερα πέρασαν για τη ρωσική οικονομία» συμφωνώντας με το σχόλιο του Ρώσου προέδρου, Βλ. Πούτιν ότι η Ρωσία έχει καταφέρει να ξεπεράσει το χειρότερο από τις σημερινές οικονομικές δυσκολίες της, εξαιτίας της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής της κυβέρνησης.
Ωστόσο η αντιπρόεδρος για την Ευρώπη και την Κεντρική Ασία της Παγκόσμιας Τράπεζας, Άσια Τακ προειδοποίησε ότι η ύφεση δεν έχει τελειώσει ακόμα και η Ρωσία είναι πιθανό να αντιμετωπίσει μια σειρά από οικονομικές προκλήσεις στο μέλλον.
Και είναι αλήθεια. Αν κάποιος «χαράξει την επιφάνεια», είναι σαφές ότι σε άλλους οικονομικούς δείκτες, η εικόνα είναι λιγότερο ευνοϊκή. Οι τιμές-πληθωρισμός συνεχίζουν να αυξάνονται και η βιομηχανική παραγωγή, αν και ενισχύθηκε από την εξασθένηση του ρουβλίου, παραμένει αναιμική. Οι επενδύσεις, το ποσοστό επί του ΑΕΠ των οποίων είναι ήδη αρκετά χαμηλά, εξακολουθούν να μειώνονται ταχύτατα. Στο σύνολό τους, οι δείκτες αυτοί της δραστηριότητας στην πραγματική οικονομία ανάγκασαν τον Ρώσο πρωθυπουργό Ντ. Μεντβέντεφ κατά την ετήσια ομιλία του στο κοινοβούλιο στις 21 Απριλίου να αναφέρει ότι το ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε κατά 2% το πρώτο τρίμηνο του έτους. Και μπορεί μεν ο κ. Μεντβέντεφ να διαβεβαίωσε τον ρωσικό λαό ότι η οικονομική ομάδα του είχε τα πάντα υπό έλεγχο, ότι η ύφεση θα είναι ήπια, και ότι η ανάπτυξη θα συνεχιστεί το 2016, έως τις 21 Μαΐου όμως τα πράγματα φαίνονταν λιγότερο ρόδινα. Το υπουργείο Οικονομικών ανέφερε ότι στο πρώτο τρίμηνο η μείωση του ΑΕΠ ήταν μεταξύ 3,5 και 3,7%, ενώ μία εβδομάδα αργότερα, η κρατική αναπτυξιακή τράπεζα της Ρωσίας, VEB, ανέφερε ότι το πρώτο τρίμηνο το ΑΕΠ της Ρωσίας είχε μειωθεί κατά 4,3% !

Η αλήθεια είναι ότι κατά τη διάρκεια του περασμένου χειμώνα ένας συνδυασμός ραγδαίας πτώσης των τιμών του πετρελαίου, η αυξημένη γεωπολιτική αβεβαιότητα και οι τεράστιες εκροές ιδιωτικών κεφαλαίων, αρκούσαν για να δημιουργήσουν μια απτή αίσθηση του πανικού στη ρωσική οικονομία. 
Σήμερα, η ανάκαμψη για το ρούβλι έχει πλέον δώσει στη Ρωσία κάποια αίσθηση ανακούφισης και συνέβαλε σε μια πιο αισιόδοξη ματιά για ευοίωνες οικονομικές προοπτικές. Έχει στρέψει όμως την προσοχή μακριά από την ανάγκη να αντιμετωπιστεί ο αυξανόμενος κατάλογος των σοβαρών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα.
Εάν δε στην «εξίσωση» προσθέσει κανείς τις υποθέσεις α) της κατάστασης στην Ουκρανία με τη συμφωνία Μινσκ ΙΙ να παραμένει εύθραυστη αλλά τουλάχιστον να φαίνεται ότι έχει συμβάλει στην πρόληψη από την περαιτέρω κλιμάκωση της σύγκρουσης στη νοτιοανατολική Ουκρανία, και β) ότι οι τιμές του πετρελαίου είναι πιθανό να μειωθούν και πάλι, μετά μάλιστα την συμφωνία της Τεχεράνης και των έξι μεγάλων δυνάμεων για τα πυρηνικά του Ιράν που (εν καιρώ) θα οδηγήσει στην άρση του εμπάργκο, κάτι που θα προσθέσει σημαντικές ποσότητες πετρελαίου στην διεθνή αγορά (υπολογίζεται ότι θα ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο βαρέλια την ημέρα με τις περσικές εξαγωγές πετρελαίου να εκτιμάται ότι θα αυξηθούν μέσα σε ένα χρόνο κατά 60%), η εμπιστοσύνη στη ρωσική οικονομία θα μπορούσε να εξατμιστεί το ίδιο γρήγορα, όσο επέστρεψε κατά τους τελευταίους μήνες.
Με τους φορείς λοιπόν χάραξης πολιτικής στη Ρωσία να γνωρίζουν ότι οι τιμές του πετρελαίου επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από παράγοντες εκτός του ελέγχου της, και με τον κίνδυνο η πολιτική απάντηση στην οικονομική ύφεση και τις οικονομικές κυρώσεις της Δύσης να προκαλούν σκέψεις για την αύξηση του κρατικού ελέγχου που θα κάνουν την οικονομία της χώρας πιο εσωστρεφή, εδώ και αρκετούς μήνες η Ρωσία έχει στρέψει την προσοχή της στη μοναδική πραγματικά αναδυόμενη και με άριστες προοπτικές ανάπτυξης χώρα-σύμμαχό της στην ομάδα των BRICS. Την Ινδία.

Τον Δεκέμβριο ήδη του περασμένου έτους σε συνέντευξή του στο ινδικό ειδησεογραφικό πρακτορείο PTI, ενόψει της επίσκεψης του στο Νέο Δελχί, ο Ρώσος πρόεδρος Βλ. Πούτιν δήλωσε πως «η Ρωσία στα πλαίσια της ενίσχυσης της στρατηγικής συνεργασίας της χώρας με την Ινδία στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας, έχει τη δυνατότητα να οικοδομήσει και άλλες πυρηνικές μονάδες στην Ινδία».


Δήλωση που ήρθε να επιβεβαιώσει ο πρωθυπουργός της Ινδίας Ν. Μόντι, όταν σε συνέντευξη τύπου αμέσως μετά τη συνάντησή του με τον Ρώσο πρόεδρο, δήλωσε ότι «Έχουμε περιγράψει ένα φιλόδοξο σχέδιο για την παραγωγή ηλεκτρισμού από πυρηνική ενέργεια με τουλάχιστον 10 αντιδραστήρες ακόμη».
Είναι βέβαιο ότι με τον Βλ. Πούτιν να αναζητά νέες αγορές για τους φυσικούς πόρους της Ρωσίας, ο Ρώσος πρόεδρος θα επιδιώξει να ενισχύσει την «προνομιακή στρατηγική σχέση» για περισσότερους ρωσικής κατασκευής αντιδραστήρες για πυρηνικούς σταθμούς ενέργειας στην Ινδία.
Η Μόσχα όμως επιδιώκει και την αύξηση των επενδύσεων από την Ινδία σε ρωσικά έργα πετρελαίου και φυσικού αερίου. Συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που διερευνώνται στην Αρκτική.

 Μόλις τον περασμένο Ιούλιο άλλωστε ο πρέσβης της Ινδίας στη Ρωσία, κατά την διάρκεια του οικονομικού φόρουμ της Αγ. Πετρούπολης, δήλωσε ότι η χώρα του είναι πρόθυμη να επενδύσει στην παραγωγή άνθρακα και υδρογονανθράκων της Ρωσίας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι προτάσεις θα συγκεκριμενοποιηθούν αυτό το φθινόπωρο, ενώ οι δύο πλευρές συζητούν επίσης το ενδεχόμενο να εμπορεύονται στο εξής με τα εθνικά τους νομίσματα, κάτι που επιβεβαιώνει τη συμφωνία του περασμένου Δεκεμβρίου μεταξύ των δύο χωρών για την αντικατάσταση του δολαρίου με το ρούβλι στις εμπορικές τους συναλλαγές.
Κι όλα αυτά όταν τον Φεβρουάριο μόλις του 2014 ο ρυθμός ανάπτυξης της Ινδίας είχε μειωθεί σχεδόν κατά το ήμισυ από το 2010, ο πληθωρισμός της παρέμενε σε υψηλά επίπεδα, η διαφθορά αποτελούσε σοβαρό πρόβλημα και ο κύκλος των επενδύσεων είχε σχεδόν καταρρεύσει. Ήταν λοιπόν φυσικό όταν οι ψηφοφόροι κλήθηκαν να προσδιορίσουν ποια θέματα θα καθορίσουν την ψήφο τους στις κάλπες του Απριλίου του ίδιου χρόνου, να τοποθετούν την οικονομική ανάπτυξη, τον πληθωρισμό και την διαφθορά στην κορυφή της λίστας τους. Το BJP, με την καθαρά ινδουιστική εθνικιστική ιδεολογία του και την καλή κυβερνητική ρητορική του και με ηγέτη τον πρωθυπουργό τότε τού κρατιδίου Γκουτζαράτ, Ναρέντρα Μόντι, κέρδισε τις εκλογές. Αυτό οφειλόταν ως επί το πλείστον στην χρεοκοπία των ιδεών της κυβέρνησης του Κόμματος τού Κογκρέσου σχετικά με την αναζωογόνηση της οικονομίας, αλλά και στις επιτυχημένες επιδόσεις τού Μόντι στο κρατίδιο Γκουτζαράτ.
Παρ’ ολ’ αυτά, όταν στην προεκλογική του εκστρατεία ο Μόντι είπε ότι θα φέρει σε εθνικό επίπεδο το οικονομικό μοντέλο της ελεύθερης αγοράς που εγκαθίδρυσε στο Γκουτζαράτ, η υπόσχεση αυτή είχε αντιμετωπιστεί με σκεπτικισμό, για δύο λόγους. Πρώτον, ο Μόντι αντιμετώπιζε πίεση από ορισμένες εκλογικές περιφέρειες στο πλαίσιο τού BJP, να κάνει πιο ήπιο το δόγμα του υπέρ της ελεύθερης αγοράς κι αυτό γιατί, παρά το υπέρ τού επιχειρείν προφίλ του, το BJP ήταν πάντα ένα ασυνήθιστο μείγμα οπαδών της ελεύθερης αγοράς και συντηρητικών ινδουιστών που ενστερνίζονται την swadeshi (αυτάρκεια). Δεύτερον, ενώ έτρεχε η προεκλογική εκστρατεία, ο ίδιος ο Μόντι είχε πάρει συχνά πολιτικές θέσεις σε αντίθεση με το ιστορικό του στο Γκουτζαράτ. Για παράδειγμα, η κριτική του προς την κυβέρνηση του Κογκρέσου για την μεγάλης κλίμακας επέκταση των επιδοτήσεων των τροφίμων το 2013 δεν ήταν ότι θα πρέπει να καταργηθούν, αλλά ότι δεν είναι αρκετά εκτεταμένες.
Η αλήθεια είναι ότι κατά την τελευταία δεκαετία, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της Ινδίας ήταν έντονα ανομοιογενής. Η πορεία αυτή συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στο να κερδίσει με ευκολία την εξουσία ο Ν. Μόντι. Εάν όμως ο νέος πρωθυπουργός επιδιώκει όντως να εκπληρώσει τα όσα υποσχέθηκε για την αναζωογόνηση της Ινδίας, τότε θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις διαφορετικές μορφές ανισότητας, οι οποίες εκπηγάζουν από τη γεωγραφική ιδιομορφία της χώρας του. Σύμφωνα με όσα αποτυπώνει μελέτη της McKinsey τον Δεκέμβριο του 2014, έως το 2025 μόνον οκτώ από τις 29 συνολικά πολιτείες της Ινδίας θα αρκούν για να καλύψουν το 52% της συνεχώς αυξανόμενης οικονομικής ανάπτυξης. Εάν προσθέσουμε σε αυτό και τις τέσσερις πόλεις-πολιτείες (από τις επτά συνολικά), οι οποίες έχουν και τις καλύτερες επιδόσεις, τότε η αναλογία διευρύνεται στο 57%. Όλες μαζί αυτές οι πολιτείες και οι πόλεις όμως, φιλοξενούν μόλις το 30% του πληθυσμού της Ινδίας, ο οποίος υπερβαίνει το ένα δισεκατομμύριο.

Μέχρι το 2025, σύμφωνα πάντα με τη ΜcKinsey, αυτοί οι προνομιούχοι πολίτες θα απολαμβάνουν αξιοζήλευτο επίπεδο ζωής. Οι πλουσιότερες περιοχές θα εμφανίσουν ένα κατά κεφαλήν ΑΕΠ (με όρους αγοραστικής δύναμης) της τάξεως των 32.000 δολαρίων, όπως ισχύει σήμερα για την Ισπανία,. Η περιοχή της πρωτεύουσας του Νέου Δελχί θα φθάσει τα σημερινά επίπεδα του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ρωσίας, το οποίο σημαίνει εισόδημα 24.000 δολαρίων, ενώ οι κάτοικοι των πολιτειών της Μαχαράστρας, της Γκουχάρατ, της Χαριάνας και της Κεράλας θα είναι το 2025 σχεδόν όσο πλούσιοι είναι σήμερα οι Βραζιλιάνοι των 14.000 δολαρίων. Οι υπόλοιποι, οι οποίοι θα ανήκουν στην ίδια κατηγορία της υψηλής οικονομικής ανάπτυξης, θα παρουσιάσουν κατά κεφαλήν ΑΕΠ της τάξεως των 10.000 δολαρίων, σχεδόν ισοδύναμο με το σημερινό της Κίνας.

Το πρόβλημα έγκειται στο ότι καμία από τις τεράστιες και πυκνοκατοικημένες πολιτείες στην κεντρική και την ανατολική Ινδία δεν εμφανίζεται σε αυτές τις προβλέψεις των υψηλών οικονομικών επιδόσεων.
Ιδού, λοιπόν, ποια είναι η πρόκληση για τον Ναρέντρα Μόντι. Θεωρητικά σε μία δημοσιονομική και νομισματική ένωση, όπως η Ινδία, οι πλουσιότερες πολιτείες μπορούν εμπράκτως να επιδοτήσουν τις φτωχότερες διαμέσου της διοχέτευσης εσόδων για τη χρηματοδότηση των υποδομών, της εκπαίδευσης και της υγείας, καθώς και της βιομηχανικής ανάπτυξης. Την ίδια στιγμή, οι μετανάστες θα μετακινηθούν προς τις περιοχές όπου υπάρχει προσφορά εργασίας, αποκλιμακώνοντας τις πληθυσμιακές πιέσεις στον τόπο καταγωγής τους και στέλνοντας εκεί εμβάσματα αναγκαία για την τόνωση της τοπικής οικονομίας. Θεωρητικά ο κ. Μόντι μπορεί να υποχρεώσει τις πολιτείες να μοιραστούν τα έσοδά τους.
Φαίνεται όμως ότι η νέα κυβέρνηση της Ινδίας είχε πάρει πολύ σοβαρά την υπόθεση της οικονομίας της χώρας στα χέρια της.
Τον Απρίλιο μόλις του 2015, ένα χρόνο μετά τις εκλογές που είχε κερδίσει, τα δεδομένα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου έκαναν λόγο για μία οικονομία η οποία αναπτύσσεται ταχύτερα από εκείνη της Κίνας, καθώς και από οποιαδήποτε άλλη μείζονα οικονομία στον κόσμο. Με αυτούς τους ρυθμούς, θα ξεπερνούσε σε μέγεθος την οικονομία της Ρωσίας, ενώ το 2016 αναμένεται να φτάσει την οικονομία της Βραζιλίας.
Η Ινδία φαίνεται να τα πηγαίνει καλά εν μέσω μιας εύθραυστης περιόδου για την παγκόσμια οικονομία. Ενώ οι περισσότερες αναδυόμενες οικονομίες παλεύουν να αντισταθμίσουν το ισχυρό δολάριο και τις πτωτικές τιμές των εμπορευμάτων, η ινδική οικονομία προχωράει μπροστά, κάτι που έκανε τη Moody’s να αναβαθμίσει την αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας.

Το οικονομικό αυτό «νέο θαύμα» έχει προκαλέσει ένθερμες δηλώσεις ακόμη και από παραδοσιακά επιφυλακτικούς παράγοντες της αγοράς όπως ο Αμέρ Μπισάτ, γενικός διευθυντής χαρτοφυλακίου σταθερού εισοδήματος αναδυόμενων αγορών στην BlackRock , ο οποίος ανέφερε ότι «Έχει απελευθερωθεί το αναπτυξιακό δυναμικό της Ινδίας. Τα επόμενα χρόνια θα είναι πολύ θετικά για τη χώρα», αλλά και ο Νικ Σμίθι, επικεφαλής επενδυτικής στρατηγικής στην Emerging Global Advisors, με δηλώσεις του τύπου «Η Ινδία παίρνει τη σκυτάλη της ηγεσίας των αναδυόμενων αγορών -και ίσως και της παγκόσμιας ανάπτυξης- από την Κίνα. Στην Ινδία υπάρχει το δυναμικό για μια επιτάχυνση της ανάπτυξης τη στιγμή που η ανάπτυξη επιβραδύνεται στον υπόλοιπο κόσμο».

Στην ετήσια έκθεσή του για την παγκόσμια οικονομία το ΔΝΤ,  προέβλεψε ότι η Ινδία θα υπερβεί φέτος για πρώτη φορά την Κίνα σε ανάπτυξη, ο Ινδός υπουργός Οικονομικών τολμά να προσβλέπει σε διψήφιους ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ η  Moody’s επικροτεί τις επιλογές της κυβέρνησης Ν. Μόντι και συγκεκριμένα την απελευθέρωση της τιμής της βενζίνης και την άρση της απαγόρευσης στην εξόρυξη σιδηρομεταλλεύματος, καθώς εκτιμά πως θα ωφελήσει τους τομείς των διυλιστηρίων, των μετάλλων, του χάλυβα και τις βιομηχανίες παραγωγής ενέργειας. Σε ότι αφορά το φθηνό πετρέλαιο, προεξοφλεί πως θα μειωθεί το λειτουργικό κόστος τομέων όπως οι αυτοκινητοβιομηχανίες, η μεταποίηση, οι υποδομές και η παραγωγή ενέργειας, έστω κι αν πρόκειται να επιβαρύνει τα οικονομικά των ινδικών εταιρειών πετρελαίου και φυσικού αερίου και των χημικών βιομηχανιών.
Too good to be true ?! Ίσως …

Μπορεί η Ινδία να επιχαίρει για την επιταχυνόμενη ανάπτυξη της οικονομίας της σε σχέση με τους μεγαλύτερους «γείτονές» της, η Κεντρική Στατιστική Υπηρεσία της χώρας όμως, τον περασμένο Μάιο, αναθεώρησε απότομα την αύξηση του ΑΕΠ στο 6,6% από 7,5% της προηγούμενης πρόβλεψης.
"Εκ πρώτης όψεως, τα στοιχεία του ΑΕΠ για το τρίμηνο Ιανουαρίου-Μαρτίου δείχνουν ότι η Ινδία είναι η μεγαλύτερη και ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία στον κόσμο", δήλωσε ο Shilan Shah, Ινδός οικονομολόγος της Capital Economics.
«Στην πραγματικότητα όμως, τα στοιχεία για το ΑΕΠ παραμένουν σε άγρια ​​αντίθεση με πολλούς άλλους δείκτες που δείχνουν μία συνεχιζόμενη υποτονικότητα της οικονομίας».
Οι οικονομολόγοι είχαν ήδη έναν σκληρό αγώνα «συμφιλίωσης» των τίτλων των αριθμών με τη «μελαγχολική» εικόνα των εταιρικών κερδών, την αδύναμη βιομηχανική δραστηριότητα και μία απατηλή ανάκαμψη των τραπεζικών πιστώσεων.
«Υπάρχουν μεθοδολογικά ζητήματα», δήλωσε ο DK Joshi, επικεφαλής οικονομολόγος της Crisil, για να συμπληρώσει «Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο υπάρχει μια διαφορά μεταξύ των δεικτών όγκου και των δεικτών αξίας τα οποία χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο για τον υπολογισμό του ΑΕΠ.»

Την εικόνα ήρθε να περιπλέξει ο διοικητής της Αποθεματικής Τράπεζας της Ινδίας (RBI) Ραγκουράμ Ρατζάν, ο οποίο χαίρει μεγάλης εκτίμησης τόσο στη χώρα όσο και στο εξωτερικό, προκαλώντας  την προσοχή  όταν δήλωσε ότι η οικονομία της χώρας παρουσίαζε ακόμη αργούς ρυθμούς στην ανάπτυξή της, αλλά και ο Πραντζούλ  Μπαντάρι, επικεφαλής οικονομολόγος της Ινδίας στην HSBC, ο οποίος ανέφερε ότι «περίπου το 60% της οικονομίας της χώρας δεν δείχνει σημάδια βελτίωσης από την επιβράδυνση». Υπάρχουν λοιπόν κι εκείνοι που πιστεύουν ότι η Ινδία δεν λειτουργεί «με πλήρη ατμό». Αυτό όμως μπορεί απλά να σημαίνει ότι οι προοπτικές ακόμη μεγαλύτερης από την παρατηρούμενη (όποια κι αν είναι) ανάπτυξη της οικονομίας, είναι στην πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερες.
Τι θα μπορούσε να κάνει ο κ. Μόντι για να άρει τις όποιες αμφιβολίες ; Θα μπορούσε (πχ) λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι ορισμένες από τις υστερούσες πολιτείες είναι εγκλωβισμένες λόγω τοπογεωγραφίας (όπως αναφέρθηκε πιο πάνω) και δεν δελεάζουν το επενδυτικό κοινό, βρίσκονται όμως στις γόνιμες πεδιάδες του Γκανγκέτικ και έχουν ισχυρές αγροτικές οικονομίες, να άρει τις αντιρρήσεις της στις ξένες επενδύσεις στο λιανεμπόριο των πολλαπλών εμπορικών σημάτων, ώστε νέες δραστηριότητες θα συνέδεαν τους αγρότες των εν λόγω πολιτειών με τις σύγχρονες τροφοδοτικές αλυσίδες και θα αύξαναν τα εισοδήματά τους.

Ένας προβληματισμός που μάλλον θα ηχούσε ευχάριστα στα ώτα του προέδρου της Νότιας Αφρικής Τζέικομπ Ζούμα.


«Οι αριθμοί λένε ότι κάτι πρέπει να γίνει, και μάλιστα γρήγορα», λέει Πάλι Λεχόχλα, επικεφαλής της στατιστικής υπηρεσίας της Νότιας Αφρικής.
Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε στις 26 Μαΐου, το ετήσιο ΑΕΠ αυξήθηκε μόνο κατά 1,3% κατά τους πρώτους τρεις μήνες του τρέχοντος έτους σε σύγκριση με το 4,1% που είχε επιτευχθεί το τέταρτο τρίμηνο του 2014.
Με την ανεργία να παραμένει στα ύψη, τις συνεχιζόμενες ελλείψεις σε ηλεκτρική ενέργεια, με τις διακοπές ρεύματος να βυθίζουν ολόκληρες γειτονιές στο σκοτάδι αρκετές φορές την εβδομάδα, αλλά να προκαλούν και επιβράδυνση της οικονομίας, την δημόσια επιχείρηση ηλεκτρισμού ΕSKOM να προτείνει προς την Ανεξάρτητη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (Nersa) την … αύξηση της τιμής του οικιακού ηλεκτρικού ρεύματος από τον Αύγουστο κατά 25,3%, και την αδύναμη οικονομία να υποδαυλίζει την κοινωνική αναταραχή και την δημόσια βία, τις απεργίες στα μεταλλωρυχεία το 2014 σε συνδυασμό με τη διολίσθηση των τιμών των μετάλλων που οδήγησαν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο  να μειώσει τις προβλέψεις για τον ρυθμό ανάπτυξης της Ν. Αφρικής στο 2,1% για το 2015 από 2,3% προηγουμένως, ήταν φυσικό οι οίκοι αξιολόγησης να έχουν προειδοποιήσει ότι η Νότια Αφρική κινείται επικίνδυνα κοντά στο καθεστώς χαρακτηρισμού των ομολόγων της σε junk (σκουπίδια).
Μέχρι στιγμής η κυβέρνηση του προέδρου Ζούμα έχει δείξει λίγα σημάδια ότι είναι σε θέση να βελτιώσει την κατάσταση. Το κυβερνών κόμμα του Εθνικού Αφρικανικού Κογκρέσου, έχει βυθιστεί σε εσωτερικές πολιτικές διαμάχες, αν μη τι άλλο για το αν θα συνεχίσει την καπιταλιστική ή σοσιαλιστική οικονομία. Το πολυδιαφημισμένο  Εθνικό Σχέδιο Ανάπτυξης της κυβέρνησης, μια στρατηγική φιλική προς την αγορά για την ενθάρρυνση των επενδύσεων και της ανάπτυξης, αγνοείται σε μεγάλο βαθμό. Η αύξηση μόλις 2% του ΑΕΠ που αναμένεται το 2015, φαντάζει ελάχιστη όταν η οικονομία χρειάζεται να αναπτυχθεί κατά τουλάχιστον 5% ετησίως για τη μείωση της ανεργίας.

Μακρινό όνειρο φαντάζει πλέον η εκτόξευση της οικονομίας της χώρας στα τέλη της δεκαετίας του ‘90. Η πρωτόγνωρη οικονομική ανάπτυξη είχε βασισθεί κυρίως στις εξαγωγές χρυσού και άλλων πολύτιμων μετάλλων, μιας πλούσιας σε ορυκτούς πόρους χώρα.
Το 2011 η χώρα έγινε μέλος στην ομάδα των BRICS, ενώ σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το 2012 η Νότια Αφρική ήταν η 28η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, με γνώμονα το μέγεθος του ΑΕΠ. Με επενδύσεις σε γειτονικές χώρες, κυρίως στον ενεργειακό τομέα, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην σύσταση της Αφρικανικής Ένωσης, η οποία αντικατέστησε τον Οργανισμό Αφρικανικής Ενότητας.
Ο ολοένα και αυξανόμενος περιφερειακός ρόλος της Νοτίου Αφρικής όμως, τροφοδοτεί την καχυποψία ιδίως της Αγκόλας και της Νιγηρίας, οι οποίες είναι ανταγωνιστικές δυνάμεις και αντιτίθενται σφοδρά σε τυχόν άσκηση ηγεμονίας από πλευράς της Πρετόρια.
Πέραν τούτου ο περιφερειακός ρόλος της Νοτίου Αφρικής υπονομεύεται από τα ίδια της τα εσωτερικά προβλήματα. Η χώρα (όπως έχει ήδη αναφερθεί) μαστίζεται από μεγάλο ποσοστό ανεργίας της τάξης του 25% περίπου αλλά και μεγάλες εισοδηματικές διαφορές. Ο λαός βλέπει με δυσφορία τις αυξημένες δεσμεύσεις που έχει αναλάβει στο εξωτερικό η χώρα, θεωρώντας τες ως κατασπατάληση πόρων.



Από πολλούς θεωρείται δεδομένο ότι η δημοσιονομική πολιτική θα παραμείνει ελαφρώς περιοριστική, καθώς η κυβέρνηση στοχεύει στη μείωση του ελλείμματος και τη σταθεροποίηση του δημόσιου χρέους. Η παρούσα υποστηρικτική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής, θεωρείται ως κατάλληλη ώστε να περιορίσει την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα της οικονομίας με σκοπό τη συγκράτηση των πληθωριστικών πιέσεων. 
Παρά ταύτα, εάν στα υψηλά επίπεδα της ανεργίας προσθέσει κανείς τα επίμονα υψηλά ποσοστά ανισότητας κατανομής του πλούτου (με μία έκθεση της Boston Consulting Group, να τοποθετεί τη Νότια Αφρική 138η από 149 χώρες για την ικανότητά του να μετατρέψει τον πλούτο της χώρας στην ευημερία του λαού της), αυτό σημαίνει ότι  απαιτούνται ευρείες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ώστε να τονωθεί η δημιουργία απασχόλησης και η ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς.

Την ίδια στιγμή, οι ιδιωτικές επιχειρηματικές επενδύσεις παραμένουν αδύναμες, αντανακλώντας την αργή οικονομική ανάπτυξη και τη χαμηλή χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας, τις ρυθμιστικές αβεβαιότητες της αγοράς εργασίας, και τα σημεία συμφόρησης των υποδομών, ενώ η κατασκευή κατοικιών καθυστερεί λόγω της αδύναμης ζήτησης και των αυστηρότερων όρων δανεισμού. Κατά συνέπεια, οι επενδύσεις από κρατικές επιχειρήσεις παραμένουν υψηλές, γεγονός που αντανακλά τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση της συμφόρησης στις υποδομές.
Κανείς πάντως δεν μπορεί να παραβλέψει το γεγονός ότι σήμερα η Νότια Αφρική είναι από τις πιο εξελιγμένες, ποικιλόμορφες και πολλά υποσχόμενες αναδυόμενες αγορές παγκοσμίως. Η χώρα είναι η οικονομική ατμομηχανή της Αφρικής.
Πλούσια σε πρώτες ύλες, όπως σε άνθρακα, χρυσό, διαμάντια, σιδηρομετάλλευμα, νικέλιο, ουράνιο και χρώμιο, έχει τη μεγαλύτερη παραγωγή σε πλατίνα με το 70% της παγκόσμιας παραγωγής να παράγεται εκεί. Πέραν του πρωτογενούς τομέα, η Νότια Αφρική παρέχει και ένα …  εκλεπτυσμένο περιβάλλον υπηρεσιών, όπως οι χρηματοοικονομικές, οι τηλεπικοινωνίες και η τεχνολογία, ενώ έχει προσελκύσει μεγάλο αριθμό πολυεθνικών.
Επιχειρήσεις όπως η Walmart και η Procter & Gamble έχουν ήδη προχωρήσει σε σημαντικές επενδύσεις στη χώρα, με την πρώτη να εξαγοράζει το 51% της νοτιοαφρικανικής εταιρείας Massmart το 2011 έναντι 2,4 δισ. Δολαρίων και την δεύτερη να ανακοινώνει επένδυση 170 εκατ. ευρώ, για την κατασκευή εργοστασιακής μονάδας ως κεντρικό σημείο εξυπηρέτησης καταναλωτών της στη νότια και ανατολική Αφρική το 2013.
Το Χρηματιστήριο άλλωστε του Γιοχάνεσμπουργκ αποτελεί τη μοναδική οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά της Νότιας Αφρικής. Είναι το 19ο, σε όρους κεφαλαιοποίησης, χρηματιστήριο του κόσμου και το μεγαλύτερο από τα 22 χρηματιστήρια της αφρικανικής ηπείρου με πολλές δεικτοβαρείς εταιρείες, όπως οι British American Tobacco (BAT), SABMiller, GlencoreXstrata και BHP Billiton να αποτελούν μεγάλο μερίδιο στη χρηματιστηριακή της αγορά.

Σήμερα η χώρα αγωνίζεται ακόμη να ξεφύγει από τις συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης με τις μεταλλευτικές εταιρείες -ένας από τους βασικούς τομείς της οικονομίας της Νότιας Αφρικής- να προβαίνουν σε απολύσεις ως απάντηση στην πτώση των τιμών των εμπορευμάτων.
Η ανομοιογένεια λοιπόν που χαρακτηρίζει την ομάδα των χωρών BRICS, την οποία έχουν επισημάνει επανειλημμένως οικονομικοί και πολιτικοί αναλυτές χαρακτηρίζοντας το εγχείρημά τους καταδικασμένο, πρόκειται να αναδυθεί μέσα στο τρέχον και το επόμενο έτος σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ. Ο διεθνής οργανισμός αναφερόμενος όχι μόνον στις BRICS αλλά γενικότερα στις αναδυόμενες οικονομίες, στην έκθεσή του για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, προεξοφλεί μεγάλες αποκλίσεις στους ρυθμούς ανάπτυξής τους. Επισημαίνει, παράλληλα, πως πολλές αναδυόμενες οικονομίες θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες στην εξυπηρέτηση του χρέους τους όταν αυτό είναι σε ξένο νόμισμα.
Παράλληλα, δε θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι στο παγκόσμιο οικονομικό «παιχνίδι» κινείται ένας ακόμη «παίκτης».


Τον Απρίλιο φέτος πραγματοποιήθηκε στη Μαλαισία η Σύνοδος Κορυφής της ΑSEAN (Asociation of Southeast Asian Nations, δηλαδή «Ενωση Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας»). Ο πρωθυπουργός της Μαλαισίας, Ναζίμπ Ραζάκ, στην εναρκτήρια ομιλία του στη Σύνοδο, είπε ανάμεσα σε άλλα : «Οι παγκόσμιοι επενδυτές έχουν από καιρό στραφεί προς την Ινδία και την Κίνα. Αλλά η ASEAN μπορεί και θα έπρεπε να αναδειχθεί σε «τρίτη δύναμη» στην περιοχή». Συμπλήρωσε δε : «Η δυναμική μας εξάλλου είναι τεράστια. Έχουμε ήδη το τρίτο μεγαλύτερο εργατικό δυναμικό του κόσμου... Η αναπτυσσόμενη μεσαία τάξη, μας κάνει μια από τις πιο ισχυρές και δυναμικές περιοχές»
Στην εν λόγω Σύνοδο Κορυφής συζητήθηκε ακόμη και η δημιουργία οικονομικής Κοινότητας της ASEAN (Εconomic Community of Asean - ECO) κατά τα πρότυπα της ΕΟΚ, που αναμένεται να ξεκινήσει στο τέλος του 2015.

Δε φαίνεται να είναι τυχαίο το γεγονός ότι με την έναρξη της εν λόγω Συνόδου Κορυφής, εμφανίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση να κάνει παρέμβαση για συνομιλίες με σκοπό μία συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με την ASEAN, μετά την κατάρρευση των συνομιλιών που είχαν πραγματοποιηθεί για τον ίδιο σκοπό πριν από έξι χρόνια. Συνομιλίες όχι πλέον μέσω του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, αλλά απευθείας με τα κράτη-μέλη της ASEAN.
Τα κράτη-μέλη της ASEAN ( συμμετέχουν οι χώρες Βιετνάμ, Ινδονησία, Καμπότζη, Λάος, Μαλαισία, Μπρουνέι, Μιανμάρ, Σιγκαπούρη, Ταϊλάνδη, Φιλιππίνες), αφενός μεν κατανοούν ότι ως Οικονομική Ένωση έχουν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν μεγαλύτερα μερίδια αυτής αγοράς ή να παρέμβουν με μεγαλύτερη δυναμική στην παγκόσμια αγορά, αλλά επειδή έχουν αναπτύξει και ιδιαίτερες διμερείς οικονομικές σχέσεις, πρωταρχικά με την Κίνα, αυτό γίνεται κρίκος στην εκδήλωση αντιθέσεων μεταξύ τους, που δυσκολεύουν την οικονομική ενοποίηση, αλλά και την ενιαία στάση απέναντι στην Κίνα. Θυμίζουμε, π.χ., τον προγραμματισμό του τεράστιου έργου του νέου «δρόμου του μεταξιού» από την Κίνα έως την Ευρώπη και την Αφρική, επομένως και τις προοπτικές σύναψης ξεχωριστών συμφωνιών με τα κράτη - μέλη της ASEAN.

Με την Τράπεζας των BRICS ήδη σε λειτουργία από τον περασμένο Ιούλιο στη Σαγκάη, την πρόθεση δημιουργίας από τα κράτη μέλη του δικού τους οίκου πιστοληπτικής αξιολόγησης, με σκοπό να καταργήσουν το μονοπώλιο των τριών μεγάλων οίκων («Fitch», «Moody's» και «Standard & Poor's»), τους οποίους κατηγορούν ότι κρίνουν με πολιτικά κριτήρια (με την πρωτοβουλία ν’ ανήκει κυρίως στον κινεζικό οίκο «Dagong», που, σύμφωνα με το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων «Sputnik», έχει στενή συνεργασία με Ρώσους εμπειρογνώμονες), τις πρωτοβουλίες της Κίνας για τη δημιουργία της Ασιατικής Αναπτυξιακής Τράπεζας Επενδύσεων  & Υποδομών (την ΑΙΙΒ η οποία έχει ήδη προσελκύσει 57 χώρες και κόντρα σε ΔΝΤ και Παγκόσμια Τράπεζα), τις Γερμανία, Γαλλία, και Βρετανία να έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον συμμετοχής στην ΑΙΙΒ (παρά τις παρεμβάσεις των ΗΠΑ να μη συμμετάσχουν), την Ινδία να παρεμβαίνει έντονα στην περιοχή ως ισχυρή οικονομία, την Ιαπωνία (παραδοσιακή σύμμαχο των ΗΠΑ) να ανακοινώνει ότι θα διαθέσει κεφάλαια ύψους 110 δισ. δολαρίων για επενδυτικά προγράμματα στην Ασία με χρονοδιάγραμμα πενταετίας (ποσό που υπερκαλύπτει τα 100 δισ. δολάρια της ΑΙΙΒ), είναι βέβαιο ότι ένας «υπόγειος παγκόσμιος οικονομικός πόλεμος» βρίσκεται σε εξέλιξη.

Ένας «πραγματικός πόλεμος» όπου το πεδίο αντιπαράθεσης, ή των «μαχών» αν προτιμάτε, να είναι τα διεθνή χρηματιστήρια και οι προσπάθειες επίτευξης διεθνών εμπορικών συμφωνιών και τα «όπλα» που χρησιμοποιούνται να είναι τα κρατικά ομόλογα, οι μετοχές και τα παράγωγα, οι νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές των κρατών, αλλά και τα διάφορα επενδυτικά funds που «καραδοκούν» για να εκμεταλλευθούν οποιαδήποτε ευκαιρία για γρήγορο και εύκολο κέρδος.


Μέσα σε αυτό τον κόσμο ζούμε, κι όσο πιο γρήγορα το συνειδητοποιήσουμε, τόσο το καλύτερο για όλους.
 http://georgetsakiris.blogspot.gr/

Πηγές :


Βραζιλία








Ινδία








Ρωσσία